Μπήκαν στο διαμέρισμα των Αθανασίου, στον έκτο, και πήραν «κοσμήματα, ασημικά και τρία χρυσά δόντια». Δόντια; «Ναι, παιδί μου, γιατί σου κάνει εντύπωση; Και εγώ έχω κρατήσει τα δόντια του μακαρίτη του θείου σου, από χρυσό αρίστης ποιότητος…». Δεν ήθελα να μάθω περισσότερα για την kinky πλευρά της θείας Ιουλίας, οπότε δεν έδωσα συνέχεια. Ξεκίνησα για το γραφείο. Στο ασανσέρ συνάντησα την («σαν κλεμμένο ξωκλήσι / έτσι μ’ έχεις αφήσει») Αθανασίου που ένιωθε «γυμνή, αγόρι μου. Όλα τα πήραν». Ήταν τεράστιο πλήγμα για μια γυναίκα που δεν πήγαινε ούτε ως το ψιλικατζίδικο αν δεν στολιζόταν σαν τη Λούρδη – όχι της Μαντόνα, την άλλη, την oρίτζιναλ Μαντόνα.
Τη λυπήθηκα. Τρεις ημέρες μετά, λυπήθηκα την Κοντού, του τετάρτου. Εκείνη την έπαθε από τσιγγάνες: χτύπησαν το κουδούνι, ζήτησαν «ένα κουτί μακαρόνια, φιλινάδα, και θα σου πούμε έναν αριθμό που θα σου φέρει πολλά καλά». Αρνήθηκε («δεν πιστεύω σε τέτοια») και ξάφνου η μία εκ των δύο έπεσε ξερή «στο χαλάκι της εισόδου. Πήγα να της φέρω νερό και ώσπου να γυρίσω είχαν εξαφανιστεί, με δύο πορσελάνινα βάζα και μια χελώνα Swarovski». «Δεν κοίταξες προηγουμένως από το ματάκι;» την επέπληξε η θεία Ιουλία. «Κοίταξα». «Και άνοιξες; Ποτέ δεν ανοίγουμε σε αγνώστους!». Εκείνη, όμως, άνοιξε την επομένη στους υπαλλήλους του ΟΤΕ που χτύπησαν την πόρτα μας για να ελέγξουν «τα καλώδια των τηλεφωνικών συσκευών σας». Και να δουν τι; «Αν είναι ίσια ή σπιράλ, μου είπαν». Αν υποθέσουμε, θεία μου, ότι ήταν σπιράλ, αυτό τι διαφορά θα έκανε; «Δεν είμαι ο… Εντισον για να ξέρω». Ποιος Εντισον; «Αυτός δεν ανακάλυψε το τηλέφωνο; Ή ο Μαρκόνι; Όχι, ο Μπελ! Είμαι συγχυσμένη και τα έχω μπλέξει».
Συγχυσμένη με τον εαυτό της είναι, που την πάτησε χειρότερα από την Κοντού και σήμερα κλαίει τα 150 ευρώ (για τον λογαριασμό της ΔΕΗ) που είχε αφήσει στην εταζέρα του χολ. «Ήταν, όμως, κύριοι! Καλοντυμένοι, ευγενικοί, εραστές της τέχνης…». Αυτό πού το έμαθες; «Ενώ πίναμε το τσάι μας, είδε ο ένας τον Βαρλάμο που έχω στον τοίχο και τον θαύμασε». Τους είχε τρατάρει κιόλας! Θεία, καταλαβαίνεις τι θα μπορούσες να έχεις πάθει; Ο, τι και ο κυρ Αντώνης του ισογείου που τον έδεσαν, λεηλάτησαν το διαμέρισμα, και τον βρήκε, δύο ημέρες μετά, σε κακά χάλια, η Γκαλένα η καθαρίστρια. Ήταν το τέταρτο περιστατικό που συνέβη στην πολυκατοικία μας, με πέμπτο την περιπέτεια της θείας.
Έκτοτε αρχίσαμε να κλειδώνουμε πρωί - βράδυ και τη μέχρι πρότινος ορθάνοιχτη εξώπορτα. «Ο κανονισμός λέει ότι αυτό δεν επιτρέπεται» διαφώνησε ένας από τους ενοικιαστές, για να υποχωρήσει υπό το δολοφονικό βλέμμα που του έριξε ο κυρ Αντώνης με το αριστερό μάτι του – το δεξί του ήταν ακόμη κλειστό από τις μπουνιές των εισβολέων. Το κλείδωμα αποφασίστηκε με ευρεία πλειοψηφία και από εκείνη την ημέρα άρχισε ένα νέο παιχνίδι, το «Βρες ποιος δεν κλειδώνει». Γιατί υπήρχαν ένα -δύο που σε πείσμα των υπολοίπων επέμεναν να αφήνουν την πόρτα ορθάνοιχτη.
«Πού θα μου πάει, θα τους τσακώσω!» δήλωσε η θεία Ιουλία η οποία καταλήφθηκε από το πνεύμα της Μις Μαρπλ και άρχισε να παραμονεύει στους σκοτεινούς διαδρόμους, να ανεβοκατεβαίνει τις σκάλες φορώντας πλεκτά πασουμάκια για να μην ακούγεται και να κάθεται επί ώρα ακίνητη πίσω από το πλατύφυλλο, για να συλλάβει επ’ αυτοφώρω τον ακατονόμαστο.
Πίσω από το πλατύφυλλο ήταν κρυμμένη όταν «η παντρεμένη του τρίτου με το που έφυγε ο άνδρας της για τη δουλειά έβαλε μέσα τον… ξέρεις», όταν «ο κυρ Αντώνης άφησε τη σακούλα με τα σκουπίδια του μπροστά στην πόρτα της Κοντού», όταν «ο Γιωργάκης, ο άνδρας της Κούλας, που έπαθε το έμφραγμα, βγήκε και κάπνισε στον διάδρομο, για να μην τον πάρει είδηση η γυναίκα του». Όλα τα μυστικά της πολυκατοικίας αποκαλύφθηκαν στα μάτια της, μόνο εκείνον που αφήνει ανοιχτή την εξώπορτα δεν κατάφερε να εντοπίσει. Υποπτεύεται, όμως, ότι είναι ο γιος της Αθανασίου. Γι’ αυτό της έκανε συστάσεις. Εκείνη απάντησε ότι το παιδί της δεν κάνει τέτοια. Η θεία θυμήθηκε ότι «το παιδί σου όταν ήταν μικρό έγραφε στους τοίχους των διαδρόμων χυδαιότητες». Η Αθανασίου ζήτησε αποδείξεις. Η θεία τής είπε «μη μου παριστάνεις τώρα ότι δεν το ήξερες», η Αθανασίου την αποκάλεσε κουτσομπόλα, η θεία την απείλησε ότι θα καλούσε «το ΣΔΟΕ για τα χρυσά δόντια που κρύβεις παρανόμως στα σεντούκια σου», η Αθανασίου απάντησε ότι τα δικά της χρυσά δόντια είναι δηλωμένα (;) «ενώ κάποιες άλλες…». Τότε παρενέβην εγώ, ζήτησα συγγνώμη από τη γειτόνισσα και οδήγησα τη θεία στο εσωτερικό του σπιτιού. Ηρέμησε! «Πήγαινε να τσεκάρεις αν είναι κλειδωμένη η εξώπορτα, αλλιώς δεν ηρεμώ». Ήταν ξεκλείδωτη. Και ομολογώ ότι δεν ήξερα αν έπρεπε να την κλειδώσω. Ίσως θα ήταν καλύτερα να τη χτίσω και να τελειώνουμε. Εγώ, όμως, από ποια μεριά θα έμενα; Δεν έχει σημασία. Και στις δύο πλευρές, πόλεμος. Εκτός, η απειλή των κλεφτών, ο φόβος, η αναρχία. Εντός, ο «εμφύλιος», τα κουρελιασμένα νεύρα των τρομαγμένων, από την παρακμή που καλούνται να αντιμετωπίσουν, ενοίκων. Κάποτε ήμασταν μια ήσυχη γειτονιά, μια ήσυχη πολυκατοικία, με χαμογελαστούς ανθρώπους... Κάθε Πάσχα η Αντωνίου μάς έφερνε τα περίφημα τσουρέκια της. Εφέτος, δεν νομίζω ότι θα μας προτιμήσει. Πώς καταντήσαμε έτσι; Κοίταξα τον ρακένδυτο Αφρικανό που έψαχνε τα σκουπίδια στον απέναντι κάδο. Μπήκα μέσα και κλείδωσα πίσω μου την πόρτα. Μάλλον πρέπει να την αλλάξουμε και να βάλουμε μια απαραβίαστη. Πώς καταντήσαμε έτσι;