Όσο περισσότερο απομακρυνόμαστε, τόσο πιο κοντά ερχόμαστε στο Facebook. Αναρτώντας προσωπικές φωτογραφίες που δεν αφορούν κανέναν και κοινοποιώντας συνήθως τις πιο επιδερμικές σκέψεις μας (τα εσώψυχά μας επιφυλασσόμαστε να τα δημοσιοποιήσουμε σε περιόδους μεγαλύτερης απόγνωσης;) «επικοινωνούμε» με εκείνους που αγαπάμε, ή μάλλον με εκείνους που συμπαθούμε. Κυρίως με εκείνους που δεν γνωρίζουμε. Και που κατά πάσα πιθανότητα δεν θα γνωρίσουμε ποτέ. Διάφορα «lol», «χεχεχε», «xaxaxa!!!» και γκριμάτσες (χαμογελαστά ή δακρυσμένα πρόσωπα), φτιαγμένες από σημεία στίξης, συμπληρώνουν το διαδικτυακό κολάζ της μεταμοντέρνας μοναξιάς μας.
Ορισμένοι το λένε επικοινωνία. Εγώ, έπειτα από έναν χρόνο καθημερινής ενασχόλησής μου με το σπορ, και χωρίς φυσικά να θέλω να προσβάλω κανέναν από εκείνους που το ασκούν με πάθος, το κοιτάζω όλο και με λιγότερη συμπάθεια, όλο και με μεγαλύτερη βαρεμάρα. Νοσταλγώντας την εποχή που τα «friend requests» δεν γίνονταν με το πάτημα ενός κουμπιού, αλλά προϋπέθεταν προσωπική επαφή. Και που το να διαγράψεις από τη ζωή σου εκείνους που σε πλήγωσαν ήταν πιο σύνθετη και επώδυνη διεργασία από το να επιλέξεις την ένδειξη «report/block» και να ξεμπερδεύεις μια κι έξω, χωρίς να δίνεις εξηγήσεις.
Το κυριότερο όφελος από τη «θητεία» μου στο Facebook είναι ότι θυμήθηκα, εγώ ο απορροφημένος από διάφορα μικροπροβλήματα της καθημερινότητας και ενίοτε «ακοινώνητος» τύπος, πόσο σημαντική είναι η διαπροσωπική επαφή. Η οποία γίνεται όλο και πιο σπάνια. Με έκανε, αυτό το διαδικτυακό «παρεοδρόμιο», να νοσταλγήσω την εποχή των αυθόρμητων συναντήσεων, τότε που τα ραντεβού δεν ήταν απαραίτητα, που τα σπίτια μας ήταν ανοιχτά, που για να δεις τους φίλους σου δεν το διαπραγματευόσουν επί εβδομάδες ολόκληρες. Κυρίως όμως επιβεβαίωσε τη μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου που, προκειμένου να μη μείνει και απόψε σόλο, στήνει εικονικές φιλίες με αγνώστους. Που μπορεί να τους στέλνει (διά της αναρτήσεως στον «τοίχο» τους) τις πιο θερμές ευχές του όποτε έχουν γενέθλια (του τα υπενθυμίζει ξανά και ξανά, πεισματικά, το ίδιο το Facebook) αλλά και που, αν εξαφανίζονταν, μάλλον δεν θα του έλειπαν. Γεγονός που δεν τον εμποδίζει να τους επιβραβεύει με άπειρα «like» όποτε ανακοινώνουν «σήμερα πέτυχε η πανακότα» (ο ίδιος τη σιχαίνεται) ή όποτε «ανεβάζουν» φωτογραφίες της πεντάχρονης, πασαλειμμένης σαν γουρούνι με το παγωτό της, κόρης τους, με τη λιγωτική λεζάντα «το πανέμορφο και τρυφερό πουλάκι μας μεγάλωσε και σε λίγο θα ανοίξει τα φτεράκια του και θα πετάξει από τη φωλίτσα μας» – ο ίδιος δεν έχει την καλύτερη των σχέσεων ούτε με τα λερωμένα παιδιά ούτε με τις μπεκάτσες.
Δεν είναι βεβαίως όλα τόσο ψεύτικα, τόσο αδιάφορα, τόσο ανειλικρινή. Πάντα υπάρχουν οι ειλικρινείς συμπάθειες. Πάντα υπάρχουν άνθρωποι που «ζωντανεύουν» το ταριχευμένο περιβάλλον οργανώνοντας συναντήσεις ή στήνοντας «σελίδες» όπου συχνάζουν όσοι έχουν κοινές πεποιθήσεις, ίδια ενδιαφέροντα και όνειρα. Αυτές οι δημιουργικές περιπτώσεις δικαιώνουν τον ιδρυτή του Facebook, τον πολυεκατομμυριούχο (πλέον) Μαρκ Ζούκερμπεργκ. Όμως, ως εξαιρέσεις, δεν παύουν να επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Ο οποίος, όπως εγώ τον αντιλαμβάνομαι, μιλάει για ένα πάρτι τόσο προκάτ που χάνει την αξία του. Επειδή οι συμμετέχοντες είναι ξένοι. Δεν μιλάνε την ίδια γλώσσα. Δεν έχουν πολλά να πουν. Με αποτέλεσμα, η αναρτημένη φωτογραφία ενός μεθυσμένου ζευγαριού με λεζάντα «Ego kai i zouzounitsa mou xtes sto Verti» (προσοχή, όχι στον Βέρντι, στον Βέρτη) να αποθεώνεται με δεκάδες «like» (τόσο σπουδαίο γεγονός!) αντί να τρώει διαδικτυακό γιαούρτι – υπάρχει τέτοια εφαρμογή;
Και είναι πάντα και οι άλλοι: εκείνοι που βρίσκουν την ευκαιρία να κάνουν προπαγάνδα (πολιτική, θρησκευτική κτλ.), να επιτεθούν στους εχθρούς τους διασύροντάς τους, να στήσουν σκυλοκαβγάδες δι’ ασήμαντον αφορμήν, να παρακολουθούν τη ζωή των άλλων ικανοποιώντας την περιέργειά τους... Ετούτη όμως είναι η «άρρωστη» πλευρά του, και θα το αδικήσω αν επιμείνω στο ομιχλώδες σύμπαν της. Γιατί δεν επιθυμώ να το αφορίσω, κάθε άλλο· τελικά, με όλες τις ενστάσεις μου, επιλέγω κι εγώ την όσο το δυνατόν πιο δημιουργική και μετρημένη χρήση του Facebook. Αρκεί να μη γίνει η νούμερο ένα δίοδος επαφής μου με τον έξω κόσμο. Γιατί φοβάμαι ότι για εκατομμύρια εξ αυτών που το έχουν ανοιχτό όλη μέρα και που ό,τι δουλειά και αν κάνουν το τσεκάρουν ανά δύο λεπτά από laptops και από iPhones, κάνοντας «poke» στον κάθε (άγνωστο) κολλητό που ξαφνικά ένιωσε την ανάγκη να μοιραστεί με το σύμπαν την επιθυμία του για «ένα καλό καφεδάκι και ένα καλό γκομενάκι», αυτό έχει γίνει: ο μοναδικός τρόπος για να (νομίζουν ότι) επικοινωνούν.
Όμως η ζωή μας, από τα πιο σοβαρά ως τα πιο αφελή και ανόητα, υποστηρίζεται από μια καρδιά που χτυπάει και από έναν εγκέφαλο που δέχεται ερεθίσματα για να τα φιλτράρει και να τα επεξεργαστεί και όχι από διάφορα μικροτσίπ που, αν δεν τα φορτίσεις επαρκώς, χάνουν κάθε δύναμη. Έτσι, τα βράδια του καλοκαιριού, κλείνω το κομπιούτερ, και βγαίνω έξω. Κάνοντας block στην πλήξη.