Πληρώνοντας το μεγάλο φαγοπότι
30.8.2012 
Αρκετά χρόνια πριν, όταν παρέα φίλων είχε ζητήσει απόδειξη σε εστιατόριο της Αθήνας, είχε προκαλέσει την οργή του ιδιοκτήτη του. Ο οποίος, με τον αέρα του αφεντικού που επιβάλλει τους δικούς του νόμους και σε όποιον αρέσουν, πλησίασε το τραπέζι τους, πήρε ένα χρησιμοποιημένο πιρούνι, τρύπησε το μπακαλόχαρτο όπου λίγο πριν είχε προχειρογράψει την παραγγελία τους και τους το έδωσε λέγοντας: «Ιδού η απόδειξη, και μάλιστα διάτρητη για να έχει μεγαλύτερη ισχύ». Το περιστατικό έρχεται στο μυαλό μου κάθε φορά που η συζήτηση για τη (μη) χορήγηση αποδείξεων στα ανά την Ελλάδα εστιατόρια φουντώνει, όπως έγινε προσφάτως με τα τραγελαφικά γεγονότα της Ύδρας.
 
Έρχεται στο μυαλό μου και όποτε γίνεται λόγος περί συλλογικής ευθύνης απέναντι στα κακώς κείμενα. Γιατί οι εξαιρετικά δυσαρεστημένοι από τη συμπεριφορά του προαναφερθέντος φίλοι, αντί να διαμαρτυρηθούν ή να τον καταγγείλουν, συνέχισαν να συχνάζουν στο εστιατόριό του επί σειρά ετών, όπως δεκάδες άλλοι πιστοί πελάτες του, χωρίς να παίρνουν αποδείξεις, επειδή «έχει πολύ καλό φαγητό, οπότε τον συγχωρείς που είναι κάπως... εκκεντρικός». Βαφτίζοντας, δηλαδή, εκκεντρικότητα την αλητεία και επιβραβεύοντάς την με πολλά αφορολόγητα φαγοπότια. Το έχω κάνει και εγώ, πλειστάκις: δεν έχω ζητήσει απόδειξη επειδή βιαζόμουν να φύγω, επειδή ντρεπόμουν να κάνω θέμα για δύο καφέδες, επειδή... Οπότε είναι και δική μου η ευθύνη για το σημερινό χάλι.
 
Η ευθύνη για όλους εκείνους οι οποίοι «μεταφράζουν» κατά το συμφέρον τους τούς νόμους. Και που βγήκαν τώρα για να δικαιολογήσουν με διόλου πειστικό και με άκρως αδέξιο τρόπο τους παραβάτες της Ύδρας. Παραβάτες που, ας μη γελιόμαστε, δεν είναι η εξαίρεση στον κανόνα, είναι ο κανόνας. Το επιβεβαιώνω ξανά και ξανά όποτε τρώω έξω από το σπίτι. Είναι ακόμη πολλοί οι εστιάτορες που την ώρα του λογαριασμού σφυρίζουν κλέφτικα, προσπαθούν να μου περάσουν ως νόμιμες αποδείξεις τα χαρτάκια στα οποία έχουν χτυπήσει την παραγγελία ή που μου δίνουν αποδείξεις με άλλη ημερομηνία και ώρα έκδοσης. Που εξακολουθούν, δηλαδή, να παίζουν ανερυθρίαστα το παιχνίδι που μας έφερε σε αυτό το χάλι. Η αλήθεια είναι ότι, τελευταίως, αποφασισμένος να αναλάβω (έστω αργά, πολύ αργά) τις ευθύνες μου, όταν διαπιστώνω τέτοιες τακτικές φωνάζω στο τραπέζι τον όποιο υπεύθυνο και απαιτώ την έκδοση απόδειξης. Με αποτέλεσμα, τη στιγμή που έχω βγει για να διασκεδάσω, να ξεκουραστώ, να αδειάσω για λίγο το μυαλό μου από έγνοιες και προβλήματα, να δημιουργώ εντάσεις, νεύρα, δυσάρεστη ατμόσφαιρα. Πώς να το κάνουμε, δεν μου είναι ευχάριστο ούτε εύκολο να διεκδικώ τα αυτονόητα.
 
Εν προκειμένω, με τη λέξη αυτονόητα δεν αναφέρομαι μόνο στο μουσειακό-συλλεκτικό είδος των αποδείξεων, αλλά και στις τιμές των παρεχόμενων αγαθών. Στη δική μου λογική (μόνο στη δική μου;) είναι αυτονόητο και κάτι παραπάνω ότι ένα φλιτζάνι τσάι δεν μπορεί να στοιχίζει περισσότερο από δυόμισι ευρώ στο καλύτερο café της χώρας. Τι χρειάζεται για να το παρασκευάσεις; Βραστό νερό και ένα σακουλάκι με «Earl Grey», με «English Breakfast», με «Φρούτα του δάσους». Πόσο κοστίζουν αυτά; Σχεδόν τίποτα. Οπότε, όταν τα χρεώνεις 4,60 ευρώ, γιατί τόσα έσκασα την περασμένη Κυριακή σε καφετέρια των νοτίων προαστίων, δεν μιλάμε απλώς για κέρδος, αλλά για την απόλυτη αισχροκέρδεια. Να μην αναφερθώ και στην απαράδεκτη ποιότητα του προϊόντος... Το μόνο καλό στην υπόθεση: μου έδωσαν απόδειξη. Που την έχω φυλάξει για να βλέπω το 9,40 (για ένα τσάι και έναν καφέ) και να εκνευρίζομαι.
 
«Εσύ φταις που πήγες εκεί, υπάρχουν και αλλού καφετέριες, αλλά τα δικά μας, τα λαϊκά προάστια, δεν τα προτιμάς» με επέπληξε φίλος γεννημένος και αναθρεμμένος στο Περιστέρι, το οποίο θεωρεί κάτι σαν μικρό (και οικονομικό) Παρίσι. Τότε του θύμισα τα 6,40 ευρώ που είχα πληρώσει για έναν φυσικό χυμό μήλο-αχλάδι σε καφετέρια του Μπουρναζίου. Μαζί ήμασταν. «Τι τον ήθελες και εσύ τον φυσικό χυμό; Δεν ξέρεις ότι τους υπερτιμολογούν; Ας έπινες καφέ!». Χριστιανέ μου, δεν ήθελα να πιω καφέ, χυμό ήθελα! Εκτός αυτού, όπου γουστάρω θα πηγαίνω για καφέ, για τσάι, για μασάζ και εγώ δεν ξέρω για τι, εγώ θα το καθορίζω αυτό, κανένας άλλος. Ήθελα θάλασσα, πήγα προς Φάληρο, δεν καταλαβαίνω γιατί αυτό πρέπει να το πληρώσω με έξτρα χαράτσι!
 
Τελικά πολλά δεν καταλαβαίνω. Εκείνο όμως που καταλαβαίνω πολύ καλά είναι πόσο απρόθυμοι είναι οι πολλοί να αλλάξουν μυαλά, να ξεβολευτούν, να κάνουν ό,τι πρέπει. Έτοιμοι να επιστρατεύσουν εξωφρενικές δικαιολογίες, όπως έγινε στην περίπτωση της Ύδρας. «Ξέρετε πόσο ΦΠΑ καταβάλλουμε;» ρώτησε από τηλεοράσεως φανερά εκνευρισμένος εκπρόσωπος των εστιατόρων σε μια προσπάθειά του να επισημάνει πόσο δύσκολο είναι να συντηρήσεις σήμερα ένα τέτοιο κατάστημα. Δεν αμφιβάλλω ότι είναι δύσκολο. Και ότι το κράτος θα πρέπει να βοηθήσει, να ενισχύσει και να προστατεύσει την επιχειρηματικότητα. Την ίδια όμως στιγμή θα ήθελα να ρωτήσω τον εν λόγω κύριο και τους ομοίους του: Εκείνοι ξέρουν πόσο υπερφορολογούμαι για να βουλωθούν οι τρύπες που έχουν ανοίξει (και) με τις υπερτιμολογήσεις και τις ανομίες τους; Ξέρουν πόσο ακριβά πληρώνω το δικό τους φαγοπότι;
 
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Όλα της πόλης δύσκολα
› 
Μια μαμά σαν την Πέιλιν
› 
Το δώρο της εποχής
› 
Τα χρόνια των ανθρώπων
› 
Από το «Ποσειδώνιο» στο Σαν Ρέμο
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers