Τα λαμπάκια που αψηφούν την κρίση
15.12.2011 
Εφέτος έχω δαιμονισμένη όρεξη να γιορτάσω Χριστούγεννα, Πάσχα, Απόκριες, καλοκαίρι, γενέθλια, ονομαστικές εορτές, ασημένιες, χρυσές και αδαμάντινες επετείους, όλα μαζί! Και να στολίσω, εγώ που πάντα τα βαριόμουν αυτά, όχι ένα αλλά πολλά δέντρα: αληθινά και ψεύτικα, πλαστικά και μεταλλικά, ξύλινα και γυάλινα, οτιδήποτε. Θέλω εκατομμύρια φωτάκια στις γλάστρες στο μπαλκόνι μου. Θέλω ακόμη και εκείνους τους φωτεινούς ταράνδους που γυρίζουν μονότονα (σαν να έχουν πάθει λουμπάγκο) το κεφάλι τους αριστερά και δεξιά και τους Άγιους Βασίληδες από νέον που χαιρετάνε… τον πλάτανο πάνω από έλκηθρα και αερόστατα. Τέλος, θέλω, για πρώτη φορά στη ζωή μου, να βγω να πω τα κάλαντα αφιλοκερδώς, δωρεάν, «το αφεντικό τρελάθηκε», έτσι, για να τέρψω τις ψυχές των γειτόνων με την αγγελική φωνή μου… Ναι, ξέφυγα! Το κάνω όμως συνειδητά, από αντίδραση στην κατήφεια της καθημερινότητάς μου, για να δραπετεύσω για λίγο έστω από το γκρίζο και το δυσοίωνο. Πρόκειται για μια ανάγκη που έχουν και άλλοι συμπολίτες μου, αν κρίνω από το πόσο βιάστηκαν να στολίσουν εορταστικά τα μπαλκόνια τους, προτού καν μπει ο Δεκέμβριος. Υπό κανονικές συνθήκες θα έκανα λόγο για υπερβολές, τώρα όμως τα έχω και εγώ ανάγκη τα φωτάκια τα μικρά, τα εκατοντάδες, τα χιλιάδες, για να γεμίσουν χρώμα τις νύχτες μου. Ακόμη και εκείνα που παίζουν μουσική, τα κάλαντα ή το «Las divinas» από την «Πάττυ».
 
Αγόρασα λοιπόν πολλές σειρές από φωτάκια και έστησα τη δική μου υπερπαραγωγή μέσα και έξω από το σπίτι μας· κάποτε κορόιδευα τον Αβραμόπουλο για το υπερμέγεθες δέντρο-φωτοκουρελού του Συντάγματος... Το οποίο σπίτι η θεία Ιουλία βάφτισε γκαλερί Λαφαγιέτ, επειδή της θύμιζε «εκείνα τα Χριστούγεννα στο Παρίσι, με τον θείο σας, που με πήγε στα φωταγωγημένα καταστήματα και μου αγόρασε αυτή την καρφίτσα. Και…». Και παρακάλα, θεία μου, να μην κόψουν και άλλο τη σύνταξή σου, όπως και να έχω και στο μέλλον δουλειά, γιατί στο τέλος μας βλέπω να «σκοτώνουμε» την καρφίτσα για να επιβιώσουμε. Στο μεταξύ, και επειδή η (άρτι αφιχθείσα στη γειτονιά μας) φτώχεια θέλει καλοπέραση, αφού ολοκληρώσαμε τον σημαιοστολισμό αποφασίσαμε να οργανώσουμε ρεβεγιόν για φίλους και γνωστούς. «Όχι ρεφενέ, όπως θα κάνουν οι περισσότεροι εφέτος. Αφού μπορούμε ακόμη, ας το κάνουμε όπως πρέπει» πρότεινε η εξαδέλφη μου και με βρήκε απολύτως σύμφωνο. Μπορεί εξάλλου να είναι η τελευταία χρονιά που έχουμε τη δυνατότητα να τραπεζώσουμε με δικά μας έξοδα τους φίλους μας. Εκτός αν πιστέψω τον Βενιζέλο, που βλέπει φως στο τούνελ από τον Μάρτιο. Το φως που λένε ότι μας υποδέχεται κατά τη μετάβασή μας σε μία άλλη, καλύτερη ζωή; Τέλος πάντων, εμείς εφέτος γιορτάζουμε συνειδητά και με πάθος. Με τη θεία να φτιάχνει τα θεϊκά μελομακάρονά της και τους λιγότερο θεϊκούς κουραμπιέδες της (έχω ένσταση στο βούτυρο που χρησιμοποιεί κάνοντας το σπίτι να μυρίζει σαν στάνη, αλλά πού να τολμήσω να την εκφράσω) και με την εξαδέλφη μου να επιμελείται το κυρίως μενού.
 
«Τι λες για πουλάδα με τζίντζερ;». Για να είμαι ειλικρινής, η λέξη πουλάδα με τη λέξη τζίντζερ καμία σχέση, άλλες ήπειροι, άλλα ήθη, άλλα έθιμα… Ασύμβατα. «Αν το πω πουλάδα με πιπερόριζα; Το τζίντζερ στα ελληνικά το λένε πιπερόριζα». Γιατί πρέπει σώνει και καλά να έχει πουλάδα το τραπέζι; (με το τζίντζερ κανένα πρόβλημα). «Γιατί είναι και φτηνή και της μόδας· είδα συνταγές σε πολλά περιοδικά». Εμένα πάντως η πουλάδα μού μυρίζει. «Σου μυρίζουν οι πουλάδες, σου μυρίζουν οι κουραμπιέδες…». Καλά, φτιάξε ό,τι θέλεις. Είπαμε εφέτος να περάσουμε καλά, χωρίς διαφωνίες, μόνο με θετική διάθεση. «Λοιπόν, έχουμε και λέμε: για πρώτο πιάτο τάρτα με μίσο…». Μισό! «Όχι μισό, μίσο, ιαπωνική πάστα είναι, ούτε αυτή στοιχίζει πολύ». Εγώ λέω μισό, ελληνική λέξη είναι, μισό λεπτό: θα πρότεινα να πάμε σε πιο απλά πράγματα. Αν αρχίζεις να το παίζεις Φεράν Αντριά (της οικονομικής κρίσης) πολλοί θα είναι εκείνοι που θα μείνουν νηστικοί, ανάμεσά τους κι εγώ. Και είναι κρίμα, χρονιάρες μέρες. Τελικά, ύστερα από πολλές συζητήσεις καταλήξαμε σε ένα πιο ρεαλιστικό και «προσγειωμένο» μενού: για πρώτο σπανακόπιτα, για κυρίως χοιρινό μπούτι (χωρίς τζίντζερ), δύο σαλάτες, και για γλυκό ραβανί. Σεμνά, ταπεινά και ελληνικά. Και δώρα χειροποίητα, όπως σας έγραφα την περασμένη εβδομάδα. Το ζητούμενο, είπαμε, εφέτος δεν είναι η πολυτέλεια, είναι η χαρά. Που αν κάποιοι επιμένουν να μας τη στερήσουν, εμείς θα την κατακτήσουμε, με λίγα χρήματα, με ελάχιστα χρήματα…
 
Όπως κι αν έχει, ως οικογένεια εργαζόμαστε σκληρά για την επίτευξη του στόχου μας: για το ρεβεγιόν στο οποίο θα μαζευτούμε οι φίλοι για να υποδεχτούμε τι; Πιθανώς μια χρονιά χειρότερη από αυτή που αφήνουμε πίσω μας. Αυτή η σκέψη περνά ξανά και ξανά από το μυαλό μου και με σπρώχνει προς τη μελαγχολία και τη θλίψη. Στιγμιαία. Γιατί αμέσως ανάβω τα φωτάκια μου, κάθομαι και τα χαζεύω σαν παιδί και ζεσταίνομαι, και χαίρομαι, και γλυκαίνομαι, και τους καλώ όλους να γιορτάσουν μαζί μου την ευτυχία μας που μπορούμε ακόμη να συγκεντρωνόμαστε γύρω από το ίδιο τραπέζι. Αυτό θα κάνουμε πάντα, όσες Μέρκελ και αν τραβάνε το τραπεζομάντιλο κάτω από τα πιάτα μας, χύνοντας την καυτή εορταστική σούπα μας. Εμείς πάντα θα τα ξαναγεμίζουμε, είτε με μπουγιαμπέσα, είτε με κατοχική νερόσουπα. Και θα την απολαμβάνουμε, ακόμη και αν χρειαστεί από ένα πιάτο να τραφούμε πολλοί. Θα τα καταφέρουμε εμείς!
 
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Μια μαμά σαν την Πέιλιν
› 
Όλα της πόλης δύσκολα
› 
Το δώρο της εποχής
› 
Από το «Ποσειδώνιο» στο Σαν Ρέμο
› 
Τα χρόνια των ανθρώπων
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers