Μωρό μου, σκάσε...
Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το καλοκαιρινό βράδυ του 1985 –18 χρόνων ήμουν– στη Ρωμαϊκή Αγορά. Τα εισιτήρια για την κοινή εμφάνιση της Δήμητρας Γαλάνη και της Φλέρυ Νταντωνάκη (που θα τραγουδούσε μπροστά στο ελληνικό κοινό έπειτα από καιρό) τα είχε εξασφαλίσει η Μαρία, η οποία και με κάλεσε να τη συνοδεύσω. Ήταν μεγάλη η περιέργειά μου να ακούσω από κοντά αυτή τη σημαντική τραγουδίστρια την οποία την είχα γνωρίσει και εκτιμήσει από τις δισκογραφικές συνεργασίες της με τον Μάνο Χατζιδάκι. Για το κοινό που είχε συρρεύσει στον χώρο το συναίσθημα που κυριαρχούσε, ακόμη μεγαλύτερο και από την περιέργεια μπροστά στην επανεμφάνιση της Νταντωνάκη, ήταν η συγκίνηση. Συγκίνηση και προσμονή διάχυτες σε όλον τον χώρο, οι οποίες, ως φαίνεται, την τρόμαξαν τόσο ώστε να μη θέλει να βγει στη σκηνή. Μόνο χάρη στην επίμονη προσπάθεια της Γαλάνη αποφάσισε να τραγουδήσει. Με φωνή που έτρεμε στην αρχή. Για να «συνέλθει» και να θριαμβεύσει στη συνέχεια με την απροσμέτρητη ευαισθησία του τραγουδιού της.
Εκείνες τις στιγμές είχε περιγράψει και η Γαλάνη, το 1998, μέσα από τις σελίδες του «Βήματος» αποχαιρετώντας τη Φλέρυ που είχε αναχωρήσει για το τελευταίο ταξίδι της. Και γράφοντας για μια Αθήνα που «έλαμπε σαν πρώτη πολιτιστική πρωτεύουσα. Την Αθήνα της Μελίνας και τη Ρωμαϊκή Αγορά του Κόσμου. Μαγική η βραδιά και η στιγμή μεγάλη για μένα να βρεθώ στη σκηνή με τη Φλέρυ Νταντωνάκη. (…) Ο κόσμος ήταν κρεμασμένος από παντού. Χιλιάδες άνθρωποι, χιλιάδες πρόσωπα, γεμάτα αναμονή. Αυτός ο κόσμος ήξερε και περίμενε υπομονετικά. Ο κόσμος που ξέρει να διακρίνει. Η φωτογραφία πάνω στο γραφείο μου μού θυμίζει πόσο κοριτσάκι ένιωθε εκείνο το βράδυ. Το ίδιο και η αίσθηση του χεριού της που κρατούσα στο χέρι μου, οδηγώντας την πάνω στη σκηνή της Ρωμαϊκής Αγοράς σαν να την πήγαινα στον γάμο της. Ζούσε για αυτό το χειροκρότημα που μας αγκάλιασε. Ζούσε για αυτό σαν κάθε τραγουδίστρια, σαν κάθε καλλιτέχνης, και έτρεμε. Τα μέτρα, όμως, αυτής της φορεσιάς, του τραγουδιστή της ματαιοδοξίας και του ανεγκέφαλου ανταγωνισμού, δεν είχαν καμία σχέση με αυτή και με αυτό που έφερε στην ψυχή της και στη φωνή της. (…) “Αυτό είναι το πρώτο μου κοντσέρτο εν Ελλάδι ύστερα από 13 χρόνια απουσίας μου και θα ακολουθήσουν κι άλλα πολλά” είπε. Όχι. Ήταν η τελευταία φορά που την είδαμε. Μετά ξαναγύρισε στο προσωπικό της ταξίδι και τώρα έφυγε, ησύχασε… Το μόνο που μας μένει να κάνουμε, να μεταφέρουμε το φως της και να τη θυμόμαστε…».
Εγώ, λοιπόν, τα θυμήθηκα όλα αυτά βλέποντας τη διαφήμιση για τη συναυλία με τον βαρύγδουπο τίτλο «20 χρόνια Φοίβος» που θα πραγματοποιηθεί στο ΟΑΚΑ, με τα εισιτήρια να φτάνουν και τα 60 ευρώ. Σκέφτηκα, φέρνοντας στο μυαλό μου τη Φλέρυ, τον Μάνο, τον Νιόνιο, τον Μίκη, και τον άλλο Μάνο, τον Λοΐζο, όλους εκείνους που με έμαθαν να ακούω μουσική, ότι από το «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι», που πριν από μερικά χρόνια το φώναζες χωρίς τύψεις και το ευχαριστιόσουν, φτάσαμε στον θριαμβευτικό επικήδειο του είδους. Τον οποίο καλούμαστε να γιορτάσουμε, τιμώντας έναν άνθρωπο που με τους προχειρογραμμένους, άτεχνους στίχους του και τις σχηματικές, «ζούφιες» μουσικές του (μελωδίες πρόχειρες, των 10 λεπτών, που όλες μοιάζουν μεταξύ τους) συνέβαλε στην υποβάθμισή του. Και στον ευτελισμό της λαϊκής
διασκέδασης. Στη μετατροπή της σε μια δύσοσμη και θορυβώδη χωματερή – αρένα όπου τα πλήθη εκτονώνουν με τον πιο άκομψο και άτεχνο τρόπο την πλήξη τους. Αναλογίστηκα πόσο εύκολα περάσαμε από τα μεγάλα τραγούδια στο «Gucci φόρεμα» του Μαζωνάκη, που ανέβηκε στην πίστα για να μας μάθει «Πώς το κάνουμε στην Καισαριανή». Πώς ένας λαός που στα γλέντια του τραγουδούσε τους μεγαλύτερους ποιητές του, τώρα τραγουδάει «Μωρό μου, σκάσε», «Νικοτίνη σου να γίνω / την ανάγκη μου εσύ να έχεις», «Οινοπνευματάκι μου, μη μου εξατμίζεσαι», «Σε βλέπω και παθαίνω, ναι, / (…) / και κλείνομαι και γδύνομαι, / φαντάζομαι ότι σου δίνομαι», «Τη σιχάθηκε η ψυχή μου»… Αυτή είναι η προσφορά του Φοίβου (και των άλλων Φοίβων, γιατί δεν είναι ο μόνος), καθώς και των τραγουδιστών (από τη Δημητρίου μέχρι τον Ρέμο) που θα ανέβουν στη σκηνή του ΟΑΚΑ για να τον αποθεώσουν. Και αν οι άνθρωποι της γενιάς μου είχαμε την τύχη τα πιο ωραία λαϊκά σε σπίτια με μωσαϊκά να τα έχουμε χορέψει, οπότε είμαστε σε θέση να καταλάβουμε και να αξιολογήσουμε, εύχομαι να μπορούν να το κάνουν και οι γενιές που μεγάλωσαν με το «Απαπά παπααπά παπαπά» της Βανδή. Παρεμπιπτόντως, μαθαίνω ότι ξαναχτύπησε η Άννα Βίσση με το νέο άσμα του «πατέρα» του Φοίβου, του Νίκου Καρβέλα, στο οποίο άδει «Μια βραχνή μουσική από καμένο ηχείο / Όλα μηδέν, όλα πλην, όλα χύμα στο κύμα». Δεν έχω ακούσει πιο περιεκτικό και εύστοχο σχόλιο για αυτό που συμβαίνει στο ελληνικό τραγούδι.