Στο δικό μου Ισλαμαμπάντ
31.5.2012 
Σχόλιά μου για την κατάντια του άλσους στο Πεδίον του Άρεως προκάλεσαν την αντίδραση αναγνωστών και φίλων: «Τι δεν σου αρέσει; Μια χαρά είναι». Μεγαλωμένος στη γειτονιά, έχω εικόνες ζωηρά χαραγμένες στη μνήμη μου: Παρτέρια περιποιημένα. Λουλούδια. Δρομάκια που καθαρίζονταν διαρκώς. Σιντριβάνια που λειτουργούσαν. Περίπτερα με φρέσκο ποπκόρν, παγωτά, σοκολάτες και παιδικά παιχνίδια. Κουλουρτζήδες. Μια μεγάλη παιδική χαρά όπου συναντιόμασταν οι φίλοι. Το αναψυκτήριο του Οικονομίδη για γρανίτα φράουλα και ψυχαγωγικά δίωρα με τους σταρ του πενταγράμμου – εκεί είχα ακούσει ζωντανά το «Μάθημα σολφέζ» το 1977, διαπιστώνοντας με έκπληξη ότι τα ασπρόμαυρα κοστούμια που φορούσαν οι ερμηνευτές του στην τηλεόραση είχαν χρώμα, ήταν μοβ! Λίγο πιο κάτω, το θέατρο «Αλίκη», με την «Εβίτα» της εθνικής σταρ να άδει «μην κλαις για μένα, Αργεντινή» και να... διώχνει τα πουλιά.
 
Αυτό ήταν το άλσος που θυμάμαι: ένας καταπράσινος χώρος χαράς και ψυχαγωγίας για όλη την οικογένεια. Την ημέρα, επειδή το βράδυ τα πάρκα αποκτούν και άλλες χρήσεις. Εν προκειμένω, δεν με αφορά η νύχτα. Στις απογοητευτικές ημέρες του ανακαινισμένου πάρκου αναφέρομαι: το οποίο θυμίζει πλατεία στο Ισλαμαμπάντ. Όχι, δεν βρίσκω χαριτωμένο το παρακμιακό έθνικ που έχει αλλοιώσει την αστική φυσιογνωμία της γειτονιάς μου.
 
Δεν θα κρίνω τη δουλειά του Αλέξανδρου Τομπάζη που υπογράφει την ανάπλαση του χώρου, παρ’ ότι έχω απορίες. Θεωρείται κορυφαίος στο είδος του, μαζί με άλλους αρχιτέκτονες που ανέλαβαν την ανάπλαση πλατειών της Αθήνας, με απογοητευτικά αποτελέσματα. Δεν μπορεί όλοι αυτοί οι καταξιωμένοι επαγγελματίες (ή οι νέοι με τις λαμπρές σπουδές) να ήταν τόσο άστοχοι, κάτι άλλο φταίει που δεν επιτρέπει στις επανασχεδιασμένες περιοχές να λειτουργήσουν όπως θα έπρεπε. Αυτό το κάτι υποπτεύομαι ότι είναι το αδιάφορο για τη σωστή χρήση των δημόσιων χώρων και για την ποιότητα ζωής των πολιτών κράτος. Το κράτος που έχει εγκαταλείψει τώρα το άλσος στην τύχη του. Που το αφήνει αφύλαχτο, απεριποίητο να μετατραπεί σε μια ψυχαγωγική Αμυγδαλέζα των οικονομικών μεταναστών που συνωστίζονται στα παρτέρια του.
 
Δεν ψήφισα Χρυσή Αυγή, ΛΑΟΣ, ούτε καν ΝΔ, αλλά και δεν συμφωνώ με όσους τάσσονται αναφανδόν υπέρ του «πολιτισμού» που φέρνουν μαζί τους οι... επισκέπτες μας, από φόβο μη χαρακτηριστώ ρατσιστής. Μου αρέσουν οι πολυπολιτισμικές κοινωνίες.
 
Εδώ, όμως, δεν μιλάμε για συμβίωση πολιτισμών, αλλά για την επικράτηση εξαθλιωμένων ομάδων, η οποία συνεπάγεται την υποβάθμιση της δικής μου, μέχρι πρότινος αξιοπρεπώς δομημένης καθημερινότητας. Οι νέοι θαμώνες δεν κάνουν κάτι περισσότερο ή λιγότερο από εκείνο που έκαναν στην πατρίδα τους: μαζεύονται στο πάρκο όπου όλα είναι δωρεάν, στήνουν πικνίκ στο γρασίδι, αφήνουν τα σκουπίδια τους πίσω και φεύγουν. Όσοι έχουν επισκεφθεί χώρες της Ανατολής (από την Τουρκία και την Αίγυπτο ως τις Ινδίες) έχουν δει τέτοιες εικόνες.
 
Εδώ, όμως, είχαμε άλλους κανόνες: δεν κοιμόμασταν ούτε ψήναμε στο γρασίδι, δεν καθόμασταν οκλαδόν στα παγκάκια βγάζοντας τα παπούτσια μας, δεν πλέναμε τα πόδια μας στις βρύσες από όπου οι άλλοι πίνουν νερό. Ούτε πηγαίναμε στο άλσος για να απλώσουμε τις μπουγάδες μας. Γιατί και μπουγάδα απλωμένη είδα το προπερασμένο Σάββατο! Κάποιος έπρεπε να βάλει όρια στους νέους επισκέπτες που δεν γνώριζαν πώς να συμπεριφερθούν. Ποιος, αν όχι το κράτος;
 
Η πολιτεία είναι, λοιπόν, εκείνη που απομάκρυνε και εξακολουθεί να διώχνει τους Έλληνες από το πάρκο τους – επειδή το κακό είχε ξεκινήσει πριν από την έλευση των μεταναστών. Αρχικά, κάνοντάς τους να το φοβηθούν, έτσι αφύλαχτο και σκοτεινό όπως το είχε αφήσει. Στη συνέχεια, χωρίς να προσπαθήσει, όταν το ψιλοσουλούπωσε, να το επανασυστήσει στο κοινό, οργανώνοντας π.χ. συναυλίες, γιορτές, αθλητικούς αγώνες. Τέλος, παραδίδοντάς το άνευ όρων στα κυρίως, εξ Ανατολών, πλήθη. Μετατρέποντάς το σε ένα ακόμη γκέτο.
 
Αν αυτό κάποιοι το βαφτίζουν προχωρημένη κοινωνία ανοχής, εγώ το λέω κοινωνία παρακμής. Της παρακμής που εκδηλώνεται με όλο και πιο ακραίους τρόπους, όπως με τη μάχη ανάμεσα σε συμμορίες που ξέσπασε τις προάλλες στην παιδική χαρά της πλατείας Πρωτομαγιάς: Φίλη που βρισκόταν εκεί με τα δύο ανήλικα παιδιά της μου περιέγραψε πώς εισέβαλαν ξαφνικά στον χώρο νεαροί με καδρόνια στα χέρια, οι οποίοι άρχισαν να ανοίγουν ο ένας το κεφάλι του άλλου. «Μαμά, αίμα είναι αυτό;» ρώτησε έντρομη η πεντάχρονη κόρη της, την ώρα που η οικογένεια τρεπόταν σε άτακτη φυγή. «Όχι, χρώμα είναι, παίζουν» προσπάθησε να την καθησυχάσει.
 
Λίγες ημέρες αργότερα, περνώντας από το ίδιο σημείο, παρατήρησα ότι στην πλάτη μιας παιδικής κούνιας είχε γραφτεί με σπρέι η λέξη «τάφος». Πιο κάτω, εκεί που βρισκόταν το θέατρο «Αλίκη» μια... multiethnic παρέα επιδιδόταν σε διακίνηση ναρκωτικών υπό τη μουσική υπόκρουση αμανέδων από το μαγνητοφωνάκι ξυπόλυτου βρακοφόρου. Εκείνος, καθισμένος σε παρακείμενο παγκάκι, έκοβε τα νύχια των ποδιών του.
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
O Eπίκουρος και το «ριγιούνιον»
› 
Μια φάρσα...
› 
Ταξί και συμπάθεια
› 
Εμείς οι διάσημοι!
› 
Εκεί… ψηλά στον Παρνασσό
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers