Πάντα ν' ανταμώνουμε!
30.12.2010 
Σκέφτηκα αρκετά με τι θέμα θα καταπιανόμουν στο σημερινό χρονογράφημα. Επειδή όταν γράφω τα «Τριτοκοσμικά» έχω την τάση να εκδηλώνω τα παράπονα, τον εκνευρισμό, την όποια δυσαρέσκειά μου με αποτέλεσμα να θεωρούμαι από ορισμένους γκρινιάρης. Που δεν είμαι, απλώς πάντα εντοπίζω το στραβό, πάντα έχω δίκιο _ και δεν θέλω αντιρρήσεις. Θεώρησα λοιπόν άστοχο, το τελευταίο άρθρο μου για το 2010 _ μιας κακής χρονιάς που δίνει τη θέση της σε μία, λένε, εξίσου κακή αν όχι χειρότερη _ να έχει γκρίζες αποχρώσεις. Άστοχο και «άκομψο» απέναντι σε εκείνους που έχουν τώρα ανοίξει το περιοδικό στην παρούσα σελίδα για να γελάσουν, έστω να χαμογελάσουν, και να ξεχάσουν π.χ. τη βρύση του μπάνιου που τρέχει εδώ και ένα μήνα και τον υδραυλικό που όλο έρχεται και ποτέ δεν φτάνει για την επιδιορθώσει, ή το μήνυμα («θα σε πάρω όταν κοιμάται») που βρήκαν τυχαία στο κινητό της συζύγου τους (και το οποίο δεν απευθυνόταν στον υδραυλικό)... Σήμερα δεν θέλω αντ΄αυτού, αντί της δια του χιούμορ συμπαραστάσεώς μου, να εισπράξουν την απόγνωσή μου για την αύξηση στην τιμής της παπάγια, για την κατάργηση των σλιπ με πορτοκαλί πουά, για τα αποτυχημένα μπότοξ της Νικόλ Κίντμαν.

Που δεν θα την αντιμετωπίσουν. Σήμερα θα μιλήσουμε για κάτι ευχάριστο. Για τις ανθρώπινες σχέσεις. Κυρίως για τον επαναπροσδιορισμό τους ένεκα οικονομικής υφέσεως. Για την επιστροφή σε κάτι που πάντα με συγκινούσε, με διασκέδαζε, με έκανε να αισθάνομαι καλά: στις παρέες, που όπως τραγουδάει ο Διονύσης Σαββόπουλος στο «Ας κρατήσουν οι χοροί» έχουν γράψει ιστορία σε αυτή τη χώρα. Τις παρέες που χάσαμε, παρασυρμένοι στο τρελό παιχνίδι της ξεσαλωμένης πραγματικότητας, που μας έκανε πιο πλούσιους και πιο αδιάφορους, πιο επιτυχημένους (νομίζαμε) κοινωνικά και πιο αναίσθητους, για να μας συντρίψει στο φινάλε. Κατατάσσοντάς μας αιφνιδιαστικά στους χαμένους. Αυτές τις παρέες θέλουμε να ξαναβρούμε, οι φοβισμένοι και εθισμένοι στη μοναξιά πολίτες της οικονομικής κρίσης, αν κρίνω από συζητήσεις με γνωστούς και φίλους αλλά και από τα ρεπορτάζ των εφημερίδων: Οι νέοι, διάβασα, συγκεντρώνονται πλέον για λόγους οικονομίας στα σπίτια αντί να βγαίνουν και περνούν την ώρα τους με κουβέντα (μετά του απαραίτητου καυγά για να ανάψουν τα αίματα), παιχνίδια (ξαναβρήκαν το τάβλι και το «Trivial» τη μόνιμη θέση τους πάνω στο τραπέζι), τηλεχάζι, και φαγητό.

Δεν γνωρίζω αν αυτό είναι καινούριο για εκείνους (νομίζω ότι οι εικοσικάτι ήταν περισσότερο τού έξω παρά τού μέσα, εκτός αν είμαι εγώ εκείνος που πέφτει έξω), πάντως η δικιά μου γενιά, ο δικός μου κύκλος έτσι μεγάλωσε. Και είχαμε περάσει πολύ ωραία. Τώρα, λοιπόν, που από ανάγκη επιστρέφουμε στο σπίτι, στα σπίτια, έχω χαρά. Γιατί γυρίζω σε όμορφες στιγμές του παρελθόντος μου. Δεν είναι θέμα νοσταλγίας. Είναι ότι ξαναβρίσκω τη σύναξη τη χαλαρή, την πρόχειρη, που στήνεται ακόμα και την τελευταία στιγμή, χωρίς να έχουν προηγηθεί προσκλήσεις, συνεννοήσεις, ετοιμασίες. Το χουζούρι στον καναπέ με πρόχειρα ρούχα, ανάμεσα στους δικούς μου ανθρώπους. Τις «συγκρούσεις» μας πάνω από αλουμινένια ταψιά με σουβλάκια, κεφτεδάκια, μεζεδάκια κλπ. σχετικά με το αν ο Κώστας Σημίτης ήταν καλός υπουργός Οικονομίας, αν η Κιμ Μπέισινγκερ είναι ό,τι πιο σέξι έχει περάσει από το σελιλόιντ τις τελευταίες δεκαετίες, αν η Μαντόνα στο «Like a prayer» καταγγέλλει την Καθολική Εκκλησία ή επιβεβαιώνει ότι είναι απλώς μια τσούλα που της αρέσει να χορεύει με το κομπινεζόν μπροστά σε φλεγόμενους σταυρούς για να προκαλεί.

Παρασυρμένος κι εγώ από το «δούλεψε, κέρδισε, ξόδεψε» δεν το είχα καταλάβει: όλα αυτά μου έλειψαν. Όπως και οι διάλογοι που επανέρχονταν σε κάθε συνάντησή μας: «αν πληρώσεις πάλι εσύ τις πίτσες δεν ξαναέρχομαι». «Να μην ξανάρθεις». «Σοβαρολογώ!». «Είσαι τρελός αν νομίζεις ότι θα σε αφήσω να πληρώσεις στο σπίτι μου!». «Τότε αύριο θα έρθετε σε εμένα. Αν και η συμφωνία είναι ότι ανεξαρτήτως του ποιος βάζει τον χώρο μοιραζόμαστε τα έξοδα». «Στο σπίτι σου να τα μοιραστούμε, εδώ δεν μοιραζόμαστε τίποτα». Ναι, όλος ο καυγάς γινόταν για «δύο πίτσες, η μία δώρο». Εκείνο, βεβαίως, που κυρίως μοιραζόμασταν δεν ήταν τα έξοδα, ήταν η ζεστασιά της παρέας. Που κάποια στιγμή χώρισε, «έσπασε». Και καλούμαστε τώρα να μαζέψουμε τα σπασμένα κομμάτια, να τα ξαναενώσουμε. Δεν είναι δύσκολο, ταιριάζουν ακόμα μεταξύ τους. Τα χρόνια που σαν σμυριδόχαρτο πέρασαν από πάνω τους δεν κατάφεραν να τα αλλοιώσουν τόσο ώστε να μην υπάρχει περιθώριο επανασυγκόλησής τους. Το παζλ με λίγη προσπάθεια συντίθεται εκ νέου. Ξανασυναντιόμαστε οι παλιοί (αν και δυστυχώς δεν είμαστε όλοι εδώ) δημιουργούμε νέους φίλους, ανοίγουμε τα σπίτια μας.

Ακόμα και αν στο ντουλάπι της κουζίνας υπάρχουν μόνο μακαρόνια και μια κονσέρβα ντοματάκια. Γιατί, κακά τα ψέματα, οικογένεια δεν είναι οι συγγενείς, είναι οι φίλοι. Οπότε, για να γυρίσω στον Σαββόπουλο που τα έχει πει όλα για τον νεοέλληνα, εμείς πέρα από ευχές για οικονομική ανάκαμψη και για όλες τις άλλες ανακάμψεις που έχουμε ανάγκη για να επιβιώσουμε, εκείνο το οποίο πρέπει να ευχόμαστε είναι: «Να μας έχει ο Θεός γερούς / πάντα ν' ανταμώνουμε / και να ξεφαντώνουμε βρε / με χορούς κυκλωτικούς / κι άλλο τόσο ελεύθερους σαν ποταμούς. / Και στης νύχτας το λαμπάδιασμα / να πυκνώνει ο δεσμός μας / και να σμίγει παλιές κι αναμμένες τροχιές / με το ροκ του μέλλοντός μας». Ευτυχισμένο το 2011, φίλοι μου!

ΥΓ. Φυσικά και δεν φοράω σλιπ με πουα, πορτοκαλί ή μη, αστειευόμουν.
 
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Τα ταξίδια των ανθρώπων
› 
Από το «Ποσειδώνιο» στο Σαν Ρέμο
› 
Τα φυτά που μιλάνε
› 
Όλα της πόλης δύσκολα
› 
Ψωνίζω, άρα υπάρχω;
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers