Ο ταξιτζής
19.7.2012 
«Έλα τώρα, ρε φιλαράκο, μην το παίζεις σπάγκος, κέρασέ με ένα καφεδάκι που έχω λιώσει από τη ζέστη στο τιμόνι!». Και εγώ είχα λιώσει, επειδή δεν είχε κλιματισμό στο ταξί του, αλλά αυτό ήταν... ψιλά γράμματα για τη σοφεράντζα που με πήρε από το αεροδρόμιο με προορισμό το σπίτι μου. Ευτυχώς, κάπως φύσηξε εκεί πάνω, στην περιφερειακή του Υμηττού, και ψιλοδροσιστήκαμε, με το καμίνι στα πόδια μας να αχνίζει, μεσημέρι Σαββάτου. Γύρω άδειοι δρόμοι («όλοι έχουν πάει για μπάνιο, μεγάλε, και μας άφησαν μόνους τους μαύρους, τους χαμάληδες»), αυτή η παράξενη ησυχία του μεσοκαλόκαιρου στην ημιλιπόθυμη πόλη. Μόνο η πολυλογία του οδηγού («βάλανε και τα πιπινάκια τα μαγιό και κατηφόρισαν προς Βουλιαγμένη για να τρομάξουν τα ψάρια») «ζωντάνευε» (υπέρ το δέον) το σκηνικό: «Μιλάω πολύ, αλλά αν δεν ψυχαγωγήσουμε και τον πελάτη...». Ήταν σχεδόν χαριτωμένος, ως τη στιγμή της πληρωμής.
 
Εγώ, με το που φθάσαμε, έβγαλα από το πορτοφόλι το πενηντάρικο που θυμόμουν ότι στοιχίζουν πλέον οι κούρσες από το αεροδρόμιο προς το κέντρο της πρωτεύουσας. «Πενήντα είναι λίγα, εξήντα!». Μπερδεύτηκα. «Γιατί εξήντα;». «Το ταξίμετρο, φίλε, το λέει, όχι εγώ». Είχα καιρό να πάρω ταξί από το αεροδρόμιο, σκέφτηκα ότι μπορεί το πενηντάρικο να μην ίσχυε πια, να μην ίσχυσε ποτέ... Έβγαλα ένα ακόμη εικοσάευρο. «Οχ, και δεν έχω ρέστα! Πού να πάω τώρα να χαλάσω που είναι όλοι κλειστοί;». Σε αυτό δεν μπορούσα να βοηθήσω. Έξυσε προβληματισμένος το κεφάλι του, κοίταξε προς τον ουρανό (μήπως άρχιζε να βρέχει κέρματα;) και έπειτα από ώριμη σκέψη κατέληξε στη λύση του κερασμένου καφέ: «Εγώ ολόκληρη κούρσα σε έκανα, τι είναι δέκα ευρώ σήμερα; Άντε γεια!». Είναι δέκα ευρώ, επέμεινα. Έψαξε στις τσέπες του, έψαξε στα ντουλαπάκια του αυτοκινήτου του και – ω του θαύματος – τα ρέστα βρέθηκαν.
 
Λίγο αργότερα, στο σπίτι, άνοιγα τον υπολογιστή για να διαβάσω στο Internet: «Στα 35 ευρώ για τις ώρες 05.00-24.00 και 50 ευρώ για τις ώρες 00.00-05.00 ορίζεται από την 1η Φεβρουαρίου 2011 η ταρίφα από και προς το αεροδρόμιο “Ελ. Βενιζέλος”, με απόφαση του υφυπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, Σπύρου Βούγια. Στην τιμή συμπεριλαμβάνονται ο ΦΠΑ, το δικαίωμα εκκίνησης (πτώση σημαίας) τα πρόσθετα του αεροδρομίου και των αποσκευών και τα διόδια της Αττικής οδού». Όχι καφέ, πίτσα extra large με μπίρα και παγωτό για επιδόρπιο είχα κεράσει τον απερίγραπτο τύπο!
 
Δεν θα αναφερόμουν στο περιστατικό, καθώς έχω γράψει και άλλες φορές για την «κίτρινη φυλή» και το ιδιόμορφο δίκαιό της (το άδικο, εν προκειμένω για τον πελάτη), στενοχωρώντας ορισμένους σωστούς επαγγελματίες, εκείνους που δεν κοροϊδεύουν, που δεν κλέβουν, που έχουν τσίπα. Όμως, μία εβδομάδα αργότερα, ξαναβρέθηκα στο αεροδρόμιο για να παραλάβω κάποιους φίλους. Εκεί, περνώντας από την πιάτσα των ταξί, επιβεβαίωσα ότι ο απατεωνίσκος που με είχε μεταφέρει στο σπίτι μου δεν είναι μοναδική περίπτωση. Μπροστά στα μάτια μου, έτερος ταξιτζής έκανε παζάρι σε τρεις αγγλόφωνους, ζητώντας τους (το άκουσα με τα ίδια μου τα αφτιά) 90 ευρώ για να τους πάει στο κέντρο της Αθήνας.
 
Παραδίπλα, συνάδελφός του απέφευγε να απαντήσει στην ερώτηση πόσο στοιχίζει η κούρσα για Πλάκα, του επίσης αγγλόφωνου επισκέπτη, ο οποίος ετοιμαζόταν να επιβιβαστεί στο όχημά του. Και όταν εκείνος επέμεινε, σχεδόν εκνευρισμένος του απάντησε «όσα write το taximeter, plus some money for suitcase». Καθένας με την ταρίφα του, λοιπόν, με πολλούς να κατακλέβουν τους τουρίστες που ανταποκρίνονταν στο απεγνωσμένο κάλεσμά μας να προτιμήσουν το ελληνικό καλοκαίρι, τώρα που έχουμε ανάγκη περισσότερο από κάθε άλλη φορά τα λεφτουδάκια τους. Ιδανική διαφήμιση για την πτωχή πλην τίμια (;) χώρα μας, το καλωσόρισμά τους από τους ταξιτζήδες μας.
 
Το καλύτερο; Ενώ στην πιάτσα γινόταν ο χαμός, με μια διαδρομή 30 χλμ. να τιμάται ως και 100 ευρώ, ανάλογα με τις ανάγκες κάθε οδηγού, ακριβώς απέναντι, με θέα στον χώρο επιβίβασης, ένας αστυνομικός ακουμπούσε νωχελικά στη μηχανή του και έπαιζε με το κινητό του. Χαλαρός, άνετος, ευτυχισμένος, στην τέλεια, στην υπέροχη κοσμάρα του. Και αδιάφορος για τις κάκιστες πρώτες εντυπώσεις που αποκόμιζαν οι επισκέπτες μας. Την επομένη άκουσα πολιτικό μας να καταγγέλλει σε τηλεοπτική εκπομπή τούς εξαιρετικά χαμηλούς μισθούς που παίρνουν οι αστυνομικοί, «οι οποίοι με κίνδυνο της ζωής τους» κάνουν το ένα, κάνουν το άλλο... Και τα κάνουν και πλακάκια με τους ταξιτζήδες του αεροδρομίου, προσπερνώντας εντέχνως τις κραυγαλέες παρανομίες τους; Έφερα ξανά στο μυαλό μου τον ένστολο με το κινητό –άραγε έγραφε μηνύματα στην καλή του ή έπαιζε Angry Βirds; Και στον ταρίφα που με κατάκλεψε. Σκέφτηκα ότι αυτή η Ελλάδα, η θλιβερή Ελλάδα που δεν θέλω, που δεν ήθελα ποτέ, που δεν ήθελαν ποτέ χιλιάδες συμπατριώτες μου, δεν πρόκειται να αλλάξει. Μετά προσπάθησα να διώξω τέτοιου είδους σκέψεις. Συμβουλή του γιατρού μου, για να βγάλω και αυτό το καλοκαίρι.
 
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Μια μαμά σαν την Πέιλιν
› 
Όλα της πόλης δύσκολα
› 
Το δώρο της εποχής
› 
Από το «Ποσειδώνιο» στο Σαν Ρέμο
› 
Τα χρόνια των ανθρώπων
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers