Πολιτισμός γλυκός με γάλα
27.1.2011 
Έξω ο κυριακάτικος ήλιος να δείχνει αφενός το μεγαλείο του, αφετέρου τα δόντια του. Εντός, στο Μουσείο Ηρακλειδών, στο Θησείο, ημίφως. Μπροστά στους πίνακες του Εντβαρντ Μουνχ όλοι κι όλοι έξι άνθρωποι: δύο Γερμανίδες, ένα αγγλόφωνο ζευγάρι και η θεία Ιουλία (η οποία ισχυρίζεται ότι είχε γνωρίσει τον ζωγράφο γύρω στο 1930 στο Όσλο) με την αφεντιά μου. Στον πεζόδρομο μπροστά από το μουσείο δεκάδες εκπρόσωποι της «γενιάς των 592 ευρώ», σχεδόν μαρμαρωμένοι μπροστά σε φραπέδες, καπουτσίνο, και ελληνικούς βαρείς και ασήκωτους, κοιτάζουν με νυσταλέο βλέμμα προς το απροσδιόριστο μέλλον τους. «Σαν βαλσαμωμένα είναι» σχολιάζει η θεία, η οποία έχει αλλεργία στην αισθητική - νοοτροπία του καφενείου. Μια αλλεργία που την πέρασε και σε μένα, με αποτέλεσμα να μην μπορώ να καταλάβω γιατί θεωρείται διασκέδαση να βγαίνεις με τους φίλους σου και να κάθεστε ακίνητοι και αμίλητοι με τον καφέ στο χέρι, άντε πότε πότε να σχολιάζετε την απόφαση της Άννας «να “χτυπήσει” στην πλάτη της ένα κινεζικό ιδεόγραμμα που σημαίνει “τυχερός όποιος βρει πόδι χήνας δίπλα στη θολή λίμνη με τους ανθισμένους λωτούς και τα θλιμμένα καλάμια”» ή την επανάσταση του Άρη, ο οποίος «με το που έμεινε η δικιά του έγκυος αποφάσισε να κάνει μεταπτυχιακό πάνω στις “ομοφυλοφιλικές σχέσεις των ελεφάντων στο αφρικανικό πάρκο Σερενγκέτι” και την “έκανε” για Τανζανία».

«Χαμένο χρόνο» χαρακτηρίζει η θεία το αραλίκι και παρ' ότι είναι υπερβολική, αυτήν τη φορά, βγαίνοντας από το μουσείο και παρατηρώντας τα βαριεστημένα βλέμματα των παιδιών με τα αποτυπώματα από τον αφρό του καφέ πάνω από τα χείλη τους, στην περιοχή του μουστακιού, είχα την ίδια αίσθηση: εκείνη των ωρών που περνάνε χωρίς λόγο. Σκέφτηκα ότι αν ήμουν δημοσιογράφος της τηλεόρασης και τους πλησίαζα με το «ματσούκι» για να ρωτήσω ποια έκθεση φιλοξενούσε το μουσείο που βρισκόταν ακριβώς απέναντί τους και αν την είχαν επισκεφθεί, θα απογοητευόμουν. Τι και αν η «Κραυγή» του κορυφαίου νορβηγού ζωγράφου «εικονογραφεί» επακριβώς την πραγματικότητά τους; Να ανακατεύουν νωχελικά τις μπουρμπουλήθρες του φραπόγαλου και όλα καλά!

Είναι, τελικά, οι καφετέριες τα μοναδικά... πολιτιστικά ιδρύματα της χώρας που πάντα θα είναι φίσκα. Δεν μιλάω ως κουλτουριάρης που αν δεν δω έναν Μουνχ την ημέρα αισθάνομαι μισός, ενίοτε βλέπω και τουρκικές σαπουνόπερες. Όσο για τη θεία Ιουλία, και εκείνη, παρ' ότι φιλότεχνη («ένεκα της γνωριμίας μου με τον Καντίνσκι, γύρω στο 1930, στο Ντεσάου»), έχει πολλές «σκοτεινές» πλευρές: Αγοράζει το «Life and Style» όποτε έχει φωτογράφιση της Μαρί Σαντάλ, ξεφυλλίζει όλα τα «Ciao» και τα «Ξαναciao» όταν πηγαίνει στο κομμωτήριο. Εννοώ ότι ως οικογένεια δεν ξημεροβραδιαζόμαστε στα μουσεία αναλύοντας τη χρωματική παλέτα των μεγάλων δημιουργών, απλώς έχουμε (και) την περιέργεια να μάθουμε κάτι πέρα από το πώς αφρίζει ο σωστός φραπέ. Μια περιέργεια που προσπαθούμε να την ικανοποιήσουμε κάθε Κυριακή.

Γι' αυτό μας έκανε στενόχωρη εντύπωση η εικόνα: Έξι μόνο άνθρωποι μέσα σε μία σημαντική για την Αθήνα έκθεση και έξω τα πλήθη να λιάζονται στα υπαίθρια καναπεδάκια με την τσιγαρούκλα στο χέρι. Η ίδια εικόνα και στο εξαιρετικό Μουσείο Ισλαμικής Τέχνης, της οδού Ασωμάτων: Ελάχιστοι οι επισκέπτες, όταν στα παρακείμενα σουβλατζίδικα γινόταν λαϊκό προσκύνημα. Ίσως αν έδιναν δώρο με κάθε εισιτήριο ένα σουβλάκι, να προσέλκυαν περισσότερο κόσμο. Στη δε βιβλιοθήκη του Αδριανού, μερικά μέτρα από την πλατεία Μοναστηρακίου, Κυριακή πάντα, ημέρα κατά την οποία η είσοδος είναι ελεύθερη, κατά τη δεκάλεπτη και βάλε παραμονή μας συναντήσαμε μόνο τουρίστες. Και μια οικονομική μετανάστρια που είχε φέρει βόλτα το παιδάκι της. Έλλην ουδείς. Τους ξαναβρήκαμε όλους να συνωστίζονται στα παπουτσάδικα της Ηφαίστου, ένεκα εκπτώσεων. Αγοράσαμε και εμείς παπούτσια: Εγώ γαλότσες, η θεία αθλητικά με αερόσολες «για να τα φοράω όποτε πηγαίνω με τα κορίτσια για χόρτα». Είχαμε δει όμως και κάτι πέρα των νέων μοντέλων της Nike και της Adidas.

Το απόγευμα στο σπίτι έπιασα το λεύκωμα με τους πίνακες του Μουνχ και άρχισα να τους περιεργάζομαι, επαναφέροντας στο μυαλό μου τα κατατοπιστικά σημειώματα που είχα διαβάσει στην έκθεση. Στην τηλεόραση συζητούσαν τον αποκλεισμό του Θεοχάρη Ιωαννίδη από τον διαγωνισμό της Γιουροβίζιον. Η θεία με κοίταξε με απόγνωση: «Όταν η κουλτούρα ενός λαού λιμνάζει, για ποια μουσεία και ποιους Μουνχ μού λες;». Προσπάθησα να θυμηθώ ποια χώρα είχε νικήσει πέρυσι στη Γιουροβίζιον. Τι απέγινε ο θριαμβευτής; Γιατί δεν έκανε τη μεγάλη καριέρα που του είχαν υποσχεθεί; Απλώς εξαφανίστηκε, επιβεβαιώνοντας για άλλη μία φορά πως ο θεσμός πουλάει φούμαρα. «Μόνο εμείς και κάτι κακομοίρηδες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης ασχολούμαστε» είπε η θεία, για να χαμογελάσει με νοσταλγία καθώς το βλέμμα της έπεφτε στο λεύκωμά μου, συγκεκριμένα σε έναν πίνακα με μια γυναικεία φιγούρα να ατενίζει τη θάλασσα στα νορβηγικά φιόρδ. «Είδες τι ωραία που πέτυχε τη μέση μου; Αχ! Ήσουν μάστορας Εντβαρντ, τυχερές όσες σε εμπνεύσαμε...». Δεν της απάντησα, εφαρμόζοντας την τεχνική «δεν ακούω, λέγε ό,τι θέλεις» (όπως κάνω κάθε φορά που παρεκτρέπεται) και αλλάζοντας κανάλι, καθώς δεν άντεχα άλλο Ιωαννίδη. Αυτήν τη φορά η συζήτηση αφορούσε τον τελικό του «Just the two of us». «Εγώ πάντως ψηφίζω Μπεκατώρου» δήλωσε η... μούσα του Μουνχ. Την κοίταξα έτοιμος να βάλω τα γέλια με την πολιτιστική «σχιζοφρένειά» της. Την ίδια στιγμή αισθάνθηκα να την ευγνωμονώ που στο μεγάλωμά μου με έμαθε να απολαμβάνω τους Μουνχ αλλά και να διασκεδάζω ακομπλεξάριστα με τις Μπεκατώρου. Η ζωή τα θέλει όλα. Και τον φραπέ της, δεν λέω. Αλλά μόνο με φραπέ και Μπεκατώρου χάνει κανείς την ουσία και το νόημα. Αφήστε που ο πολύς καφές κάνει σμπαράλια τα νεύρα. Και η πολλή Μπεκατώρου επίσης.
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Στο δικό μου Ισλαμαμπάντ
› 
Εκεί… ψηλά στον Παρνασσό
› 
Τα ταξίδια των ανθρώπων
› 
Μπροστά στο ATM
› 
Τα φυτά που μιλάνε
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers