Σινεμά ο Παράδεισος
1.3.2012 
Ήμουν πέντε-έξι ετών και η ανάμνηση είναι θολή. Θυμάμαι όμως έναν λευκό τοίχο στο σπίτι του θείου Αλκιβιάδη, ο οποίος ήταν και ο γιατρός του χωριού, να μετατρέπεται σε οθόνη κινηματογράφου. Καλοκαίρι του 197... κάτι ήταν. Απέναντι από τον τοίχο, στην αυλή ενός άλλου σπιτιού (μεσολαβούσε ο αυτοκινητόδρομος!), είχε στηθεί η μηχανή προβολής. Τα νέα για το... γκαλά μεταδόθηκαν με ταχύτητα από στόμα σε στόμα: «Το βράδυ στου γιατρού έχει ταινία». Με το που έπεσε ο ήλιος το φιλότεχνο κοινό έκανε την εμφάνισή του: γιαγιάδες μαυροντυμένες και μαντιλοφορούσες με τις πτυσσόμενες πολυθρόνες τους και με τα εγγόνια τους που είχαν έρθει από την Αθήνα για διακοπές, ζευγαράκια όλων των ηλικιών πιασμένα αγκαζέ, δυο-τρεις ψιλομεθυσμένοι ηλικιωμένοι ψαράδες με το αναμμένο τσιγάρο μόνιμα κολλημένο στο στόμα τους και μια... ελαφρά μυρωδιά σαργού να υπερισχύει της Old Spice που είχαν βάλει μετά το ξύρισμα. Πήραν όλοι θέση, άλλοι στις καρέκλες και στα σκαμνιά που είχαν φέρει από τα σπίτια τους, άλλοι στα πεζούλια, εμείς τα παιδιά κάτω, στην άσφαλτο («Σήκω πάνω, βρε, και φοράς καθαρό παντελόνι! Σήκω πάνω, είπα!»). Βγήκαν από τις τσέπες τα σακουλάκια με τον πασατέμπο, βγήκαν και κάτι ταπεράκια με κεφτέδες («Νίκο, έλα. Μια τελευταία μπουκιά, για τη γιαγιά! Όλη μέρα τον κυνηγάω, αλλιώς δεν τρώει τίποτα. Νίκο! Βρε Νίκοοο!»). Είχε άπνοια, νομίζω, εκείνο το βράδυ. Έλειπε το μελτέμι που καθαρίζει την ατμόσφαιρα από τα περιττά παρασύροντάς τα μακριά, με αποτέλεσμα όλες οι φωνές και οι ψίθυροι, τα διαφορετικά ηχοχρώματα, η αστεία για εμάς, τα παιδιά της πρωτεύουσας, ντοπιολαλιά των ηλικιωμένων, τα γέλια και κάτι κρίσεις υστερικού βήχα («δεν υπάρχει χειρότερο από το να σου κάτσει ο πασατέμπος στον λαιμό!») να παραμένουν εγκλωβισμένα στη (νοητή) αίθουσα προβολών με τους αόρατους τοίχους, να συνωστίζονται πάνω από τα κεφάλια μας συνθέτοντας μια εξαιρετικά θορυβώδη συμφωνία. Αυτή την εικόνα έχω ακόμη μπροστά μου, 40 χρόνια μετά. Δεν θυμάμαι ποια ταινία είδαμε. Μόνο ότι ξαφνικά, με την έναρξη της προβολής, για δύο ώρες σταμάτησαν και τα μπλα μπλα και τα χρατς χρατς των ξηρών καρπών και παρακολουθούσαμε όλοι αμίλητοι, σαν ένα αόρατο χέρι να είχε γυρίσει τον διακόπτη του ήχου μας στο off. Και ότι στο τέλος... ξυπνήσαμε από το όνειρο, τεντωθήκαμε για να ξεπιαστούμε, μερικοί μάλιστα χειροκρότησαν. Αυτά θυμάμαι («Νίκοοο! Πάμε! Άντε, πάλι νηστικός θα κοιμηθείς!»).
 
Είχα ζήσει κι εγώ το δικό μου «Σινεμά ο Παράδεισος», για να θυμηθώ και την τρυφερή ταινιούλα του Τζουζέπε Τορνατόρε. Όπως, μερικά χρόνια αργότερα, στην εφηβεία μου, έζησα τις ωραίες κουλτουροεποχές της «Αλκυονίδας», του «Ιλιον» και του «Στούντιο», που δεν είχαν, βεβαίως, το αυτοσχέδιο της κινηματογραφικής βραδιάς στο νησί, είχαν όμως μια αίσθηση επίσκεψης σε σπίτι φίλων που έκτοτε δεν την ξαναβρήκα. Εκείνα τα χρόνια νοστάλγησα όταν τις προάλλες βρέθηκα σε multiplex κινηματογράφο να παρακολουθώ την (ανάξια λόγου) «Γυναίκα με τα μαύρα». Ανετότατα, βεβαίως, τα καθίσματα – καμία σχέση με τη γεμάτη γρομπαλάκια άσφαλτο του χωριού μου ή με τις... τριζάτες θέσεις της «Αλκυονίδας» –, εξαιρετική ιδέα και η θήκη για το αναψυκτικό στο μπράτσο της πολυθρόνας μου. Υψηλότατη η ευκρίνεια της εικόνας, «αστραφτερός» και ο ήχος, αν και εγώ αυτά τα υπερσύγχρονα συστήματα, που βλέπεις στην οθόνη το άλογο να καλπάζει και το κλαπ κλαπ των οπλών του σού έρχεται από πίσω, δεν τα πολυσυμπαθώ. Ομως, όσο κι αν η τεχνολογία με φροντίζει και με κανακεύει, ομολογώ ότι το σινεμά όλο και λιγότερο το απολαμβάνω. Μου φταίνε οι ταινίες; Σε μεγάλο βαθμό, καθώς τις περισσότερες εξ αυτών (ακόμη και εκείνες για τις οποίες έχουν γραφτεί διθύραμβοι, όπως τα πρόσφατα «The Αrtist», «Οι απόγονοι» και «Shame») τις βρίσκω «μικρές», με όσα κοσμητικά επίθετα και αν τις έχουν στολίσει οι κριτικοί.
 
Μου φταίει όμως και η αντίληψη περί κινηματογράφου ενός κοινού που δεν κατέχει το savoir vivre του θεατή, το οποίο κατείχαν και οι συχωριανοί μου – πολλοί εκ των οποίων (οι πιο ηλικιωμένοι) δεν είχαν μπει ποτέ σε αίθουσα προβολής – και η δική μου γενιά: πλέον οι περισσότεροι πηγαίνουν στον κινηματογράφο σαν να συμμετέχουν σε ένα ιδιόμορφο «Black out», για να στείλουν μηνύματα με το κινητό τους και να φάνε με θόρυβο τόνους ποπ κορν (αχ, αυτή η αηδιαστική «βουτυρίλα»!) μέσα στο σκοτάδι. Για να μπουν και να βγουν όσες φορές θέλουν από την αίθουσα κατά τη διάρκεια της προβολής. Για να μιλήσουν στους φίλους τους – λες και είναι στο σαλόνι τους, μπροστά στην τηλεόρασή τους. Αδιαφορώντας για τους θεατές που θέλουν να συγκεντρωθούν στην ταινία. Έτσι κι εγώ που επιμένω να αφοσιώνομαι στις ταινίες που επέλεξα (ακόμη και στις «μικρές» ταινίες των τελευταίων ετών), προτιμώ πλέον να τις παρακολουθώ στο σπίτι μου. Ναι, η μεγάλη οθόνη έχει άλλη μαγεία, όχι όμως όταν η διπλανή σου παίζει τέτρις στο κινητό της αποσπώντας την προσοχή σου. Περιγράφω κάτι που συναντάς πλέον συχνά στις ανά την Ελλάδα αίθουσες προβολών. Πολύ συχνά. Μήπως όμως ήρθε η ώρα να βάλουν και οι αιθουσάρχες κάποια όρια στους θεατές που δεν ξέρουν πώς να συμπεριφερθούν, να τους θυμίσουν ότι δεν βρίσκονται στο σπίτι τους. Ή φοβούνται πως έτσι θα τους χάσουν; Εγώ, πάλι, φοβάμαι ότι ο κινηματογράφος έχει αρχίσει να χάνει τη μαγεία του. Τα μεγάλα στούντιο, οι σκηνοθέτες και οι ηθοποιοί ας αναλογιστούν τις ευθύνες τους. Ας κάνουμε όμως το ίδιο και εμείς, οι θεατές: το σινεμά ο Παράδεισος που τόση συγκίνηση και διασκέδαση μας έχει χαρίσει αξίζει μεγαλύτερο σεβασμό. (Το ίδιο και ο διπλανός μας θεατής.)
 
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Στο δικό μου Ισλαμαμπάντ
› 
Εκεί… ψηλά στον Παρνασσό
› 
Τα ταξίδια των ανθρώπων
› 
Μπροστά στο ATM
› 
Τα φυτά που μιλάνε
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers