Χωρίς πετρέλαιο
2.2.2012 
Την προσκάλεσε η θεία Ιουλία, χωρίς προηγουμένως να ρωτήσει αν είμαι σύμφωνος - κατά τη συνήθη, δηλαδή, τακτική της: «Να σε αφήσω να μείνεις σε ένα σπίτι-ψυγείο; Δεν υπάρχει περίπτωση! Πάρε τα παιδιά και έλα σε εμάς. Χώρο έχουμε. Δεν θέλω “όχι” και “μα”, σας περιμένουμε με μεγάλη χαρά. Αν δεν βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον τώρα, πότε θα το κάνουμε; Φυσικά και συμφωνεί ο Κοσμάς, εκείνος μου είπε να σας καλέσω. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο σε αγαπάει και εσένα και τα παιδιά». Ετσι, το περασμένο Σαββατοκύριακο, με την άφιξη της (τρίτης) εξαδέλφης Λένας και των τριών παιδιών της (από δύο ως 12 ετών ετών, παρακαλώ) το σπίτι μας μετατράπηκε σε κοινόβιο. Και όχι, δεν αντέδρασα, δεν γκρίνιαξα, δεν θύμωσα. Ούτε όταν έπρεπε να περιμένω ώρες ατελείωτες έξω από την τουαλέτα ώσπου να βγει η Λένα που «έχει μετεωρισμό και το πρωί χρειάζεται χρόνο ώσπου να συνέλθει». Ούτε όταν ο επτάχρονος Γιαννάκης με κόλλησε ίωση που «την έφερε από το σχολείο! Έτσι και εγώ, όλον τον χειμώνα κολλάω από τα παιδιά και είμαι διαρκώς άρρωστη». Ούτε όταν η δίχρονη Ματίνα ζωγράφισε («έπαιζε, παιδί είναι») με κάτι φωσφοριζέ κραγιόνια την ολόλευκη επιφάνεια του γραφείου μου. Ναι, υπό άλλες συνθήκες θα την έριχνα από το μπαλκόνι, αυτή τη φορά, όμως, είχα αποφασίσει να εξαντλήσω την κατανόηση και την υπομονή μου. Επειδή γνώριζα ότι μπορούσα και εγώ να βρεθώ εύκολα στη θέση των... ξεριζωμένων.
 
Ανήκω, όμως, στους τυχερούς. Η πολυκατοικία μας έχει καλοπληρωτές ενοίκους, κατά συνέπεια διαθέτει πετρέλαιο. Πολυτέλειες (φθάσαμε στο σημείο να θεωρούμε βασιλικό προνόμιο ένα ζεστό, μέσα στο καταχείμωνο, δωμάτιο!) δεν απολαμβάνουμε πλέον: το καλοριφέρ δεν ανάβει πρωί και μεσημέρι (όπως στην προ κρίσεως εποχή), κάθε βράδυ, όμως, από τις 19.00 ως τις 22.00, λειτουργεί ανελλιπώς. Αντιθέτως, η Λένα έχει την ατυχία να ζει σε πολυκατοικία όπου ο κύριος Ανέστης του 1ου το έχει ξεκόψει: «Από εμένα κοινόχρηστα μην περιμένετε εφέτος, δεν βγαίνω». Όπου η κυρία Άννα του 2ου απορεί: «Κρυώνετε; Εγώ με μια λεπτή κουβερτούλα στα πόδια μου είμαι μια χαρά». Όπου οι Απέργηδες του 4ου καλύπτονται «με το τζάκι. Ψήνουμε και τα κοψίδια μας... Βασιλιάδες!». Δεν πληρώνω ο ένας, δεν πληρώνω ο άλλος, όταν τελείωσε το πετρέλαιο, δεν υπήρχε αποθεματικό για την αγορά νέου. Στην αρχή η εξαδέλφη μου δοκίμασε τα air condition, αλλά δουλειά δεν έκαναν. Μετά το γύρισε στις σόμπες, αλλά το σπίτι είναι μεγάλο. «Θυμήθηκα κάτι ντοκυμαντέρ για τη μετά Γκορμπατσόφ εποχή» μου έλεγε. «Έναν παππού και μια γιαγιά σε χωριό της Σιβηρίας που για να ζεσταθούν έσπαζαν τα ξύλινα έπιπλα του σπιτιού τους και τα έκαιγαν. Δεν είχε περάσει ούτε λεπτό από το μυαλό μου η πιθανότητα να βρεθώ στη θέση τους». Ξέρω ένα κόλπο που είχε κρατήσει ζωντανό τον… δεν θυμάμαι πώς τον λένε, ένα ορειβάτη που είχε καταπλακωθεί από χιονοστιβάδα, της πρότεινα: Θα συγκεντρωθείς και θα σκεφτείς ότι σε πλησιάζει ο ήλιος. «Του ΠαΣοΚ; Δεν θέλω!». Όχι, παιδάκι μου, ένας κανονικός ήλιος, που θα σε «αγκαλιάζει» και θα σε ζεσταίνει. Ο ορειβάτης αυτό έκανε και ζεστάθηκε. Κάτι σαν αυθυποβολή. «Ακόμη και αν εγώ τα καταφέρω, το παιδί το δίχρονο πώς θα ζεσταθεί; Άσε, δεν πιάνουν αυτά. Θα αρχίσω να λύνω το σύνθετο. Είναι από καρυδιά. Καίγεται καλά η καρυδιά;».
 
Εκεί παρενέβη η θεία Ιουλία, η οποία, αφού με κατσάδιασε «για τις αηδίες που λες!», την κάλεσε σπίτι «ώσπου να αρχίσει πάλι να δουλεύει το καλοριφέρ σας». Αν αρχίσει. Γιατί οι ενοικιαστές στην πολυκατοικία του φίλου μου του Κώστα αποφάσισαν να μην ανάψουν καθόλου την κεντρική θέρμανση. Και δεν είναι οι μόνοι, όπως μαθαίνω. Οπότε η συγκατοίκηση με την οικογένεια της Λένας μού φαίνεται ότι θα διαρκέσει αρκετά. Δεδομένης της κατάστασης όμως, όχι, δεν θα τρίψω τα μούτρα της Ματινούλας στο κατεστραμμένο από τις μπογιές της γραφείο μου. Ούτε θα βρίσω τον υπερκινητικό Γιαννάκη που δεν αφήσει σε ησυχία τη γάτα. Επιπλέον, θα στέκομαι με ιώβεια υπομονή έξω από την τουαλέτα κάθε φορά που η εξαδέλφη μου έχει θα κάνει κατάληψη ένεκα μετεωρισμού. «Ο καλός ο φίλος και ο καλός ο συγγενής στην ανάγκη φαίνονται», όπως λέει και η θεία Ιουλία. Και αυτή τη φορά θα είμαι ο τέλειος φίλος και συγγενής. Κυρίως επειδή γνωρίζω ότι υπάρχει μέσα σε αυτό το σπίτι κάποια που, όσο και αν κάνει την υπεράνω, θα σπάσει πριν από εμένα. Δεν θέλει πολύ. Άλλο ένα από τα χαριτωμένα αστεία του να της κάνει ο Γιαννάκης... Τις προάλλες αντικατέστησε τη μασέλα της μέσα στο ποτήρι με το νερό με ένα πλαστικό, αποκριάτικο μασελάκι βρικόλακα. Ομολογώ ότι γέλασα και εγώ όταν την είδα να το φοράει και να προεξέχουν οι κυνόδοντες. Εκείνη δεν γέλασε καθόλου. Δεν γέλασε ούτε όταν η Ματινούλα ξήλωσε, παίζοντας, το πλεκτό της. Ούτε όταν την είπε «γρουσούζα». Μόνο σχολίασε: «Για να με αποκαλεί έτσι ένα δίχρονο παιδί, κάποιον έχει ακούσει να το λέει». Δεν απάντησα. Απλώς περιμένω. Και σκέφτομαι ότι αυτή η κρίση ή θα μας φέρει πιο κοντά ή θα μας κάνει να αλληλοσκοτωθούμε. Τουλάχιστον να βιαστεί να έρθει η ρημάδα η άνοιξη για να ανοίξει λίγο η καρδιά μας. Και να ζεσταθεί το σπίτι της Λένας.
 
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Τα ταξίδια των ανθρώπων
› 
Εκεί… ψηλά στον Παρνασσό
› 
Ψωνίζω, άρα υπάρχω;
› 
Από το «Ποσειδώνιο» στο Σαν Ρέμο
› 
Τα φυτά που μιλάνε
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers