Το φιδάκι του ρατσισμού
2.6.2011 
Δεν είμαι γενετιστής ώστε να μπορώ να επιβεβαιώσω ή να απορρίψω την άποψη του νομπελίστα Τζέιμς Γουότσον, κατά την οποία οι έγχρωμοι είναι λιγότερο ευφυείς από τους λευκούς – εξαιτίας της κόντεψε να φάει ξύλο σε ομιλία του στην Πάτρα. Εκείνο όμως που έχω παρατηρήσει στους δρόμους της Αθήνας είναι ότι οι μαύροι είναι εξίσου κακοί οδηγοί με τους λευκούς, αν όχι χειρότεροι. Για να είμαι ειλικρινής, νομίζω ότι είναι χειρότεροι, αλλά δεν τολμάω πλέον να το πω πουθενά. Τέτοια αυθαίρετα και στερεοτυπικά συμπεράσματα (του στυλ «οι Έλληνες είναι έξω καρδιά», «οι Άγγλοι είναι ψυχροί», «οι Γάλλοι δεν πλένονται» κτλ.) σήμερα, στην εποχή της εν Ελλάδι αναζωπύρωσης του φυλετικού μίσους, μπορεί να πυροδοτήσουν απρόβλεπτες αντιδράσεις. Αυτό έγινε την τελευταία φορά που μοιράστηκα την παρατήρησή μου περί έγχρωμων οδηγών της συμφοράς με γείτονα. «Οδηγούν απαράδεκτα» σχολίασα αφελώς, για να δω αίφνης τα μάτια του συνομιλητή μου να αγριεύουν και να ακούσω τη φωνή του να βγαίνει παραμορφωμένη, όπως η φωνή της Λίντα Μπλερ στον «Εξορκιστή» τις ώρες που μέσα της βρισκόταν ο Εωσφόρος: «Ξέρεις τι θέλουν όλοι αυτοί; Να τους πετάξουμε στη θάλασσα και να ησυχάσουμε. Και ας πάνε να πνιγούν!». Σκιάχτηκα από τη βιαιότητα της σκέψης του και αποφάσισα να μετράω καλύτερα τις όποιες αξιολογικές κρίσεις μου περί καταγωγής, γονιδίων κτλ., να μην αφήνω τον αυθορμητισμό μου να με συμπαρασύρει. Βλέπετε, με την ευγενική συμμετοχή της πολιτείας που άφησε τα πράγματα να φτάσουν στο απροχώρητο, τα νεύρα είναι τεταμένα. Και το φαρμακερό φιδάκι που όλοι (σχεδόν όλοι) κρύβουμε μέσα μας – και που ξυπνάει από τη νάρκη του όποτε ο εκνευρισμός, ο φόβος, η απόγνωσή μας χτυπάνε κόκκινο – έχει αρχίσει να κουνάει απειλητικά τη γλωσσούλα του, ετοιμάζεται να επωάσει τα αβγουλάκια του μέσα στη σκέψη μας. 
 
«Εγώ δεν ήμουν ρατσιστής, αλλά έχω γίνει»: Το άκουσα πολλές φορές τους τελευταίους μήνες. Άκουσα και τον εαυτό μου να το λέει: Όταν υποπτεύθηκα ότι εκείνοι που άφησαν για άλλη μία φορά την εξώπορτα ανοιχτή ήταν οι Αλβανοί του ισογείου· ότι εκείνοι που «ξέχασαν» τα άδεια μπουκάλια μπίρας στο πεζοδρόμιο ήταν οι Βούλγαροι που μαζεύονται έξω από το παρακείμενο μπακάλικο· ότι η οικογένεια που επιμένει να μη ρίχνει τα σκουπίδια της μέσα στον κάδο παρά να τα αφήνει δίπλα, σε ανοιχτές σακούλες του σουπερμάρκετ (που επάνω τους γράφουν κάτι σαν Bohemia), είναι οι Ρώσοι του κάτω ορόφου. Όπως τσάκωσα τον εαυτό μου να σχολιάζει, βλέποντας την έγχρωμη που μένει στο απέναντι ημιυπόγειο να βγάζει την απλώστρα με την μπουγάδα της στο πεζοδρόμιο: «Από τότε που ήρθε αυτή, η γειτονιά έχει μετατραπεί σε φαβέλα». Όμως, πού να απλώσει τα ρούχα της, όταν το άθλιο το κατώι που της νοίκιασαν ως σπίτι δεν έχει μπαλκόνι; Προσπάθησα να διώξω τα σύννεφα της δυσαρέσκειας. Για να δουλέψει ήρθε, πιθανώς δραπετεύοντας από καταπιεστικούς πατέρες, από σατράπηδες αρραβωνιαστικούς που της είχαν επιβληθεί με το ζόρι, από τους γονείς της, από κλειτοριδεκτομές, από φτώχεια… Τι μου φταίει;
 
Ξαφνικά, όμως, όλες και όλοι μας φταίνε. Οι περισσότεροι, αν μπορούσαμε να πατήσουμε ένα κουμπί και να τους εξαφανίσουμε, θα το κάναμε. Αυτό είναι το φιδάκι. Η ανησυχία που γίνεται έχθρα, η έχθρα που μετατρέπεται σε μίσος. Η πολιτεία μάς έκανε εχθρούς με τους οικονομικούς μετανάστες. Από αδιαφορία και από ανικανότητα να επιβάλει την τάξη, γεγονός που θα διευκόλυνε τη συνύπαρξή μας. Ή μήπως επίτηδες; Και αυτό το σκοτεινό σενάριο ακούγεται τελευταίως. Όπως και άλλα σενάρια επιστημονικής φαντασίας: Ότι υπάρχει συνωμοσιολογικό σχέδιο υποβάθμισης του κέντρου ώστε να αγοράσουν κοψοχρονιά σπίτια και μαγαζιά οι ευνοούμενοι των κυβερνούντων και ύστερα να κερδοσκοπήσουν από την προσυνεννοημένη αναβάθμισή του. Ναι, φτιάχνουμε ιστορίες και λέμε πράγματα απερίγραπτα για τους κακούς ξένους που ήρθαν για να μας απειλήσουν, να μας κλέψουν, να μας σκοτώσουν, λες και αυτά δεν τα κάνουμε και μόνοι μας. Ας μην κρυβόμαστε, ακόμη και αν δεχτούμε ότι οι περισσότεροι κλέφτες είναι εισαγόμενοι, όσο και αν τα ρίχνουμε όλα στους ξένους, έχουμε και εμείς κάτι καλόπαιδα!.. 
 
Και είμαστε μόνο στην αρχή της νεορατσιστικής Κόλασης. Η οποία φουντώνει και μέσα από τα ρεπορτάζ της τηλεόρασης: όπου γιαγιάδες, από εκείνες που σε κανονικές συνθήκες έχουν μόνο ευχές στο στόμα τους, βγαίνουν και στέλνουν τους μετανάστες από εκεί που ήρθαν, φορτωμένους με ένα σακί κατάρες. Οχι επειδή είναι κακές, επειδή φοβούνται. Δικαιολογημένα. Ο φόβος όμως, όσο δικαιολογημένος και αν είναι, μπορεί να σε κάνει τέρας χειρότερο από το τέρας που στον προκαλεί. Γι' αυτό κι εγώ μπορεί να φοβάμαι το κλεφτρόνι από τη Ρουμανία που πιθανώς θα μπει στο σπίτι μου (ευχαριστώ, για άλλη μία φορά, ω πολιτεία, για τους αφύλακτους και σκοτεινούς δρόμους), αλλά κυρίως φοβάμαι το φιδάκι μέσα μου που κάποιοι αχαρακτήριστοι το ταΐζουν και το θεριεύουν και το βάζουν να μου ψιθυρίζει λόγια κακά για τους παλιοαλβανούς και τους σκυλαραπάδες. Για τους «Ρουμάνους που είναι όλοι κλέφτες» και τους «Βούλγαρους που δεν είναι άνθρωποι να τους εμπιστευθείς και πρέπει να τους φοβάσαι». (Και εκείνοι με φοβούνται, το γνωρίζω. Εκείνοι που ήρθαν για να δουλέψουν και τώρα τους αγριοκοιτάζω γιατί θεωρώ ότι ανήκουν στους «κακούς», που στην καλύτερη περίπτωση πρέπει να απομονωθούν σε ένα μισοεγκαταλελειμμένο νησί, όπως πρότεινε ο Σαββόπουλος, στη χειρότερη να τους πετάξουμε στη Μεσόγειο, όπως θα ήθελε ο γείτονάς μου. Καλώς ήλθαν στην Ελλάδα, το σύγχρονο Νταχάου των ανθρώπινων ψυχών!) 
 
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Στο δικό μου Ισλαμαμπάντ
› 
Εκεί… ψηλά στον Παρνασσό
› 
Τα ταξίδια των ανθρώπων
› 
Μπροστά στο ATM
› 
Τα φυτά που μιλάνε
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers