Σας φάνηκε, υποθέτω, τρελό το (διά δημοψηφίσματος) «όχι» των Ελβετών σε πρόταση για αύξηση της ετήσιας άδειάς τους από τέσσερις σε έξι βδομάδες. Και σε μένα. Αρχικά. Ύστερα σκέφτηκα ότι στη λήψη μιας τέτοιας απόφασης θα βάρυνε σίγουρα η υψηλή ποιότητα ζωής που απολαμβάνουν οι περιστοιχισμένοι από τις Άλπεις ορεσίβιοι της Κεντρικής Ευρώπης. Όταν τα νεύρα σου δεν είναι τσιτωμένα, βλέπεις με άλλο μάτι την καθημερινότητά σου, την οργανώνεις με άλλον τρόπο, έχεις διαφορετικές προτεραιότητες. Όταν όμως καλείσαι καθημερινά, προκειμένου να επιβιώσεις, να αναπτύσσεις νέα αντισώματα απέναντι στις δεκάδες επιδημίες (από φόβο αποφεύγω να τις χαρακτηρίσω ανίατες ασθένειες) που πλήττουν το περιβάλλον σου, τι άλλο να ονειρευτείς παρά την όσο το δυνατόν πιο μακρά απουσία, έστω διά των διακοπών, από την κόλαση; Φεύγεις, όμως, επιστρέφεις και ούτε που έχεις καταλάβει πώς πέρασε ο χρόνος της ανεμελιάς και της ξεκούρασης. Πέντε εβδομάδες διακοπών και παρ’ όλα αυτά αισθάνεσαι σαν να μην παραθέρισες ποτέ, τέτοια η φθοροποιός ένταση που έχεις αποθηκεύσει και που δουλεύει υποδόρια, εναντίον σου.
Μέσα Μαρτίου λοιπόν και εγώ ονειρεύομαι τις διακοπές του καλοκαιριού. «Ποιες διακοπές;» ρωτάει η εξαδέλφη μου η οποία απολύθηκε τις προάλλες, λόγω περικοπών, με το δάνειό της να τρέχει, αλλά και με μία κολακευτικότατη συστατική επιστολή στο χέρι καθώς, όπως τη διαβεβαίωσε η πρώην αφεντικίνα της, «υπαλλήλους σαν εσάς δεν βρίσκεις σήμερα». Δεν βρίσκεις, αλλά όταν τους έχεις τους δείχνεις την πόρτα. Κάπως έτσι, με απολύσεις, επιβραβεύονται οι υψηλές επιδόσεις στον εργασιακό χώρο την εποχή του μνημονίου. «Και εσύ μιλάς για διακοπές». Καλά, μη φανταστείς ότι ονειρεύομαι τρελά ξεφαντώματα στο Ακαπούλκο με την κολλητή μου την Πάρις Χίλτον και με τους απογόνους των Γκριμάλντι, στο σπίτι μας στο νησί λέω να πάμε, για να αποφορτιστούμε. Τότε άρχισε να μου αναλύει (με το δίκιο της) πόσο ακριβή είναι η μετακίνηση με πλοίο, πόσα ξοδεύεις καθημερινά το καλοκαίρι ακόμη και αν έχεις δικό σου σπίτι, πόσο… Με έπεισες, της είπα απαυδισμένος στο τέλος: Αντί να πάμε στο νησί θα πάμε στο απέναντι οικόπεδο, να σκάψουμε μια τρύπα στο χώμα, να μπούμε μέσα και να τελειώνουμε!».
«Εμένα να με κάψετε» πετάχτηκε η θεία Ιουλία, η οποία (νομίζαμε ότι) παρακολουθούσε το «Είναι στιγμές» στο βίντεο (το γράφει!), «και αντί στεφάνων…». Θεία μου, είσαι αλλού, μεταφορικά το έλεγα αυτό με τον λάκκο. «Όπως και αν έχει να με κάψετε και να στείλετε τη στάχτη μου δώρο στον Μεσογαίας και Λαυρεωτικής, θα καταλάβει αυτός…». «Εγώ πάλι λέω να καώ ζωντανή έξω από τη Βουλή» είπε η εξαδέλφη μου. Πού είσαι, Αλμοδόβαρ, να μας κάνεις ταινία, σκέφτηκα, όταν στην οθόνη της τηλεόρασης, με την έναρξη του δελτίου ειδήσεων, έσκασε μύτη ο Ευάγγελος Βενιζέλος για να μας ευχαριστήσει για τις θυσίες μας (!), με εκείνη την περίεργη γκριμάτσα στο πρόσωπό του που δεν καταλαβαίνεις αν είναι χαμόγελο ή γαστρίτιδα. Δηλαδή, για να απογειώσει τον παραλογισμό που φτεροκοπούσε μέσα στο δωμάτιο και να κάνει τα ήδη τεντωμένα νεύρα μας κάτι παραπάνω από τσατάλια. «Πες μου τώρα, αυτός, με το μάτι το δολοφονικό, με ευχαριστεί που με απέλυσαν και που μάλλον δεν θα ξαναβρώ δουλειά;» αναρωτήθηκε η εξαδέλφη μου. «Είναι, αν μη τι άλλο, ευγενέστατος!» παρενέβη εκ νέου η θεία, η οποία τις τελευταίες ημέρες, παρακολουθώντας τις διεργασίες για την ανάδειξη νέου προέδρου του ΠαΣοΚ, είχε θυμηθεί την «πράσινη περίοδό» της και άρχισε να ξαναβλέπει με κάτι σαν συμπάθεια εκείνους που τελευταίως έβριζε. «Συμβαίνει αυτό σε περιόδους μεγάλου ψυχολογικού στρες» μου είπαν οι γιατροί στα Επείγοντα κεντρικού νοσοκομείου που την πήγα τις προάλλες όταν, στις τέσσερις τα χαράματα, άρχισε να ντύνεται και να κατεβάζει από το πατάρι πράσινες σημαίες, για να πάει να ψηφίσει υπέρ του Βενιζέλου: «Ο ασθενής αναζητεί καταφύγιο σε καταστάσεις παρελθοντικές, ξεχνώντας ότι τις έχει απορρίψει. Συνεχίστε τη θεραπεία με τα ηρεμιστικά και τα ζεστά ποδόλουτρα και αν επιμείνει να ψηφίσει ελάτε να σας γράψουμε κάτι ισχυρότερο». Συνήλθε όταν της θύμισα πως αν ήθελε να συμμετάσχει στις διαδικασίες έπρεπε να καταθέσει δύο ευρώ υπέρ του κόμματος. Από τότε που της έκοψαν τη σύνταξη, κάθε φορά που ακούει τη λέξη «πληρώνω» κάνει την πάπια, όσο μικρό και αν είναι το ποσό. Έχει όμως πειθώ ο Βενιζέλος και με κάτι «ευχαριστώ» και κάτι «συγγνώμη» άρχισε να μου την τουμπάρει. Γι’ αυτό έκλεισα την τηλεόραση και της πρότεινα να διαβάσει Λένα Μαντά.
Προτίμησε την εφημερίδα (αυτή η μανία της με την ενημέρωση!) και αφού μελέτησε το ζώδιό της («Ευκαιρία της εβδομάδας: Ερωτευθείτε τρελά!»), έπεσε πάνω στις πρόσφατες δηλώσεις του Κώστα Σκανδαλίδη. Με τις οποίες ο πολιτικός – προερχόμενος και εκείνος από την παράταξη που κυβερνά όλα αυτά τα χρόνια, δίνοντάς του υψηλόβαθμα πόστα – καλούσε σε…επανάσταση: «Πρέπει να ανακαλύψουμε ξανά τη Δημοκρατία και να ορίσουμε από την αρχή το Σύνταγμα, τους νόμους, τους θεσμούς και τους κανόνες της». Έσκισε τη σελίδα με τη φωτογραφία του, σηκώθηκε, πήγε στην κουζίνα και την έβαλε στον πάτο του κλουβιού με τα καναρίνια. «Ξέχασα να το καθαρίσω το πρωί, αμαρτία είναι» γύρισε και μου είπε. Ακολούθως πλησίασε την κόρη της, η οποία ξαναδιάβαζε (για νιοστή φορά) τη συστατική επιστολή που της ενεχείρισαν μαζί με το χαρτί της απόλυσής της, και της χάιδεψε το κεφάλι: «Μη στενοχωριέσαι, εσύ με τα προσόντα που έχεις δεν χάνεσαι. Σίγουρα θα βρεις καλύτερη δουλειά. Και αν δεν βρεις, θα πάμε στην Ελβετία, όλοι μαζί!». Μήπως να προτιμήσουμε μια χώρα με μεγαλύτερο καλοκαίρι και περισσότερες ημέρες διακοπών; Τόλμησα να ρωτήσω…