Για ποιον λόγο σύμπαν το έθνος στάθηκε με τόσο μεγάλη συγκίνηση μπροστά στον θάνατο του Θανάση Βέγγου; Επειδή έχανε έναν καλό ηθοποιό – από τους επιδέξιους μάστορες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου που είχαν αναγάγει τη λαϊκή αμεσότητα σε τέχνη. Αυτό είναι η εύκολη απάντηση. Μήπως επειδή ο καλός ηθοποιός ήταν κυρίως καλός άνθρωπος; Αυτό επανελάμβανε ξανά και ξανά, συγκινημένη, η θεία Ιουλία, στην οποία, το γνωρίζω, ποτέ δεν άρεσε ο εκλιπών ως ηθοποιός. «Ήταν όμως τόσο καλός άνθρωπος και είχε ήθος στη δουλειά του και στη ζωή του!». Τον γνώριζες προσωπικά; «Το έλεγαν όλοι». Όλοι εκείνοι που τώρα έβγαιναν σε κανάλια και εφημερίδες και μιλούσαν για το τεράστιο κενό που άφηνε πίσω του, όχι τόσο ως καλλιτέχνης (λόγω, εξάλλου, της προχωρημένης ηλικίας του δεν εμφανιζόταν πλέον συχνά) όσο ως ο καλός και ηθικός «Θανάσης μας». Το άκουσα από πολλά στόματα, επωνύμων και μη: «Χάσαμε έναν πολύ καλό άνθρωπο». Ήταν τέτοια η επιμονή τους στις λέξεις καλός, ευγενικός, τίμιος, ηθικός, που απόρησα: Τόσο σπάνιο έχει γίνει αυτό το είδος; Τόσο δυσεύρετη είναι πλέον ακόμη και η καλοσύνη, ώστε να «αισθανόμαστε απείρως φτωχότεροι» (και αυτό ειπώθηκε) κάθε φορά που ένας καλός άνθρωπος μας αφήνει χρόνους; Τόσο λίγοι είναι οι καλοί άνθρωποι που έχουν απομείνει;
Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, επειδή καμιά φορά μαζί μιλάμε και χώρια καταλαβαινόμαστε, σκοπός μου δεν είναι να μειώσω τον Βέγγο ούτε ως ηθοποιό ούτε ως άνθρωπο, η εκτίμησή μου στο πρόσωπό του είναι δεδομένη. Με εμάς απορώ. Με την ανάγκη μας να αναδείξουμε ως κορυφαία αρετή του την καλοσύνη του. Τη λέξη που επανήλθε στα χείλη όλων ξανά και ξανά σαν καραμέλα που λιώνει γλυκά και διώχνει τη γεύση της πίκρας. Είναι, φαίνεται, τόσο το φαρμάκι που έχει συσσωρευτεί εντός μας, τόση η χολή (προϊόν του δικού μας οργανισμού ή σκεύασμα που μας ενσταλάζει με ύπουλο τρόπο η δυσχερής και διεστραμμένη πραγματικότητα), ώστε έχουμε φτάσει να θεωρούμε εκείνο που θα έπρεπε να είναι δεδομένο (την καλή πρόθεση, την ευγένεια, την καλοσύνη των ανθρώπων) ως αγαθό που όσο περνάνε τα χρόνια, οι ημέρες, οι ώρες, τόσο σπανίζει. Έχοντας μεγαλώσει σε περιβάλλον με πραγματικά καλούς ανθρώπους και επειδή πάντα θεωρούσα την καλοσύνη των άλλων κάτι σαν αφροδισιακό, κάτι που με έκανε να θέλω να γίνω φίλους τους, δικός τους άνθρωπος, ακόμη και να τους ερωτευτώ, δεν μπορώ να καταλάβω πώς παραστρατήσαμε τόσο. Πώς φτάσαμε να αναζητούμε την καλοσύνη με το φανάρι, να αισθανόμαστε την ανάγκη να την επαινέσουμε, να την αποθεώσουμε, όπως κάναμε στην περίπτωση του Βέγγου. Όπου έγινε εμφανές ότι αυτό που κυρίως θα μας λείψει είναι ο άνθρωπος με τα ευγενικά αισθήματα και την ηθική στάση ζωής και όχι ο ηθοποιός. Εκτός αν κατάλαβα λάθος...
Που δεν νομίζω. Όλες οι φίλες της θείας Ιουλίας παρέστησαν στη νεκρώσιμη ακολουθία, και αν εκείνη δεν τις ακολούθησε ήταν επειδή της έβαλα τις φωνές. «Αυτά είναι για τις οικογένειες των εκλιπόντων, δεν είναι σόου». Με έβρισε για την αναισθησία μου και μπήκε στο Internet για να παρακολουθήσει την τελετή οnline. Kαι για να μου διαβάσει (η εκδίκησή της που δεν την άφησα να μαυροφορεθεί και να στήσει το δικό της σόου) τόνους δηλώσεων για «τον τελευταίο καλό», για «τον καλύτερο άνθρωπο που γνώρισα στη ζωή μου», ακόμη και για έναν «Έλληνα, με την πολύ θετική σημασία του όρου» – η πολύ αρνητική ποια είναι; Λίγο αργότερα, φίλη που είχε παραστεί στο... event για επαγγελματικούς λόγους (για να τo καλύψει δημοσιογραφικά) μου περιέγραψε εντυπωσιασμένη, αν όχι σοκαρισμένη, τις αντιδράσεις του κόσμου. Κυρίως την εμμονή του να μάθει πού θα γινόταν η ταφή, γεγονός που η οικογένειά του δεν είχε αποκαλύψει, καλώντας τους θαυμαστές του Βέγγου μόνο στη λειτουργία. «Δεν μπορούν να μη μας λένε πού θα τον πάνε!» ωρυόταν ένας κύριος. «Φυσικά και μπορούν, αυτό είναι ένα θέμα που αφορά μόνο τους δικούς του» απάντησε ενοχλημένη η φίλη, για να πάρει την αποστομωτική απάντηση: «Τι λες, κοπέλα μου; Ποιους δικούς του; Οι δικοί του είμαστε εμείς! Ο Θανάσης ήταν ένας από εμάς!».
Έτσι, με αυτόν τον τρόπο και με αυτόν τον θρήνο, το πλήθος οικειοποιούνταν τις μέγιστες αρετές του εκλιπόντος. Οι... τελευταίοι καλοί έκλαιγαν τον βασιλιά της καλοσύνης και της ηθικής. Τι και αν ο ίδιος, όπως είχε δηλώσει με τον τρόπο ζωής του αλλά και στις ελάχιστες συνεντεύξεις που είχε δώσει, δεν αγαπούσε τους τίτλους τιμής και τις υπερβολές; Εμείς υπερβάλαμε. Αποκαλύπτοντας το τεράστιο συναισθηματικό κενό που μας περιβάλλει, τη μαύρη τρύπα που έχουμε εντός μας. H λέξη καλοσύνη, αλλά και οι λέξεις αξιοπρέπεια, αγνότητα, ανθρωπιά ήρθαν στα στόματά μας με τρόπο που επιβεβαίωνε την πείνα μας για αυτά τα δυσεύρετα, ως φαίνεται, εδέσματα. Τα οποία σνομπάραμε όταν αρχίσαμε να γευόμαστε με λαιμαργία το ληγμένο (όπως αποδείχτηκε) ντελικατέσεν της κοινωνικής και επαγγελματικής καταξίωσης που μας προσέφεραν οι επιτήδειοι, τα τελευταία κυρίως χρόνια, και που τώρα που έχουμε βαρυστομαχιά από τα ακατάλληλα για τα στομάχια μας προϊόντα που καταναλώσαμε τα νοσταλγούμε. Δεν είμαι όμως απαισιόδοξος: Θεωρώ ότι το καλό (και τα παράγωγα – παρελκόμενά του) δεν έχει ενταφιαστεί οριστικά, παραμένει γύρω μας και εντός μας. Ας το αναζητήσουμε και ας το επανενεργοποιήσουμε. Για το δικό μας καλό.