Παραπονιόταν ότι την παραμελούμε: «Με έχετε ξεχάσει εδώ, καθισμένη δίπλα στον φίκο, ώσπου να πεθάνω». Δεν είχε δίκιο: σεφλέρα ήταν το φυτό και όχι φίκος. Επιπλέον, οι ταχύτητες της καθημερινότητάς μας που είχαν πιάσει κόκκινο, η κατάθλιψη (ένεκα κρίσεως) και κάτι φουσκωμένοι λογαριασμοί δεν μας άφηναν περιθώριο για ξένοιαστες βόλτες στη φύση και για «πικνίκ σαν εκείνα που κάναμε όταν οι Αμπελόκηποι ήταν εξοχή». Σήμερα οι Αμπελόκηποι είναι πνιγμένοι στο μπετόν και εμείς πνιγμένοι στις υποχρεώσεις. Η θεία Ιουλία, βεβαίως, το βιολί της: «Ήρθε η άνοιξη, μαθαίνω, κι εγώ ακόμη να τη μυρίσω, καθηλωμένη δίπλα στον πλαστικό φίκο». Θεία μου, δεν είναι πλαστικός και είναι σεφλέρα, επανέλαβα εκνευρισμένος. «Φίκος είναι, που μοιάζει με σεφλέρα!». Αποφάσισα να μη δώσω συνέχεια, της υποσχέθηκα όμως ότι με την πρώτη ευκαιρία θα πηγαίναμε εκδρομή.
Ευκαιρία δεν έβρισκα. Βρήκα κάτι προσκλήσεις για μια βραδιά με άριες αντίκες, ρομαντικά λίντερ και αγγλικά τραγούδια στην αίθουσα «Παρνασσός». «Λες να της κακοφανεί αν δεν πάμε στον κανονικό Παρνασσό για ανοιξιάτικη βοσκή, αλλά στον συνονόματό του Φιλολογικό Σύλλογο “Παρνασσό”;», ρώτησα την εξαδέλφη μου και κόρη της, «εξάλλου έχω διαβάσει ότι παρά τις οικονομικές κακουχίες τελευταίως φιλοξενεί εξαιρετικού ενδιαφέροντος συναυλίες». «Μπορεί απλώς να της πεις ότι θα πάμε στον Παρνασσό και άσ’ την να ετοιμάζεται για σκι…» γέλασε εκείνη σατανικά. Να τη διασκεδάσουμε είπαμε, όχι να της σπάσουμε τα νεύρα, την αγριοκοίταξα - αχ αυτή η «σκοτεινή» σχέση μάνας - κόρης! Και πλησίασα τη θεία, την ώρα που λαγοκοιμόταν στην πολυθρόνα δίπλα στη σεφλέρα - που δεν είναι φίκος. Ήμουν έτοιμος να την ξυπνήσω για να της ανακοινώσω τα ευχάριστα της επικείμενης εξόδου μας. Σταμάτησα όμως και την παρατηρούσα, να ανασαίνει ελαφρά την ώρα που το φως του ήλιου ακουμπούσε το αριστερό μάγουλό της και έκανε το γεμάτο ανάγλυφες ρυτίδες δέρμα της να μοιάζει διάφανο. Με συγκίνησαν η παραίτησή της και η σχεδόν κοριτσίστικη έκφρασή της μέσα στον ύπνο. Σήκωσα το χέρι να τη χαϊδέψω, όταν «το άγαλμα» μίλησε: «Τι θες πάλι; Με το που έκλεισα λίγο τα μάτια, ήρθες να με ταράξεις». Ήρθα να σου προτείνω να πάμε στον «Παρνασσό». «Γιατί όχι στην Γκιώνα;». Θεία, στον «Παρνασσό» της πλατείας Καρύτση αναφέρομαι, όπου έχει μια ωραία συναυλία με… «Πλατεία Καρύκη τη λένε». Όχι, Καρύτση τη λένε! «Καρύκη, είπα!». Ανέτρεξα στα βιβλία μου και είδα ότι είναι πράγματι Καρύκη. «Και τώρα που το έμαθες, πες μου για τον “Παρνασσό”». Της είπα, η ιδέα της άρεσε, και την επομένη βρεθήκαμε στον εμβληματικό για την καλλιτεχνική ιστορία της πόλης χώρο.
Εγώ θυμήθηκα τα χρόνια που, μαθητής γυμνασίου, ανακάλυπτα την κλασική μουσική στην κομψή, «παλιομοδίτικη», ορθογώνια παραλληλόγραμμη αίθουσα. Η θεία θυμήθηκε τα ρεσιτάλ που παρακολουθούσε «με το συχωρεμένο τον θείο σου. Το ξέρεις ότι έραβα τουαλέτες για να έρθω; Πόσα χρόνια πίσω…». Κοίταξα πάλι τις ρυτίδες της, προσπάθησα να τη φανταστώ νέα μέσα στον ίδιο (εδώ και δεκαετίες) χώρο. «Ήταν σημαντική έξοδος», συνέχισε, «σε έβλεπε όλη η καλή Αθήνα, δεν μπορούσες να μπεις όπως είσαι τώρα εσύ». Πώς είμαι; «Σαν μετανάστης από το Μπαγκλαντές». Της έδειξα τον κόσμο γύρω, ανθρώπους ντυμένους πιο σπορ από εμένα, και της θύμισα ότι άλλαξαν οι εποχές. «Εδώ όμως τις ακούς να διηγούνται τις αναμνήσεις τους» απάντησε με ποιητική διάθεση. Πράγματι, η Αθήνα δεν διαθέτει πολλές αίθουσες με τόσο πλούσια ιστορία (έτος ιδρύσεως 1865!), αλλά και τόσο μεγάλη προσφορά στην καλλιτεχνική ζωή της. Εκείνο, βεβαίως, που κυρίως διαπίστωσα είναι ότι ο ιστορικός «Παρνασσός», ενάμιση αιώνα μετά την ίδρυσή του, και αφού έχει περάσει μακρά περίοδο μαρασμού και εγκατάλειψης, δεν είναι πλέον μουσείο. Είναι ένας ολοζώντανος οργανισμός με πλούσιο καλλιτεχνικό
- επιστημονικό πρόγραμμα, ο οποίος φιλοξενεί εκδηλώσεις που δεν μπορείς να δεις σε κανένα άλλο μέρος της Αθήνας: θεματικά κοντσέρτα και ρεσιτάλ με τη συμμετοχή καταξιωμένων, αλλά και νέων καλλιτεχνών, ομιλίες, σεμινάρια, δημοπρασίες… Γίνεται αξιόλογη δουλειά εκεί, τόσο αξιόλογη, που αξίζει όλοι όσοι περνούν απέξω και τον παρατηρούν ως χαριτωμένο «κατάλοιπο» της νεοκλασικής Αθήνας να κάνουν τον κόπο και να τον επισκεφθούν (και από Διαδικτύου:
www.lsparnas.gr). Θα καταλάβουν ότι το κτίριο το παλιό, το γερασμένο, έχει ζωή μέσα του! Εγώ το επιβεβαίωσα μετρώντας πολλούς νέους ανθρώπους ανάμεσα στο κοινό. Τι ωραία!
Όσο για τη θεία Ιουλία, μπορεί να μη συνάντησε ούτε εκείνο το απόγευμα την άνοιξη των ανοιχτών κάμπων που έχει νοσταλγήσει, πέρασε όμως τόσο καλά, που αποφάσισε να αγοράσει εισιτήρια και για τη συναυλία «Μαντολίνου… απόηχος» (21 Απριλίου) με το Σύνολο Νυκτών Εγχόρδων Αθηνών. Εγώ θα πάω στο «Σας αρέσει ο Μπραμς;» (30 Απριλίου) - και όχι μόνο. Γιατί μου αρέσει η μουσική. Και επειδή νομίζω ότι σε αυτή ακριβώς τη συγκυρία, την τόσο τραγική για τη χώρα και για τη ζωή μας, χώροι όπως αυτός, όπου αθόρυβα, αλλά με συνέπεια η μουσική μάς δείχνει τρόπους αποθεραπείας από την ένταση και διαφυγής από τη θλίψη, πρέπει να τύχουν της υποστήριξής μας. Την υποστήριξη εκείνων που στην εποχή των Mall και των τεράστιων αιθουσών συναυλιών, των ρομποτικών ηχητικών συστημάτων, της φτηνής πρόκλησης και των κίβδηλων συναισθημάτων - συγκινήσεων, εξακολουθούν να γοητεύονται από την ειλικρινή και τίμια τέχνη.
ΥΓ.: Θεία μου, γιατί τον λένε «Παρνασσό»;. «Επειδή το όρος Παρνασσός ήταν αφιερωμένο στον Απόλλωνα και στις Μούσες, τις προστάτιδες των τεχνών. Μα τίποτε δεν ξέρεις;».