Αποφασιστικά αισιόδοξοι!
5.1.2012 
Εικόνα πρώτη: Είχα φτάσει με τα πόδια από το σπίτι μου ως τη Σταδίου, στο ύψος της Παλαιάς Βουλής – μισή ώρα δρόμος είναι. Για να μετρήσω, εκείνη τη στιγμή, τον πέμπτο κατά σειρά άστεγο. Ήταν και εκείνος, όπως και οι προηγούμενοι, ξαπλωμένος σε μια τρισάθλια γωνιά, κάτω από μια κουρελιασμένη και παμβρώμικη κουβέρτα. Στο ύψος του κεφαλιού του, ένα κουτί από τσιγάρα. Παραδίπλα μερικές πλαστικές σακούλες που περιείχαν, υποθέτω, όλη την περιουσία του. Σήκωσα το κεφάλι μου ψηλά και κράτησα ασυναίσθητα την αναπνοή μου, προσπαθώντας να αποφύγω τη δυσάρεστη μυρωδιά που αναδυόταν από αυτό το ζωντανό πτώμα. Τότε συνειδητοποίησα ότι το σημείο που είχε επιλέξει για να ξαποστάσει ήταν το σκεπαστό πεζοδρόμιο της Τράπεζας της Ελλάδος. Και έτσι, ενώ σκεπτόμουν τη (σπαρακτική) σημειολογία της εικόνας (ένας εξαθλιωμένος άνδρας «υπό την σκέπην» της κεντρικής τράπεζας μιας εξαθλιωμένη χώρας) απομακρύνθηκα. Μερικά μέτρα πιο κάτω ανέπνευσα ελεύθερα. ΄Η έτσι νόμισα. Γιατί η δυσωδία του κλοσάρ με κατατρύχει ακόμη.
 
Εικόνα δεύτερη: Λίγο αργότερα φτάνω στην Εθνική Τράπεζα που βρίσκεται κοντά στην πλατεία Κολωνακίου. Παίρνω αριθμό αναμονής. Είμαι το 210, τη στιγμή που εξυπηρετείται το 141. Αν μη τι άλλο, έχει κενά καθίσματα, ώστε να μην περιμένω όρθιος. Πέντε λεπτά αργότερα, δίπλα μου κάθεται μια ηλικιωμένη κυρία. «Το ταμείο των δικηγόρων είχε χουβαρνταλίκια» στρέφεται και μου λέει, για να συνεχίσει: «Εκεί που έλεγαν ότι δεν θα μας βάλουν δώρο, έβαλαν 620 ευρώ». Σε καλή μεριά, της απαντώ. «Τι καλή, καλέ; Ξέρετε τι έπαθα; Είχα αγοράσει προ ετών δύο διαμερίσματα, τότε που δεν είχαμε ακόμη οικονομικό πρόβλημα, για να έχω ένα έσοδο. Τώρα, όχι μόνο πλήρωσα μια έκτακτη εισφορά που… μη σας πω, αλλά έφυγαν και οι νοικάρηδες και μου τα άφησαν ρημαδιό. Με έβαλαν μέσα και 1.700 ευρώ, γιατί είχαν να πληρώσουν κοινόχρηστα επί μήνες. Τώρα τα πληρώνω εγώ. Ήρθαν και κάτι άλλοι φόροι που δεν καταλαβαίνω τι είναι, αλλά πρέπει να πληρωθούν... Τι να σας πω. Σε λίγο θα σπάνε τις πόρτες μας, θα μπαίνουν στο σπίτι μας και θα μας παίρνουν τα έπιπλα αν δεν έχουμε να πληρώσουμε. Που δεν θα έχουμε». Σκέφτηκα ότι η γιαγιά των ανέλπιστων 620 ευρώ ήταν σχετικώς τυχερή, γιατί 1.700 μείον 620 ίσον 1.080 -τόσα έμεναν ώστε να καταβάλει τα οφειλόμενα κοινόχρηστα- ενώ άλλες δεν είχαν λαμβάνειν έστω αυτά τα λίγα, μόνο πληρώνειν 1.700 και βάλε…
 
Εικόνα τρίτη και φαρμακερή: Με το που βγήκα από την τράπεζα, δεν είχα φτάσει ακόμη στην πλατεία Κολωνακίου, με πλησίασε τρεκλίζοντας εκείνο το αγόρι που είχα ξανασυναντήσει στους δρόμους της πόλης: «Ρε φίλε, έχασα το πορτοφόλι μου και δεν έχω λεφτά να πάρω εισιτήριο για να γυρίσω σπίτι μου!». «Να του δώσεις ένα εισιτήριο, όχι χρήματα», θα μου έλεγε η θεία Ιουλία αν ήταν μαζί μου. Δεν ήταν όμως. Του έδωσα δύο ευρώ. Τα κοίταξε με απλανές βλέμμα, ούτε καν με ευχαρίστησε, το μυαλό του ήταν ήδη στη γυναίκα που μόλις είχε στρίψει στη γωνία και πλησίαζε: «Κυρία, έχασα το πορτοφόλι μου και…». «Και όλους αυτούς θα έπρεπε να τους μαζέψουν και να τους στείλουν για αποτοξίνωση» θα έλεγε η θεία, η οποία εδώ και 80κάτι («70κάτι», θα με διόρθωνε) χρόνια ονειρεύεται μια καλύτερη κοινωνία και μετά ξυπνάει. Μαζί της και εγώ. Ξυπνάμε στην Τοσίτσα, τη θλιβερή και μίζερη, περιτριγυρισμένοι από απόγνωση και θάνατο.
 
Εικόνα τέταρτη, της ανατάσεως: Στη θυρίδα μου, στο γραφείο, με περίμενε ένα γράμμα, απάντηση σε προ ημερών Τριτοκοσμικά, στο οποίο εκδήλωνα την επιθυμία μου να γεμίσω το μπαλκόνι και τη ζωή μου φωτάκια και να γιορτάσω πιο έντονα από κάθε άλλη χρονιά, κόντρα στη μιζέρια και στον φόβο. Ξαναδιαβάζω και σας μεταφέρω μερικά αποσπάσματα: «Έχω την ίδια διάθεση, την ίδια λαχτάρα, θα γιορτάσω το ίδιο και εγώ. Παρ’ όλη την πτώση, με όλες τις απώλειες. Λείπουν οι γονείς μου… Ο σύντροφός μου… Αρκετοί φίλοι… (…) Μα όχι, δεν θα μείνω άφωτη. Ούτε χωρίς μυρωδιές γιορτής και σύναξης, γύρω γύρω στο δικό μας πατροπαράδοτο τραπέζι της Αγάπης. (…) Δεν θα μου τα πάρουν όλα. Δεν μπορούν. (…) Έλα στο τραπέζι μου, φέρε και την παρέα σου και την Ελλάδα που έγραψες και τα ωραία σου τα κουράγια που συνέπεσαν με τα πολύ δοκιμασμένα δικά μου. Και όσο για τους υπαίτιους ντόπιους, της δεκάρας άτομα, τους κερνάω ένα κρασί από το νησί, να ξεδιψάσουν τη χορτάτη, τάχα, μοναξιά τους, τους φουκαράδες, της επαιτείας τους αχόρταγους». Αυτό ήταν! Την εικόνα ετούτη, το γράμμα της... αποφασιστικής αισιοδοξίας, επιλέγω να κρατήσω για το βράδυ της Πρωτοχρονιάς, διαγράφοντας τις προηγούμενες εικόνες της θλίψης και της σήψης. Σε κορνίζα θα βάλω την επιστολή της ευγενέστατης Μάρθας, γιατί ήρθε να μου θυμίσει, μια μέρα γεμάτη αφόρητα γκρίζες εικόνες, την επιτακτική ανάγκη για ανάταση. Την ευχαριστώ και της εύχομαι η επόμενη χρονιά να είναι η ομορφότερη χρονιά της ζωής της. Το ίδιο εύχομαι σε όλους εσάς: Να ευτυχήσετε, και η ευτυχία αυτή, που θα πηγάζει από τα βάθη της καρδιάς σας, να μεταδοθεί σε όλους όσοι σας περιτριγυρίζουν, κάτι σαν ένα… ντόμινο αγάπης, κόντρα σε όλες τις προβλέψεις. Ευτυχισμένο το 2012 για όλους! Κυρίως, όμως, για εκείνο το παιδί έξω από την τράπεζα που αναζητεί ένα εισιτήριο για ένα πιο ανθρώπινο αύριο.
 
ΥΓ.: Όσο για εσένα, φίλη μου δικτυακή -ναι, σε εσένα, την «οικονομική μετανάστρια στην πολύπαθη νήσο», που οι άνδρες σού «τάζουν της Παναγιάς τα ματόκλαδα»-, εύχομαι το 2012 το Twitter να σου φέρει τον follower που επιθυμεί η καρδιά σου. Μόνο μη φοβηθείς, κάνε του follow και εσύ. Η αγάπη θέλει δύο!
 
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Τα ταξίδια των ανθρώπων
› 
Εκεί… ψηλά στον Παρνασσό
› 
Ψωνίζω, άρα υπάρχω;
› 
Από το «Ποσειδώνιο» στο Σαν Ρέμο
› 
Τα φυτά που μιλάνε
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers