Ψωνίζω, άρα υπάρχω;
4.8.2011 
Παλαιότερα, όποτε δεν ήμουν στα κέφια μου, δύο πράγματα έκανα: έτρωγα (το «σήμερα δεν πάει τίποτε κάτω» δεν το γνωρίζω) και ψώνιζα – όχι ακριβά πράγματα, αντικείμενα όμως που συχνά δεν τα είχα ανάγκη. Τώρα καλούμαι να εφεύρω άλλους τρόπους αποθεραπείας από τη θλίψη, την πλήξη, τα άγχη. Το φαγητό, ως αντίδοτο της κακής διάθεσης, το έκοψα την εποχή που καβατζάρισα τα 40. Όταν παρατήρησα ότι τα επιπλέον κιλά που έπαιρνα μέσα σε μια εβδομάδα κραιπάλης με παπάρες στο λάδι το καλό (εκείνο που φέρνει η Κλαίρη από την Κρήτη), μουσακά, εκ νέου παπάρες στο λάδι το καλό, και πορτοκαλόπιτα (με το βούτυρο το καλό) για θριαμβευτικό φινάλε, εγκαθίσταντο στο σώμα μου πιο εύκολα και εξαφανίζονταν πιο δύσκολα από ό,τι στα χρόνια της νιότης μου. «Γιατί νομίζεις ότι εγώ τρώω μόνο ένα γιαουρτάκι κάθε βράδυ;» με στραβοκοιτούσε η θεία Ιουλία: «Επειδή όσο μεγαλώνει ο άνθρωπος, πρέπει να προσέχει». Θεία, έχεις τα διπλάσια χρόνια από μένα. «Ναι, αλλά εσύ έχεις τα διπλάσια κιλά από μένα». 
 
Είχε δίκιο. Αποφάσισα να περιορίσω τα γαστριμαργικά όργια και –το δηλώνω με υπερηφάνεια– τα κατάφερα: Έκτοτε, παραμένω στα ιδανικά για το ύψος μου κιλά και λίγο παρακάτω. Τι μου απέμεινε, λοιπόν, κάθε φορά που η κακούργα η ζωή μού έδινε ένα νέο χαστούκι, για να ξεχαστώ, να πάρω δύναμη, να ξαναβρώ το χαμένο κέφι μου; Οι αγορές. Με το που «μαύριζα», θυμόμουν ότι χρειαζόμουν οπωσδήποτε μια καινούργια τσάντα (και ας είχα ήδη τρεις), καινούργια παπούτσια, καινούργιο κινητό (αφής), καινούργιο πορτατίφ (αφής και αυτό) για το γραφείο (και ας μην είχε πρόβλημα το παλιό), καινούργιο τεπανγιάκι… Αυτό το τελευταίο ποτέ δεν το συμπάθησε η θεία Ιουλία. «Άχρηστο πράγμα αυτό το τηγάνι, τη μισή κουζίνα πιάνει. Και γιατί; Μόνο για να το ξεσκονίζω». Εγώ το πήρα για να το χρησιμοποιείς. «Ποιος στο ζήτησε;». Το γνώριζε και το γνώριζα: Στην πραγματικότητα, το είχα αγοράσει μόνο και μόνο για να το αγοράσω. Και εκείνο και το προηγούμενο, το πιο μικρό τεπανγιάκι, που είχα στείλει στο εξοχικό. 
 
«Ούτε Πολωνοί να ήμασταν δεν θα είχαμε τόσα τεπα…, απ' αυτά» σχολίαζε η θεία. Γιαπωνέζοι, θεία μου, οι Πολωνοί δεν έχουν τεπανγιάκι. «Να τους στείλουμε ένα, τι να το κάνουμε εμείς;». Και τίποτε να μην το κάναμε, μου αρκούσε που, αν χρειαζόταν (ποτέ δεν χρειάστηκε), θα μαγειρεύαμε σε τεπανγιάκι. Ίσως, μάλιστα, να αγόραζα και τρίτο στη σειρά (το νεότερο μοντέλο, με τον θερμοστάτη), αν δεν με πρόφταινε η οικονομική κρίση. Την οποία μπορεί να μην έχω καταλάβει μέχρι στιγμής τόσο δραματικά όσο την κατάλαβαν άλλοι (εκείνοι που έχουν δάνεια, που βρέθηκαν χωρίς δουλειά κτλ.), αλλά χτύπησε και τη δική μου πόρτα. Και άρχισα να μαζεύω από εδώ, να μαζεύω από εκεί, να υπολογίζω αλλιώς τα όλο και λιγότερα χρήματα που μπαίνουν στην τσέπη μου. Χωρίς να μπορώ να εκτονωθώ με τους άσωτους τρόπους των περασμένων χρόνων. Άσωτους που λέει ο λόγος, καθώς (για να μην παρεξηγηθώ) οι σπατάλες μου ήταν μικρές, μικρότατες, ελάχιστες πολυτέλειες σε σχέση με τις σπατάλες άλλων. Δεν υπήρξα ο καλομαθημένος, ο προκλητικός μπουρζουάς που ζούσε για να ξοδεύει, πάντα πρόσεχα για να έχω, και δεν είχα πολλά. Ομολογώ όμως ότι και αυτά τα λίγα που έβγαζα μπορούσα να τα είχα διαχειριστεί καλύτερα. 
 
Ε, με τις ευλογίες της Ανγκελα Μέρκελ, ήρθε η ώρα να το κάνω. Τώρα, που ανακάλυψα τη μαγική λέξη «χρειάζομαι». Πρόκειται, πλέον, για το πρώτο πράγμα που σκέφτομαι με το που βλέπω σε μια βιτρίνα κάτι που μιλάει στον καταναλωτικό εαυτό μου – από ρούχο, ως μίξερ με 17 ταχύτητες και πρόγραμμα για ελβετική μαρέγκα και μπανόφι. Το χρειάζομαι; Ναι!.., η πρώτη, αβασάνιστη σκέψη. Μπορεί και ναι… μπορεί όμως και όχι. Μπα… Τι να το κάνω; Όχι, δεν το χρειάζομαι! Και προχωρώ. Προσπερνώντας βιτρίνες με προσφορές που άλλες φορές θα με είχαν «αιχμαλωτίσει». Προσπερνώντας ακόμη και μια υπερσύγχρονη παγωτομηχανή, που εκτός από παγωτομηχανή είναι και ραδιόφωνο. Συνειδητοποιώντας (αυτό κυρίως) πόσο λάθος ήμουν όλα αυτά τα χρόνια: Όταν ζούσα (και) για να αγοράζω όλα όσα δεν είχα ανάγκη. 
 
Στην αρχή, όταν κατάλαβα ότι η αγοραστική δύναμή μου είχε μειωθεί δραματικά, τρόμαξα. Η αίσθηση όμως ότι δεν μου επιτρέπεται πλέον να αγοράσω την μπλούζα των 50 ευρώ, καθώς μπορώ να κάνω τη δουλειά μου και με τις παλιές μπλούζες που είχα στα ντουλάπια μου, ενώ περίμενα να με μιζεριάσει, να με αρρωστήσει, τολμώ να πω ότι με απελευθέρωσε. Για πρώτη φορά στην αρκετά ευνοημένη μέχρι σήμερα ζωή μου (όχι ότι δεν δούλεψα για αυτό) έδωσα στα αντικείμενα στα οποία είχα επενδύσει εν μέρει την ευτυχία μου την αξία που τους έπρεπε. Δηλαδή θυμήθηκα πόσο μικρή είναι η αξία τους μπροστά στα άλλα, τα ουσιαστικά. Σε εκείνα που αφορούν τη ζωή μου με τους ανθρώπους που έχω δίπλα μου (και που με θέλουν δίπλα τους). «Όλα θα τα αντιμετωπίσουμε!» είπα στη θεία Ιουλία, σε μια έκρηξη αισιοδοξίας, το πρωί της περασμένης Πέμπτης, την ώρα οι ευρωπαίοι αδελφοί μας αποφάσιζαν το μέλλον μας και που υπό κανονικές συνθήκες θα είχα χτυπήσει δύο-τρία καινούργια παντελόνια ένεκα εκπτώσεων και… άγχους για το μέλλον της χώρας. «Εσύ δεν ξέρω τι θα αντιμετωπίσεις», μου απάντησε εκείνη, «εγώ πάντως αυτήν την κατάσταση μέσα στην κουζίνα μου δεν μπορώ πια να την αντιμετωπίσω. Πάρε τα τεπα… τέτοια σου και πήγαινέ τα όπου θέλεις, να αδειάσει ο τόπος, γιατί θα τα στείλω πίσω στην Πολωνία!». Στην Ιαπωνία, θεία μου… 
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Στο δικό μου Ισλαμαμπάντ
› 
Εκεί… ψηλά στον Παρνασσό
› 
Τα ταξίδια των ανθρώπων
› 
Μπροστά στο ATM
› 
Τα φυτά που μιλάνε
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers