Μια φάρσα...
Kάτι η πανσέληνος των πρώτων ημερών του Αυγούστου, κάτι οι λογαριασμοί που είχαν αρχίσει ο ένας μετά τον άλλον να εισβάλλουν απειλητικοί στο σπίτι κάτω από τη σχισμή της πόρτας, κάτι ο ολοκαίνουργιος αποκωδικοποιητής που επέμενε να μη λειτουργεί, με αποτέλεσμα η τηλεόρασή μου να έχει μετατραπεί σε ραδιόφωνο (μόνο ήχος, όχι εικόνα), κάτι το εμφανώς ξινισμένο παγωτό που όμως το έφαγα ο λαίμαργος... Πέρασα δύσκολες μέρες. Όχι τίποτε ανεπανόρθωτο, ωστόσο δεκάδες μικρές εκκρεμότητες που έπρεπε να τακτοποιηθούν, τη στιγμή που δεν είχα κουράγιο να ασχοληθώ. Και ο στομαχόπονος. Επινα το τέταρτο καυτό χαμομήλι μέσα στο λάλαρο, όταν χτύπησε το τηλέφωνο - τι αντιπαθητικό θόρυβο που κάνει όταν δεν έχεις διάθεση να μιλήσεις! «Κύριε Αρίστο μας, καλησπέρα, εδώ Ανθή Βλασιάδου!».
Η φωνή παρέπεμπε στη «Μαντάμ Σουσού» της Αννας Παϊτατζή: ιδιόρρυθμη άρθρωση, εκφορά του λόγου σε υψηλά ντεσιμπέλ, με τις λέξεις να κάνουν τσακίσματα. «Λάθος, κυρία μου». «Ε όχι και λάθος, κύριε... Αρίστο μας!» - αυτό ειπώθηκε ειρωνικά - «η Ανθή είμαι, που της χρωστάς, συν τοις άλλοις, τα έξι ενοίκια. Τόσο γρήγορα με ξέχασες;». Κοίταξα στον καθρέφτη απέναντί μου για να επιβεβαιώσω ποιος είμαι (προς στιγμήν τρόμαξα μήπως εξαιτίας της ζέστης και του κοιλόπονου είχα παρανοήσει και... παρ' ότι Αρίστος δεν με αναγνώριζα) και επανέλαβα: «Έχετε καλέσει λάθος νούμερο». «Νούμερο είσαι και φαίνεσαι, αλήτη!» μου απάντησε εμφανώς εκτός εαυτού και συνέχισε τον εξάψαλμο: «Την κοπάνησες και τώρα κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις! Και με περνάς για χαζή». «Μα...». «Τι μα, βρε (μπιπ), που θα μου πεις ότι έκανα λάθος, λες και δεν γνωρίζω τη φωνή σου! Και τη φωνή σου γνωρίζω (μπιπ), και το ποιόν σου γνωρίζω! Και αυτά που έκανες! Μου τα ξέρασε όλα η Φούλα!». «Τι σου τα έκανε η... Φούλα;» - το θέατρο του παραλόγου που ζούσα είχε αρχίσει να αποκτά ενδιαφέρον. «Μου τα είπε όλα!». «Σου είπε υποθέτω και ότι τα ήθελε η περδικούλα της!». «Ποια;». «Η περδικούλα της». «Τι λες, βρε αναίσχυντε προικοθήρα, που θα πεις τέτοια πράγματα για την κόρη μου;» - ώστε... κόρη της, το παζλ «έδενε». «Εγώ; Όλα τα Σεπόλια τα λένε». «Τι δουλειά έχουν τα Σεπόλια;». «Η Φούλα ξέρει. Σε αφήνω τώρα γιατί έχω να πάω για μπάντζι τζάμπινγκ στον Ισθμό της Κορίνθου» - γιατί ο Αρίστος, που είχε αρχίσει να παίρνει μορφή στη φαντασία μου, εκτός από μεγάλο κάθαρμα ήταν και άνθρωπος της περιπέτειας.
Το τηλέφωνο ξαναχτύπησε. «Μη μου κλείνεις εμένα τη γραμμήηη!». Προς στιγμήν μετάνιωσα που «ανταποκρίθηκα» στην πρόκληση, μετατρέποντας μια ατυχήσασα κλήση σε φάρσα. «Κυρία μου, ακούστε με. Έχει γίνει λάθος...». «Το μοναδικό μου λάθος είναι που σε έβαλα στο σπίτι μου και κατέστρεψες το παιδί μου! Αλλά τελείωσαν αυτά που ήξερες! Θα σε εξαφανίσω, Αρίστο! ΄Η θα μου εξοφλήσεις μέχρι τελευταίου ευρώ τα ενοίκια που χρωστάς και θα μου υποσχεθείς ότι δεν θα ξαναπλησιάσεις τη Φούλα, ή...». Εκείνη τη στιγμή αποφάσισα ότι προκειμένου να με τρελάνει εκείνη θα την (από)τρέλαινα εγώ. «Τα λεφτά που σου χρωστούσα τα έδωσα ήδη στη Φούλα, αλλά τα έφαγε με τον Πακιστανό!». «Ποιον Πακιστανό; Τι λες; Τι ξέρεις;». «Ξέρω, κυρία μου, ότι δεν είμαι ο Αρίστος!». «Τι είσαι και τι δεν είσαι θα το πεις στον δικηγόρο μου!». Αυτή τη φορά ήταν εκείνη που έκλεισε το τηλέφωνο στα μούτρα μου. Δέκα λεπτά αργότερα, και ενώ νόμιζα ότι η τραγικωμωδία είχε λάβει τέλος, δέχτηκα κλήση από τον δικηγόρο! «Κύριε Απέργη, σας καλώ εκ μέρους της κυρίας Βλασιάδου» - ώστε το πλήρες όνομά μου ήταν Αρίστος Απέργης, καλό... Του ζήτησα να με ακούσει χωρίς να διακόψει για δύο λεπτά και εξήγησα τα της παρεξηγήσεως που είχε γίνει, ζητώντας συγγνώμη για τη δική μου παιδαριώδη παρεκτροπή, παράγοντα που περιέπλεξε ακόμη περισσότερο τα πράγματα: «Πείτε της, σας παρακαλώ, ότι δεν είμαι ο Αρίστος Απέργης». «Η χαρακτηριστική φωνή σας δεν σας επιτρέπει να κρυφτείτε, κύριε Απέργη».
Σκέφτηκα ότι δεν θα γλίτωνα ποτέ από αυτούς και αποφάσισα να βάλω τους όρους μου στο παιχνίδι: «Ωραία λοιπόν, έχω αντιπρόταση. Πείτε στη Φούλα ότι δέχομαι να την παντρευτώ, με την προϋπόθεση να μείνουμε χώρια από τη μάνα της». «Αυτό δεν νομίζω να το δεχτεί η κυρία Βλασιάδου, αλλά θα το μεταφέρω». Με ξαναπήρε για να μου πει ότι τελικά μάλλον δέχονται να συζητήσουν και ότι θα με ξανακαλούσε την επομένη για να κλείσουμε ραντεβού.
Έκτοτε έχει περάσει μία εβδομάδα και ακόμη να τηλεφωνήσουν. Μπορεί κάποιος να κατάλαβε το λάθος. Μπορεί, πάλι, η Φούλα να κλέφτηκε με τον Πακιστανό και να με ξέχασε... Ξεχνιέται όμως ο Αρίστος; (Τώρα που βλέπω πιο καθαρά τα πράγματα και που έχω γλιτώσει και από τα έξι ενοίκια και από τον έρωτα της Φούλας, αναρωτιέμαι μπας και την αυγουστιάτικη φάρσα δεν την έκανα εγώ, αλλά την έκαναν σ' εμένα... Θα το μάθω άραγε ποτέ;)