Aργά το βράδυ ξεκίνησε με το αυτοκίνητο από το σπίτι της, στα Πατήσια. Προορισμός της το Πρακτορείο Πελοποννήσου στο ποτάμι, για να παραλάβει την κόρη της, που ερχόταν με το λεωφορείο από την Πάτρα. Την είχε κάνει πολλές φορές τη διαδρομή. Τόσο πολλές, που, όταν μισή ώρα αργότερα βρέθηκε να μη… γνωρίζει πού βρισκόταν, τρόμαξε. Ο δρόμος γύρω της, άγνωστος. Εδώ ποτάμι, εκεί ποτάμι, πουθενά το ποτάμι. «Λες να το πήρε το ποτάμι;» αναρωτήθηκε και στράφηκε προς τον ταξιτζή που είχε σταματήσει δίπλα της, στο φανάρι: «Πάω καλά για τον σταθμό των λεωφορείων;». «Όχι, τον έχεις περάσει… Θα πάρεις πίσω τη Λιοσίων και σε μερικά χιλιόμετρα θα τον δεις». Ευχαρίστησε και συνέχισε προσπαθώντας να καταλάβει. «Γιατί είπε Λιοσίων; Το Πρακτορείο Πελοποννήσου δεν είναι στη Λιοσίων…». «Πού είμαι» ρώτησε στο πρώτο περίπτερο που βρήκε στον δρόμο της. «Νέα Λιόσια». «Και τι θέλω εδώ;». «Θα σε γελάσω» την κοίταξε με απορία ο περιπτεράς. Αγόρασε μία σοκολάτα γάλακτος, από τις μεγάλες, κάθισε στο αυτοκίνητο και άρχισε να την τρώει. Κάπου είχε διαβάσει ότι η ζάχαρη, αλλά και το κακάο κάνουν καλό στη μνήμη. Αυτό το θυμόταν. Να πάει στο Πρακτορείο Πελοποννήσου δεν θυμόταν. Αντ’ αυτού κατευθύνθηκε προς τον Σταθμό Λιοσίων, που… καμία σχέση. Γιατί; Τηλεφώνησε στην κόρη της. «Πάρε ένα ταξί και πήγαινε σπίτι, κάτι μου έτυχε. Όχι, μην ανησυχείς, έρχομαι». Ευτυχώς το σπίτι της το βρήκε σχετικά εύκολα. Πάνω που είχε αρχίσει να φαντάζεται τον εαυτό της σε σποτάκι «Silver alert»: «Την ημέρα που εξαφανίστηκε φορούσε καφέ φούστα, πορτοκαλί πουλόβερ και καστόρινες μπότες».
«Παιδί μου, σε ξαναβρίσκω!» είπε με ανακούφιση μόλις μπήκε στο σπίτι και βρήκε την κόρη της καθισμένη στο σαλόνι. Δεν της διηγήθηκε όμως την περιπέτειά της, δεν ήθελε να την ταράξει. Τη διηγήθηκε σε εμένα, την επομένη, στο γραφείο. «Πρέπει να κάνω εξέταση για Αλτσχάιμερ». Προσπάθησα να την καθησυχάσω, λέγοντάς της ότι εγώ τέτοιες συγχύσεις τις παθαίνω κάθε μέρα. «Ξεκινάς για ποτάμι και βρίσκεσαι Μενίδι;». Όχι ακριβώς, κάνω άλλα. Να, προχθές μπήκα στην Τράπεζα Πειραιώς, στάθηκα μπροστά στην ταμία, της είπα «Καλημέρα σας», μου είπε «Καλημέρα σας» και ύστερα κενό. Δεν ήξερα γιατί είχα μπει. Και μου ήταν αδύνατον να θυμηθώ. «Ξέχασα την ταυτότητά μου», ψέλλισα, «επιστρέφω». Εννοείται ότι δεν ξαναπήγα ούτε θα ξαναπάω ποτέ. Όχι στο συγκεκριμένο υποκατάστημα, σε καμία Τράπεζα Πειραιώς, επειδή εγώ τα χρήματά μου τα έχω αλλού. «Τότε τι ήθελες εκεί;». «Αν σου πω ότι ακόμη δεν θυμάμαι…».
Το είπα και στον Γιώργο, που είναι νευρολόγος, σίγουρος ότι θα με τύλιγε στον ζουρλομανδύα και θα με έστελνε σε κάποιο άσυλο, στην εξοχή, όπου θα έκανα παρέα με τη Μαντάμ Κιουρί, τον Ναπολέοντα και άλλες τέτοιες προσωπικότητες – το έχω δει σε ταινία. Εκείνος απλώς γέλασε και άρχισε να μου εξηγεί ότι ένα υπερφορτωμένο μυαλό κάνει πότε πότε διαλείμματα για να αντέξει και ότι κατά πάσα πιθανότητα συνέβη κάτι τέτοιο και δεν πρέπει να ανησυχώ. «Έχεις ξεχάσει ποτέ πού είναι το σπίτι σου;». «Όχι ακόμη». «Τότε δεν έχεις πρόβλημα». Αυτό επανέλαβα στην Ελένη για να την καθησυχάσω. Με κοίταξε έντρομη: «Εγώ έχω ξεχάσει πού είναι το σπίτι μου!». Έλα, συμβαίνουν αυτά (συμβαίνουν;) επιχείρησα εκ νέου να την ηρεμήσω, αλλά εκείνη είχε αρχίσει να μου απαριθμεί τη μία μετά την άλλη τις «γκάφες» της: που έβαλε το καλτσόν της στο ψυγείο αντί να το βάλει στο καλάθι με τα άπλυτα, που είδε την ίδια ταινία δεύτερη φορά και μόνο στους τίτλους του τέλους το θυμήθηκε, που… «Θα φάω άλλη μία σοκολάτα» αποφάσισε, επαναλαμβάνοντας αυτά που είχε διαβάσει για την ευεργετική επίδρασή της στον εγκέφαλο. Έλα, όμως, που εγώ είχα διαβάσει στο Internet μια άλλη θεωρία, που έλεγε ότι η υπερκατανάλωση σοκολάτας μπορεί να σχετίζεται με την αμνησία. Γιατί δεν τρως ένα κομμάτι κέικ; προσπάθησα να τη στρέψω προς κάτι πιο… ακίνδυνο. «Ποιος φτιάχνει κέικ τέτοια ώρα;». Χθες δεν μου είπες ότι έφτιαξες κέικ βανίλια; «Δίκιο έχεις! Έχω αρχίσει να μη θυμάμαι τίποτε!». Και δώσ’ του να μπουκώνεται τη σοκολάτα και το κέικ μαζί. Ελπίζω να ξεχάσει να ζυγιστεί αύριο, αλλιώς θα πάρει μεγάλη σύγχυση.
Εγώ τη σύγχυση την πήρα όταν επιστρέφοντας σπίτι βρήκα τη θεία Ιουλία ντυμένη και στολισμένη στο χολ. Τι κάνεις εδώ; «Σε περιμένω εδώ και δύο ώρες να με πας στον γιατρό». Θεία μου, το ραντεβού μας ήταν για αύριο. «Για σήμερα ήταν, το ξέχασες». Αχ, μη με σκας και εσύ, και έχω πολλά στο μυαλό μου! Να, εδώ το έχω σημειωμένο, για αύριο είναι, το έχω γράψει. Το τσέκαρα στο μπλοκάκι μου, την έβαλα να αλλάξει και τηλεφώνησα στον Γιώργο, τον νευρολόγο: Είμαι πολύ πιο σοβαρά απ’ ό,τι νομίζεις. Ξέχασα να πάω τη θεία στον γιατρό τη στιγμή που το ραντεβού τής το είχα κλείσει εγώ. Εκείνη το θυμήθηκε, εγώ επέμενα μέχρι τέλους ότι δεν είχε δίκιο. Και επιμένω, δεν της έχω αποκαλύψει την αλήθεια… Όχι, δεν ντρέπομαι. Τι; θα την τρελάνω; Αυτό είναι το θέμα μας; Εκείνος που έχει αρχίσει να τρελαίνεται είμαι εγώ. Ο γιατρός, όμως, τον χαβά του! Μου επανέλαβε τα του υπερφορτωμένου εγκεφάλου που πρέπει να σταματήσω να τον φορτώνω, μου συνέστησε «κάτι φυτικά ηρεμιστικά που δεν κάνουν τίποτε, αλλά πάρ’ τα, μπορεί να σε βοηθήσουν», μου είπε και ένα ανέκδοτο (Πελάτης: «Γιατρέ, ξεχνάω εύκολα, νομίζω πως πάσχω από αμνησία!». Γιατρός: «Από τι πάσχεις;». Πελάτης: «Από τι πάσχω;») και με καληνύχτισε. Ήμουν έτοιμος να το ρίξω και εγώ στις σοκολάτες, όταν το τηλέφωνο ξαναχτύπησε. Ναι; Σιωπή… Ναι; Σιωπή… Ναι; «Συγγνώμη, ποιον πήρα;» άκουσα τη φωνή της Ελένης από την άλλη άκρη της γραμμής. (΄Η δεν ήταν η Ελένη;)