Τα ταξίδια των ανθρώπων
16.6.2011 
Θεωρώ, όπως έχω ξαναγράψει, τα ταξίδια μία από τις σημαντικότερες επενδύσεις στη ζωή ενός ανθρώπου. Λυπάμαι όσους δεν ταξιδεύουν, είτε επειδή δεν μπορούν για πρακτικούς λόγους, είτε επειδή δεν περιλαμβάνουν το περιηγείσθαι στη σφαίρα των ενδιαφερόντων τους – χωρίς να είναι σε θέση να καταλάβουν τι χάνουν. Ταξιδεύω σημαίνει βλέπω, μαθαίνω, απολαμβάνω, ξεκουράζομαι, διασκεδάζω. Όλα μαζί. Σημαίνει επίσης ότι βελτιώνομαι, με τη γνώση που αποκτώ κατά την επαφή μου με άλλους πολιτισμούς. Σημαίνει, κυρίως, την αποκάλυψη-συνειδητοποίηση τού ποιος είμαι, την «τοποθέτησή» μου στον τόπο, στον χώρο, στον χρόνο. Για αυτά τα ταξίδια, τα βαθιά και ουσιαστικά, θέλω να μιλήσω σήμερα, με αφορμή (και) την πρόσφατη κρουαζιέρα Ισραηλινών στη Θεσσαλονίκη: οι περισσότεροι εκ των οποίων κατέφθασαν για να γνωρίσουν την πόλη που είχαν εγκαταλείψει οι πρόγονοί τους, πολλά χρόνια πριν, κυνηγημένοι από τους ναζί. Άλλοι έχοντας στη μνήμη τους μόνο τις (αποσπασματικές) εικόνες που έφτιαξαν από τις διηγήσεις των γιαγιάδων και των παππούδων τους, άλλοι θαμπά πλάνα από τη βρεφική ηλικία τους, ό,τι πρόλαβε να συλλέξει το υπό διαμόρφωση μυαλουδάκι τους ως την ημέρα που τυλιγμένοι στις φασκιές τους «δραπέτευσαν» αναζητώντας αλλού την ασφάλεια που η γενέτειρα πόλη τους δεν μπορούσε να τους παρέχει. Αυτό το ταξίδι, το πιο φορτισμένο της ζωής τους, κίνησε το ενδιαφέρον μου. Όπως και τα λόγια μιας 71χρονης επισκέπτριας από το Τελ Αβίβ που δήλωσε: «Σε αυτήν την πόλη έχει μείνει ένα κομμάτι της καρδιάς μου». 
 
Έβαλα τον εαυτό μου στη θέση της. Με φαντάστηκα να περιπλανιέμαι σε δρόμους που, παρ' ότι μου είναι άγνωστοι, έχουν περπατηθεί από τους προγόνους μου, να μπαίνω σε πόρτες τις οποίες μπορεί να είχαν διαβεί μια προγιαγιά ή ένας προπάππος, να κάθομαι σε πάρκα όπου πιθανώς είχαν παίξει θείοι η ξαδέρφια που ποτέ δεν γνώρισα αλλά που είχα ακούσει για εκείνους. Παρόμοιες σκέψεις είχα κάνει κατά την επίσκεψή μου στην Αίγυπτο, όπου είχαν ζήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα δύο από τις αδελφές της γιαγιάς μου. Είχαν έρθει τότε στο μυαλό μου όλες οι διηγήσεις τους, από τις πιο σοβαρές (πώς τις έδιωξε ο Νάσερ) ως τις πιο «σουρεαλιστικές», όπως, για παράδειγμα, πως όταν η μία από τις θείες μου παντρεύτηκε (για δεύτερη ή για τρίτη φορά, θα σας γελάσω) την ουρά του νυφικού κρατούσε η κόρη του συζύγου της, η οποία ήταν πιο μεγάλη σε ηλικία από τη νύφη. Η θεία δεν ζούσε πια ώστε να μου υποδείξει την εκκλησία όπου είχε γίνει το μυστήριο ούτε την (πλούσια) γειτονιά όπου έζησε «μεγαλοπρεπώς, με όλα τα κομφόρ και με τρεις αραπάδες υπηρετικό προσωπικό». Στους περιπάτους μου όμως φανταζόμουν ότι από εκεί είχε περάσει και εκείνη, με τα δεκάδες χρυσά βραχιόλια της (τα φορούσε στα χέρια της ως την ημέρα του θανάτου της) να βροντούν. Κάτι παρόμοιο μου συνέβη όταν επισκέφθηκα την Τασκένδη, όπου μια άλλη θεία μου είχε ζήσει.
 
Εκεί είχα φτάσει με τις οδηγίες της γραμμένες στο σημειωματάριό μου, ώστε να βρω τη γειτονιά της, το σπίτι της, να τα φωτογραφίσω και να της τα δείξω στην επιστροφή. Δεν υπήρχε τίποτε από όσα μου είχε περιγράψει: τα ξύλινα σπίτια είχαν γκρεμιστεί και στη θέση τους είχαν χτιστεί οι άχαρες, σοβιετικής αισθητικής, πολυκατοικίες που συναντάς σε όλη την Ανατολική Ευρώπη. Αναμενόμενο ήταν, καθώς ο χρόνος όλα τα σαρώνει. Εκτός από τις αναμνήσεις. Αναμνήσεις συναισθηματικά φορτισμένες, σαν εκείνες που ξυπνούν στους Έλληνες της Μικράς Ασίας όταν επιστρέφουν στις πόλεις και στα χωριά τους και ξαναβρίσκουν τα σπίτια τους και τους ντόπιους που θυμούνται τους παππούδες και τις γιαγιάδες τους. Αυτά είναι ταξίδια ζωής. Καθώς και τα ταξίδια προς την πατρίδα που κάνουν οι Έλληνες της Αμερικής, με τα παιδιά τους που μπορεί και να μη μιλάνε λέξη ελληνικά, αλλά που έχουν κληρονομήσει, σε κάποιο ρημαγμένο χωριό της Ηπείρου, το σπίτι μιας γιαγιάς την οποία δεν γνώρισαν ποτέ.
 
Τώρα, καλούνται αυτά τα παιδιά να βαδίσουν στα χνάρια της, να περιηγηθούν στον κόσμο της, να πάρουν σε αυτόν τη θέση που τους αντιστοιχεί: εδώ, δεν είναι ο Τζον - όπουλος και η Μαίρη - ίντες, «είναι τα εγγόνια της τσάτσα Ματίνας», έτσι τα συστήνουν. Τους λέει, άραγε, κάτι αυτό ή τους είναι παγερά αδιάφορο; Εξαρτάται, υποθέτω, από το πόσο τους έχουν καλλιεργήσει οι γονείς τους την ιδέα του ταξιδιού στο παρελθόν όχι ως… έθνικ υποχρέωση, αλλά ως οδηγό αυτογνωσίας. Αυτό είναι η επιστροφή στις «χαμένες» πατρίδες των προγόνων σου. Γι' αυτό η Ισραηλινή, αποχαιρετώντας τη Θεσσαλονίκη, υποσχέθηκε στον εαυτό της «θα ξαναγυρίσω». Αν είχε φύγει ποτέ… («Νοσταλγείς το χωριό σου;» ρωτήθηκε σε ντοκιμαντέρ της ΕΤ3 για τους Έλληνες του Πόντου ξεριζωμένη υπερήλικη που ζει πλέον σε χωριό της Μακεδονίας: «Μα κάθε βράδυ εκεί ταξιδεύω», απάντησε με αφοπλιστική απλότητα, «και βρίσκω τα ζα μου και τα μιλάω ώσπου να ξημερώσει…».) 
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Τα ταξίδια των ανθρώπων
› 
Εκεί… ψηλά στον Παρνασσό
› 
Ψωνίζω, άρα υπάρχω;
› 
Από το «Ποσειδώνιο» στο Σαν Ρέμο
› 
Τα φυτά που μιλάνε
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers