Την ενημέρωσιν φυγείν αδύνατον
23.2.2012 
Η θεία Ιουλία έχει συνδέσει τον θάνατο της Γουίτνεϊ Χιούστον, την περασμένη Κυριακή, με τα επεισόδια που προκλήθηκαν στο κέντρο της Αθήνας την ίδια ημέρα: «Και εγώ στενοχωρήθηκα που χάθηκε η κοπέλα, αλλά δεν βγήκα να ανάβω φωτιές!». Στην αρχή προσπάθησα να βάλω μια τάξη στη σκέψη της, εξηγώντας της πώς είχαν τα πράγματα, γρήγορα όμως αποφάσισα ότι δεν υπήρχε λόγος να τη συγχύσω περισσότερο με «γνωστούς αγνώστους» που καταστρέφουν και... «γνωστούς ανίκανους» που επέτρεψαν για άλλη μια φορά τη λεηλασία της πόλης μας, της ζωής μας. Την ίδια στιγμή που ευαγγελίζονται τη σωτηρία μας μέσω μνημονίου. Είπα να κρατήσω την οργή και την απόγνωση για τον εαυτό μου και να αφήσω τη θεία στην πλάνη του καταπονημένου, 90χρονου μυαλού της. Εξάλλου, καλύτερα να θρηνεί για τη Γουίτνεϊ παρά για το μαγαζί του καταχρεωμένου εξαδέλφου που λεηλατήθηκε, γεγονός που την πονάει βαθιά. Αποφασίσαμε, κοντολογίς, μαζί με την κόρη της και εξαδέλφη μου, να την κρατήσουμε έξω από τον πόλεμο και να της προσφέρουμε, όσο περνάει από το χέρι μας, τα γεράματα που της αξίζουν. Αυτά που της στερούν οι κυβερνώντες – οι εντός και οι εκτός συνόρων.
 
Όμως δεν μπορούμε να τη βάλουμε σε αποστειρωμένη γυάλα. Και τηλεόραση βλέπει, και περιοδικά διαβάζει, και με τις γειτόνισσες μιλάει. Αυτό το τρίπτυχο – TV, Τύπος, κυρίες Παρμενίδου (της απέναντι πολυκατοικίας) και Γασπαράτου - Βλαχάκη (του 3ου ορόφου) – πάνω που τη φέρνω σε μια αξιοπρεπή κατάσταση (περιποιημένη, παρφουμαρισμένη και ήρεμη, στην πολυθρόνα δίπλα στην μπαλκονόπορτα να πλέκει κασκόλ για τα ανίψια της) μου την αποσυντονίζει: Η Γασπαράτου - Βλαχάκη με ιστορίες για τη φίλη της την Μπέμπα (ετών 86) που «μπήκαν στο σπίτι της και της έκλεψαν 2.000 ευρώ που έκρυβε στο κουτί με τη ζάχαρη, 5.000 ευρώ που έκρυβε πίσω από το μαξιλαράκι-καρδούλα στον καναπέ και 20 χρυσές λίρες που έκρυβε… θα σου πω όταν θα είμαστε μόνες» – ποια είναι άραγε η κρυψώνα την οποία κωλύεται να αποκαλύψει παρουσία μου; Και αρχίζει η θεία τις αγρυπνίες για να προστατέψει την περιουσία μας από τους εισβολείς, όσο και αν της θυμίζω ότι εμείς δεν κρύβουμε ούτε χρήματα ούτε λίρες στο σπίτι. Από δίπλα η Παρμενίδου επιμένει «να γεμίσεις, Ιουλία μου, τα ντουλάπια μακαρόνια, γιατί με το που θα γίνει πτώχευση – σύντομα, μου λέει μια φίλη της Σβετλάνας που καθαρίζει το σπίτι του Βενιζέλου και τα μαθαίνει όλα από πρώτο χέρι – θα αδειάσουν τα ράφια». Αποτέλεσμα; Αναγκάστηκα να αγοράσω δεύτερη ντουλάπα για τη βεράντα, ώστε να αποθηκεύσω τα λιγκουίνι που παραγγέλνει. Λιγκουίνι ικανά να εφοδιάσουν την κουζίνα του Μποτρίνι για τα επόμενα χρόνια.
 
Και πείτε ότι κλείνω στις γειτόνισσες την πόρτα μας και κρατάω τη θεία μακριά από την υστερία τους, μπορώ να της απαγορεύσω να βλέπει τηλεόραση; Δεν μπορώ. Εχω, όμως, εκπαιδεύσει την Γκαλίνα, που την κρατάει κατά την απουσία μου, και όποτε αρχίζει δελτίο ειδήσεων πατάει το play του DVD με «Το μικρό σπίτι στο λιβάδι». Θεία, τι νέα; τη ρωτάω όποτε επιστρέφω. «Τραγική η κατάσταση, παιδάκι μου. Πέθανε η αγελάδα του Τσαρλς Ινγκλς στη γέννα, μηδενίστηκε η Λόρα Ινγκλς στο τεστ Oικοκυρικών επειδή αντέγραψε, έβρεξε και βρώμισε η μπουγάδα της Καρολάιν Ινγκλς...». Αυτά όταν η Γκαλίνα προφταίνει το κακό. Γιατί, έτσι και καθυστερήσει και βγει η Τρέμη στο γυαλί... Αφήστε τι γίνεται αν ξεχαστώ και δεν κόψω από τα αγαπημένα της περιοδικά και τις εφημερίδες τις σελίδες που αναφέρονται στην κρίση. Όπως τις προάλλες εξαφάνισα τη συνέντευξη της Μαριλίζας Ξενογιαννακοπούλου, το ρεπορτάζ «Μαζί τα φάγαμε (και όμως πεινάμε)» και τις σελίδες με τα άστρα που προέβλεπαν «νέα δεινά για τη χρεοκοπημένη Ελλάδα», άφησα όμως το άρθρο για τον Καρλ Λάγκερφελντ θεωρώντας το λάιφσταϊλ, δηλαδή ασφαλές. Πού να φανταστώ ότι αυτή τη φορά ο μόδιστρος, αντί να εκθειάζει τις ομορφιές της Μυκόνου, αναφερόταν «στη φήμη των Ελλήνων ως διεφθαρμένων» και μας χρέωνε «κάποιες αηδιαστικές συνήθειες». Επέστρεψα, λοιπόν, στο σπίτι και βρήκα τη θεία να ξηλώνει «κάτι παλιόπανα, παιδί μου, για να φτιάξω ένα χαλάκι για την τουαλέτα, ξέρεις, μπροστά στη λεκάνη». Δεν πήγε το μυαλό μου στο κακό, ως τη στιγμή που άκουσα τις φωνές της εξαδέλφης μου. Η οποία ανακάλυψε ότι τα «παλιόπανα» ήταν «η μαντίλα του Καρλ Λάγκερφελντ που είχα αγοράσει δίνοντας δύο μηνιάτικα, την εποχή που είχαμε ακόμη λεφτά». Βρε θεία... «Τι “βρε θεία”; Διάβασες τι λέει για τους Έλληνες ο παλιογερμαναράς; Και εμείς αγοράζουμε τα προϊόντα του; Όχι!». «Αγοράζαμε, μαμά, αγοράζαμε!» «Ε, όπως τα αγοράζαμε, έτσι τα μεταποιούμε!». «Σε χαλάκι για την τουαλέτα;». «Και πολύ τού είναι!». Τις άφησα να τσακώνονται και αποσύρθηκα για να σκεφτώ με ποιον τρόπο θα απέκλεια τη θεία από κάθε ενημέρωση. Βεβαίως, η αλήθεια είναι ότι μετά την περασμένη Κυριακή, οπότε βρέθηκα να παρακολουθώ από τηλεοράσεως και Internet την καταστροφή της πόλης μου, σκέφτηκα ότι και εγώ, που ανεβάζω εύκολα πίεση, καλά θα κάνω να απέχω από την ενημέρωση. Θα ρωτήσετε πώς το επιτυγχάνει αυτό κάποιος που εργάζεται ως δημοσιογράφος... Ήταν, όμως, τέτοια η στενοχώρια μου την ώρα που τους άκουγα να μιλάνε (δηλαδή να τσακώνονται) στη Βουλή και την ώρα που έβλεπα ιστορικά κτίρια να καίγονται και μαγαζιά να λεηλατούνται, που για πρώτη φορά είπα ότι δεν αντέχω άλλο. Και όλες αυτές τις μέρες οι ίδιες λέξεις τριγυρίζουν στο μυαλό μου: ένα τεράστιο «δεν αντέχω άλλο» που δεν ξέρω πώς να το διαχειριστώ. Τουλάχιστον να έρθει γρήγορα η άνοιξη, να ξανοίξει λίγο το γκρίζο του ουρανού που εφέτος μοιάζει πιο έντονο από κάθε άλλη φορά... Ουφ! Ουφ! Και ξανά ουφ!
 
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Μια μαμά σαν την Πέιλιν
› 
Όλα της πόλης δύσκολα
› 
Το δώρο της εποχής
› 
Από το «Ποσειδώνιο» στο Σαν Ρέμο
› 
Τα χρόνια των ανθρώπων
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers