Μια αισιόδοξη πόλη
22.12.2011 
Θεωρώ ότι για να μπορείς να μιλήσεις με σχετική ασφάλεια για τα καλά και για τα κακά μιας πόλης (κυρίως για τα δεύτερα, γιατί τα πρώτα είναι πιο εύκολο να τα εντοπίσεις) πρέπει να τη ζήσεις. Συμπεράσματα τύπου «το Λονδίνο είναι καταθλιπτικό και απρόσωπο», «η Κωνσταντινούπολη είναι θλιβερά παρακμιακή», «η Βιέννη είναι πληκτική και αδιάφορη», τα οποία πολλοί από εμάς φέρνουμε πίσω, μαζί μας, ύστερα από ταξίδια τριών-τεσσάρων ημερών (το έχω κάνει και εγώ στο παρελθόν) είναι επιπόλαια και τις περισσότερες φορές άστοχα. Χρειάζεται τον χρόνο της μια πόλη για να αποκαλυφθεί στα μάτια σου και για να μπορείς μετά να αποφασίσεις αν σου άρεσε ή όχι χωρίς να την αδικήσεις. Κατά συνέπεια, και επειδή στα 45 χρόνια της ζωής μου είναι ζήτημα αν έχω περάσει 15 ημέρες στη Θεσσαλονίκη (οι πέντε για δουλειά, την περίοδο που ρετουσαριζόταν για να αναγορευτεί Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης), δεν είμαι ο πλέον κατάλληλος για να υποστηρίξω το αφιέρωμα που φιλοξενεί σήμερα το περιοδικό, γράφοντας για μια πόλη που ουσιαστικά δεν γνωρίζω. Ναι, μπορώ και εγώ να αναφερθώ στην αγορά της (που είναι μάλλον καλύτερη από αυτή της Αθήνας), στο φαγητό της (που είναι σίγουρα καλύτερο και πιο οικονομικό από αυτό της Αθήνας), στο μποτιλιάρισμα στους δρόμους της (που είναι ίδιο με το μποτιλιάρισμα στους δρόμους της Αθήνας), στις ανοιχτόκαρδες πλατείες της (που είναι απείρως ομορφότερες από τις πλατείες της Αθήνας), στην πιο εύκολη, σε σχέση με την Αθήνα, πρόσβασή της στη θάλασσα (μείζον πλεονέκτημά της)...
 
Μπορώ ακόμη να απορήσω με μια κοινωνία που εκλέγει επί σειρά ετών τον Παναγιώτη Ψωμιάδη, που ενίοτε μπαίνει σε έναν ανόητο ανταγωνισμό με την πρωτεύουσα (τη στιγμή που δεν το έχει ανάγκη), καθώς και να επιχειρηματολογήσω για την υποτονική πολιτιστική ζωή της, όπως την παρακολουθώ κυρίως μέσα από τον Τύπο, χωρίς όμως τα επιχειρήματά μου να είναι απολύτως στέρεα, λόγω αποστάσεως. Ναι, έχω σχηματίσει μια κάποια άποψη, αλλά πολλά στο κεφάλι μου παραμένουν ρευστά.
 
Υπάρχει, βεβαίως, και κάτι για το οποίο είμαι σίγουρος: η Θεσσαλονίκη δεν είναι «η πιο ερωτική πόλη της Ελλάδας» όπως δεκάδες φορές έχω ακούσει και ακόμη περισσότερες έχω δει να γράφεται – Θεσσαλονικείς, μη βαράτε, έχει και συνέχεια... Αυτό για έναν και μοναδικό λόγο: επειδή τα περί ερωτικών πόλεων είναι βλακείες. Ο έρωτας δεν έχει ανάγκη ούτε από παρισινές Μονμάρτρες, ούτε από κωνσταντινοπολίτικους Γαλατάδες, ούτε από... τρίγωνα Πανοράματος για να ξυπνήσει. Συνήθως θα αγνοήσει επιδεικτικά τα γεμάτα ελπίδα και προσμονή βήματά σου, π.χ. στη σκιά του Λευκού Πύργου και θα σε περιμένει στο πιο απίθανο αντιερωτικό μέρος, ας πούμε στην κεντρική πλατεία των Τιράνων.
 
Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε και η Σάσα, η οποία αφού πέρασε τρία χρόνια αγαμίας στην ερωτική (όπως της είχαν τάξει όταν ανηφόριζε για να σπουδάσει) Θεσσαλονίκη, τελικά ηράσθη σφόδρα και παντρεύτηκε τον βούλγαρο οδοντογιατρό που της έφτιαξε τα δόντια («πολύ πιο φθηνά απ’ ό,τι εκείνος ο κλέφτης πίσω από τη Ροτόντα») στη Σόφια. Άντε τώρα να την πείσεις ότι η Σόφια δεν είναι η πιο ερωτική πόλη της υφηλίου! Πράγμα το οποίο υποστηρίζει με σθένος και η θεία Ιουλία, παίρνοντας ένα αινιγματικό χαμόγελο, αλλά αρνούμενη να μας αποκαλύψει τι της είχε συμβεί τότε, πολλά χρόνια πριν, στο τουρ «Εκκλησίες της Βουλγαρίας» – ναι, το είχε κάνει και αυτό την περίοδο κατά την οποία ασχολούνταν με τις αγιογραφίες και τα ψηφιδωτά, δεν είναι όμως της παρούσης...
 
Της παρούσης είναι η Θεσσαλονίκη που αν και δεν μπορώ να τη χαρακτηρίσω τη βασιλεύουσα των εν Ελλάδι οργασμών, παραμένει κατά τη γνώμη μου κάτι πιο σημαντικό, και αυτό είναι το πλέον ακλόνητο συμπέρασμα που έχω συναγάγει ως σήμερα για την πόλη: πιο ανθρώπινη από την Αθήνα. Δεν αναφέρομαι στο πολυδιαφημισμένο «χαλλλαρά» (με τρία λου) του σωριασμένου στην καρέκλα της καφετέριας αργόσχολου με το τάβλι και τη φραπεδιά, τον οποίο απεχθάνομαι ως τύπο νεοέλληνα, αλλά στην αίσθηση που σου δίνουν οι πιο ευγενικοί, πιο φιλικοί, πιο ευχάριστοι στις συναναστροφές τους από εμάς τους Αθηναίους άνθρωποι που συναντάς στον δρόμο, στα καταστήματα τα οποία επισκέπτεσαι, εσύ ο περαστικός, ο τουρίστας. Άνδρες και γυναίκες που, είναι εμφανές, ζουν σε ένα περιβάλλον το οποίο δεν δοκιμάζει (τόσο έντονα και κάθε δευτερόλεπτο της ώρας) τις αντοχές του νευρικού συστήματός τους, όπως συμβαίνει στα πέριξ της Ακροπόλεως. Άνθρωποι που παρ’ ότι διαβιούν σε μια μεγαλούπολη (με όλα τα προβλήματά της) έχουν διατηρήσει στοιχεία που απαντώνται στις συμπεριφορές των μικρών κοινωνικών συνόλων, εκεί που η «καλημέρα!» είναι πιο εύκολη, πιο ζεστή, δεν στοιχίζει τίποτε...
 
Αυτό, λοιπόν, επιλέγω κυρίως να επισημάνω σήμερα, σε ένα τεύχος αφιερωμένο στην «πρωτεύουσα του Ελληνικού Βορρά»: την ευγένεια και τη ζεστασιά που έχω εισπράξει από τους Θεσσαλονικείς κατά τις σποραδικές επισκέψεις μου εκεί, αλλά και από τους Θεσσαλονικείς που έχω γνωρίσει εδώ στην Αθήνα (έχω αρκετούς φίλους) και με τους οποίους έχω μιλήσει πολλάκις για εκείνα που τους κρατάνε αλλά και για εκείνα που τους διώχνουν από την πόλη τους. Γιατί έχουν και εκείνοι τα παράπονά τους, όπως είναι φυσικό... Έχουν όμως και αυτό το χαμόγελλλο (με τρία λου) το πλλλατύ (ξανά τρία λου) που πολύ εκτιμώ. Σε όλους αυτούς εύχομαι να μην το χάσουν ποτέ, αλλά ΠΟΤΕ! Όπως εύχομαι, η έμφυτη αισιοδοξία που χαρακτηρίζει την ανοιχτή στη θάλασσα και στους βαλκανικούς της ορίζοντες πόλη τους, να τους συνοδεύει πάντα στη ζωή τους!
 
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Στο δικό μου Ισλαμαμπάντ
› 
Εκεί… ψηλά στον Παρνασσό
› 
Τα ταξίδια των ανθρώπων
› 
Μπροστά στο ATM
› 
Τα φυτά που μιλάνε
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers