Au revoir, θεία Ιουλία...
Εσχάτως, εκτός από μνημόνια, η Γερμανία εξάγει και παραμύθια. Για να νανουρίζει τρυφερά (;) την απόγνωσή μας. Πεντακόσια από δαύτα βρέθηκαν στο Ρέγκενσμπουργκ, ξεχασμένα για περισσότερο από 150 χρόνια. Σε ένα από αυτά, μια κοπέλα, προκειμένου να ξεφύγει από μια μάγισσα, μεταμορφώθηκε σε λίμνη, η μάγισσα ήπιε τη λίμνη, η κοπέλα έσκισε το στομάχι της με μαχαίρι για να βγει έξω. Σκιάχτηκα.
Τα παραμύθια, ακόμη και όταν τα διηγούνταν καλόκαρδες γιαγιάδες, είχαν στοιχεία θρίλερ. Τα παλιά, όμως, εκείνα με τα οποία με μεγάλωσε η θεία Ιουλία, διέθεταν και τρυφερή αφέλεια, άγνοια κινδύνου, παιχνιδιάρικη διάθεση. Ενώ στις σύγχρονες «διεστραμμένες» εκδοχές τους έχουν παραγίνει. Στην τηλεόραση, δύο σίριαλ το «Once Upon a Time» και το «Grimm», σερβίρουν πληθωρικές ποσότητες τρόμου. Στο σελιλόιντ, δεν έφτανε η «Κοκκινοσκουφίτσα» με την Αμάντα Σέιφριντ (όπου η ηρωίδα είναι μια «Λολίτα» που δεν θα την έλεγες άβγαλτη), εσχάτως προέκυψε μια «Χιονάτη» (με την Τζούλια Ρόμπερτς) όπου οι Επτά Νάνοι ασκούν πολεμικές τέχνες. Αναμένεται, επιπλέον, «Η Χιονάτη και ο Κυνηγός», με μπόλικο γυμνό από την κακιά μάγισσα (Σαρλίζ Θερόν) -δεν γνωρίζω αν και ο κυνηγός (Κρις Χέμσγουορθ) θα μας δείξει πισινό για να ανεβάσει το κασέ του.
Το κακό δεν περιορίζεται στον κόσμο του θεάματος. Προχθές, το «Κοριτσάκι με τα σπίρτα» έκλεψε από το σπίτι φίλης 450 ευρώ. «Είσαι σίγουρη πως ήταν το κοριτσάκι αυτοπροσώπως;». «Φυσικά! Πουλούσε σπίρτα στον δρόμο, αδύνατο, πεινασμένο». Το λυπήθηκε, το κάλεσε επάνω για να του δώσει τυρόπιτα, και... «Δεν μας είχε προειδοποιήσει ο Άντερσεν ότι ήταν τέτοιο τσουλάκι!». Ούτε για τον μικρό καπνοδοχοκαθαριστή μάς είχε προειδοποιήσει. Ο οποίος μπήκε στο σπίτι ετέρας φίλης, από το τζάκι, και το έκανε καλοκαιρινό. Ακόμη και την πορσελάνινη βοσκοπούλα από το σερβάν πήρε, για να έχει το παραμύθι ευτυχές τέλος - για το κλεφτρόνι και τη βλαχάρα ερωμένη του, όχι για τη φίλη μου. Προχθές άνοιξαν δύο διαμερίσματα στην πολυκατοικία όπου κατοικώ. Υποθέτω ότι δράστες ήταν ο Αλή Μπαμπά και οι 40 κλέφτες.
Ναι, έχω αρχίσει να σαστίζω. Και να τρομάζω με τον σαθρό κόσμο γύρω μου: μια παρέλαση μεταμοντέρνων χαμινιών από τον «Ολιβερ Τουίστ», μικρό- ή μεγαλοεγκληματιών από τους «Αθλίους», ζητιάνων «Με» ή «Χωρίς οικογένεια», αλλά και φιλάργυρων-τυραννικών Σκρουτζ (εκ Βορείου Ευρώπης) που με περιμένουν στη γωνία. Ακόμη και τα Στρουμφάκια βλέπω με άλλο μάτι: δεν μπορεί να είναι τόσο καλοκάγαθα, κάτι θα κρύβουν κάτω από το αφύσικο γαλάζιο της επιδερμίδας τους.
Ήταν, όμως, «Το ασχημόπαπο» εκείνο που πυροδότησε δραματικές εξελίξεις στη ζωή μου. Το αγόρασε η θεία Ιουλία από μια γύφτισσα, γιατί είχε ακούσει ότι όσα μένουν αδιάθετα τα σκοτώνουν. Το φρόντιζε, ως τη μέρα που τη δάγκωσε με τόση δύναμη που της έκοψε κρέας. «Σε μένα, που σε ταΐζω στο στόμα;» το ρώτησε με παράπονο, και εκείνο, αφηνιασμένο, την ξαναδάγκωσε. «Πάρ’ το προτού το κάνω πάπια Πεκίνου!» είπε και έπεσε σε περισυλλογή.
Λίγο μετά, με πλησίασε και δήλωσε: «Αποχωρώ». Πού πας; «Πίσω, στα παραμύθια που σου έλεγα. Νιώθω πιο άνετα εκεί από ό,τι σε έναν κόσμο όπου η Χιονάτη δείχνει τα βυζιά της στους νάνους, ο καπνοδοχοκαθαριστής έχει γίνει κλεφτρόνι, η Μαίρη Πόπινς πουλάει στο Διαδίκτυο γυμνές φωτογραφίες των παιδιών που μεγαλώνει και το ασχημόπαπο δαγκώνει τους ευεργέτες του. Είμαι πολύ μεγάλη και κουρασμένη για να αντέξω αυτό που συμβαίνει. Δεν έχω πια θέση εδώ». Ούτε στα γραπτά μου; «Για τον κόσμο που με διώχνει γράφεις και εσύ». Με αφήνεις; «Ξέρεις που θα με βρεις». Χάιδεψε το μάγουλό μου, άνοιξε μια πόρτα στον τοίχο, την οποία, παρ’ ότι μένουμε πολλά χρόνια στο ίδιο σπίτι, δεν είχα προσέξει ποτέ, και έφυγε. Όταν συνήλθα από την έκπληξη, σκέφτηκα να την ακολουθήσω. Δεν μπορούσα, όμως, να βρω την πόρτα· είχε εξαφανιστεί. Τότε, επικαλέστηκα τη φαντασία μου, η οποία είχε εξάλλου δημιουργήσει τη θεία. Και την είδα να βοηθά τον Χένσελ και την Γκρέτελ να ψήσουν στον φούρνο την κακιά μάγισσα (είχε πάντα ταλέντο στη μαγειρική) και να τρώει μαζί τους το ζαχαρόσπιτό της (αγιάτρευτη γλυκατζού). Έδειχνε πιο ευτυχισμένη από ό,τι ήταν στις ιστορίες μου. Γι’ αυτό θα την αφήσω εκεί: Ο παραμυθόκοσμος που είχε η ίδια δημιουργήσει για να με κοιμίζει και να με ξυπνάει, για να με νουθετεί και να με ψυχαγωγεί, είναι ο μοναδικός κόσμος στον οποίο δεν θα την ενοχλήσει η τρόικα – δεν διαθέτει τη φαντασία που απαιτείται για να φθάσει ως εκεί, ώστε να της μειώσει ξανά τη σύνταξη. Εγώ, τις ώρες της μεγάλης ανάγκης, θα τη συναντώ κρυφά, γνωρίζω τον μυστικό δρόμο. Όπως τον γνωρίζουν και όλοι όσοι τη συμπάθησαν. Οι οποίοι, ακόμη και αν αισθάνονται ότι θα τους λείψει, δεν μπορούν να της αρνηθούν το δικαίωμα σε μια καλύτερη ζωή από αυτή που της παρέχει το μνημόνιο. Σε μια ζωή παραμυθένια. Συνεχίζω, χωρίς εκείνη. Ανανεώνοντας (ελαφρώς) αυτή τη στήλη, όπως ανανεώνεται και το περιοδικό. Και αναζητώντας ζωολογικό κήπο που να δεχτεί το λυσσασμένο ασχημόπαπο. Στο σπίτι δεν το θέλω!