Θυμάμαι ένα... παραδοσιακό ελληνικό Πάσχα, μια δεκαετία πίσω. Κάπου στην Ελλάδα. Όπου όταν φτάσαμε στο «παραδοσιακό σαλέ μέσα στο δάσος» που μας είχαν τάξει από τηλεφώνου, βρεθήκαμε σε ένα αχούρι, χτισμένο στα παρανόμως υπερυψωμένα θεμέλια της κατοικίας του ιδιοκτήτη. Στο ισόγειο το σπίτι του και η ταβέρνα του – όπου, όπως πάλι μας είχαν τάξει, θα δοκιμάζαμε τις φοβερές και τρομερές πίτες της συμβίας του –, στο ημιυπόγειο εμείς τα θύματα. Σε έναν χώρο που μύριζε αδιαφορία. Eπιπόλαια καθαρισμένο, με ξεχαρβαλωμένα κρεβάτια από σουηδικό ξύλο και με ένα παράθυρο να βλέπει στο γεμάτο σκουπίδια ρέμα που περνούσε από το πίσω μέρος του σπιτιού. Αν είχε συμβεί σήμερα αυτό, θα έβαζα αμέσως όπισθεν και θα αποχωρούσα. Τότε όμως είχαμε άλλες αντοχές, είχε και τα κέφια της η παρέα... Θα τη διασκεδάσουμε τη μιζέρια, αποφασίσαμε. Και μείναμε. Για να διαπιστώσουμε ότι το «σπιτικό πρωινό» ήταν ψωμί κατεψυγμένο που ξεπάγωνε στα μικροκύματα και έφτανε στα πιάτα μας κολλώδες, λασπωμένο και κακόγευστο. Από δίπλα μαρμελάδα πορτοκάλι, του σουπερμάρκετ. Οι δε «σπιτικές» πίτες ήταν η εξής μία: τυρόπιτα με εμφανώς ετοιματζίδικο φύλλο, και πάλι κατεψυγμένη. Το καταλάβαμε όταν στη βιασύνη τους να μας τη σερβίρουν δεν τη ζέσταναν καλά, με αποτέλεσμα απέξω να καίει και μέσα να είναι... σεμιφρέντο. Πόσο υπεράνω ήμασταν τότε...
Τόσο ώστε να μη διαμαρτυρηθούμε ούτε για τη «νεκρή» τηλεόραση απέναντι από το κρεβάτι μας. Ούτε για την ψύχρα που έκανε το βράδυ στο αφιλόξενο δωμάτιό μας, η οποία δεν αντιμετωπιζόταν με τις επιπλέον κουβέρτες (που μύριζαν ναφθαλίνη), δεν «έσπαγε» με το αερόθερμο-αντίκα που κάθε λίγο και λιγάκι «βουβαινόταν» και έπρεπε να κρυώσει εντελώς για να ξαναπάρει μπροστά. Και όταν πήγαμε να διαμαρτυρηθούμε, μία και μοναδική φορά, για το… τεθλιμμένο μαρούλι της σαλάτας, μας αποστόμωσαν: «Μοιάζει λίγο μαραμένο, όμως αυτό μόνο βρήκαμε. Γιατί έκλεισε πιο νωρίς ο προμηθευτής μας στη Ναύπακτο και μας άφησε χωρίς λαχανικά». Αυτό σήμαινε ότι θα περνούσαμε το Μεγάλο Σάββατο και την Κυριακή του Πάσχα χωρίς σαλάτες; «Δυστυχώς, έχω όμως κρατήσει λίγο μαρουλάκι για τη μαγειρίτσα». Μαραμένο και αυτό, αλλά «ξερά ή χλωρά, στην κατσαρόλα όλα μαραίνονται». Είχαν χιούμορ οι οικοδεσπότες μας. Και τηρούσαν πιστά τις παραδόσεις: τόσο πιστά, ώστε το βράδυ της Ανάστασης και την επομένη, εγώ, ο μίζερος της παρέας, ο ορκισμένος εχθρός της μαγειρίτσας και του οβελία, να μην έχω τι να φάω. Είχα φροντίσει να τους ενημερώσω για τις… παραξενιές μου με το που έφτασα. «Θα τα βρούμε», με διαβεβαίωσαν χτυπώντας μου φιλικά την πλάτη. Για να καταλάβω, όταν κάθισα στο αναστάσιμο τραπέζι, ότι δεν τα είχαμε βρει: μαγειρίτσα, τυρί φέτα, βραστό αβγό και «χρόνια πολλά».
«Και τι κάνουμε όσοι δεν συμπαθούμε ούτε τη φέτα ούτε τα αβγά;» αναρωτήθηκα. Τρώμε τις δύο σοκοφρέτες που από θαύμα είχαν ξεμείνει στην τσάντα μιας φίλης. Με σοκοφρέτες ανάστησα, με «Δρακουλίνια» γιόρτασα την Κυριακή του Πάσχα, ενώ οι άλλοι υποκρίνονταν τους ενθουσιασμένους μπροστά σε ένα καμένο απέξω, εντελώς άψητο από μέσα αρνί. «Καλέ, εσείς δεν τρώτε τίποτα» με πλησίασε η κυρία της κουζίνας. «Μα σας το είπα, δεν μου αρέσει αρνί» απάντησα, για πρώτη φορά εμφανώς εκνευρισμένος. «Και γιατί δεν μου το είπατε να σας έκανα καμιά πίτα;». «Σας το είπα!». «Ας το ξαναλέγατε, ένα μυαλό το έχω, τι να πρωτοχωρέσει;». Ευχαρίστως τη σούβλιζα, η σούβλα όμως ήταν κατειλημμένη από το ημιψημένο πτώμα. «Να σας φέρω τουλάχιστον δύο αβγουλάκια και λίγη φέτα», επέμεινε η πολυμίσητη βλάχα για να σχολιάσει στο καπάκι, «αν δεν τρως αρνάκι, δεν ξέρεις να φας».
Εγώ εκείνο που ήξερα ήταν ότι δεν θα ξαναπατούσα στην περιοχή, όπως και δεν πάτησα. Έχω δε απωθήσει τόσο πολύ την τραυματική εμπειρία, ώστε είναι αδύνατον να θυμηθώ το όνομα του χωριού που (δεν) μας είχε φιλοξενήσει. Το μόνο που θυμάμαι είναι ο κεντρικός δρόμος που το διέσχιζε, το πολύ δέκα σπίτια στις δύο «όχθες» του και μια μικρή εκκλησία απέναντι από το ταβερνοξενοδοχείο της συμφοράς. Όπως θυμάμαι και την απόγνωσή μου, το βράδυ της Ανάστασης, όταν ο παπάς διέκοψε τη λειτουργία και είπε στους 30 με το ζόρι παριστάμενους – ανάμεσά τους και εμείς – με μάτι που γυάλιζε όχι από αγιοσύνη αλλά από νεύρα: «Δεν θα το σκάσετε με το “Χριστός Ανέστη”, δεν θα με αφήσετε μόνο στην υπόλοιπη Ακολουθία. Είναι αγενές και ανεπίτρεπτο!». Εσείς θα φεύγατε με την κατάρα του στην πλάτη σας; Εμείς, παρ’ ότι δεν είχαμε ιδιαίτερες σχέσεις με τα θεία, παραμείναμε. Και ακούσαμε όλο το παραμύθι, αφού δεν τολμούσαμε να το κουνήσουμε. Αυτή είναι η αστεία ανάμνηση της υπόθεσης. Όλα τα άλλα μόνο αστεία δεν είναι. Γι’ αυτό δεν θέλω να τα θυμάμαι. Τα ξαναθυμήθηκα όμως, παρακολουθώντας τηλεοπτικό ρεπορτάζ για τις πασχαλινές διακοπές, σύμφωνα με το οποίο μια εκδρομή στο εξωτερικό στοιχίζει λιγότερο από μια αντίστοιχη απόδραση στην Ελλάδα. Μπορώ να το διαβεβαιώσω και εγώ, από τη συσσωρευμένη εμπειρία πολλών εκτός Αθηνών Πάσχα. Εκείνο, όμως, που κυρίως θέλω να επισημάνω είναι πόσο πιο εύκολα αισθάνεσαι στο εξωτερικό ότι τα λεφτά σου πιάνουν τόπο. Ότι παίρνεις εκείνο που πληρώνεις, για να μην πω κάτι παραπάνω... Ενώ στην υπερήφανη πατρίδα, τις περισσότερες φορές μένεις με την αίσθηση ότι σε «έκλεψαν». Ότι σκοπός τους ήταν να βάλουν το χέρι τους βαθιά στην τσέπη σου κοροϊδεύοντάς σε: υπερτιμώντας τη μαρμελάδα της γιαγιάς, σερβίροντας βλίτα για μεταξωτές κορδέλες, δείχνοντας το πιο αδιάφορο και αγενές πρόσωπό τους ως οικοδεσπότες. Δυστυχώς οι λίγοι σωστοί επαγγελματίες είναι εδώ απλώς ως εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Και μετά με ρωτάνε γιατί τα τελευταία χρόνια προτιμώ για διακοπές το εξωτερικό. Γιατί άραγε;