Στον Γούντι, χωρίς αγάπη
20.9.2012 
Διάβασα κάπου ότι, σύμφωνα με το σαβουάρ βιβρ, όταν σε προσκαλούν κάπου, δεν πρέπει μόνο να γνωρίζεις πώς να συμπεριφερθείς, αλλά και πότε να αποχωρήσεις, ώστε να μη γίνεις κουραστικός, να μην κατηγορηθείς ότι καταχράσαι τη φιλοξενία. Η συμβουλή ήρθε στο μυαλό μου όταν, καθισμένος σε μια απογοητευτικά άδεια αίθουσα κινηματογράφου (μετά βίας δέκα οι θεατές), παρακολουθούσα την τελευταία ταινία του Γούντι Αλεν «Στη Ρώμη με αγάπη». Για να επιβεβαιώσω εκείνο που είχα υποψιαστεί από την προηγούμενη ταινία του, τα «Μεσάνυχτα στο Παρίσι» (και αρκετά πιο πριν): ότι η... βίζιτά του έγινε αρμένικη, κούρασε και εμάς, τους οικοδεσπότες του, και τον ίδιο (έχει και ο επισκέπτης τις αντοχές του). Εκείνον, που κάποτε ήταν ο πιο χαριτωμένος καλεσμένος μας (την εποχή του «Μανχάταν», του «Ειρηνοποιού», της «Χάνα και των αδελφών της»...). Αλλά που τώρα επιμένει, παρ’ ότι δεν έχει τίποτε καινούργιο να πει, να διεκδικεί την προσοχή μας, εν προκειμένω και το εισιτήριό μας.
 
Όμως, τι να προσέξεις σε μια ταινία τόσο βιαστικά και πρόχειρα ενορχηστρωμένη, όπως η «Ρώμη»; Σε μια ντεμοντέ σπονδυλωτή κομεντί όπου καμία από τις ιστορίες δεν έχει ενδιαφέρον; Όπου όλες τις έχουμε ξαναδεί παλαιότερα σε καλύτερες βερσιόν, και εκείνες που δεν έχουμε ξαναδεί (μάλλον εκείνη, την ιστορία του τενόρου που μπορούσε να τραγουδήσει μόνο μέσα στο ντους του) παραπέμπουν σε νούμερα επιθεώρησης του Σεφερλή; Από δίπλα η ξεπέτα της κάμερας στους δρόμους της Ρώμης (σαν να έβλεπες ντοκιμαντέρ επαρχιακού καναλιού), οι αδιάφορες ερμηνείες (με ελάχιστες εξαιρέσεις), οι σχηματικοί χαρακτήρες (πού να βρεις έμπνευση, όταν κάθε λίγο και λιγάκι γράφεις καινούργιο σενάριο;) και οι επαναλαμβανόμενοι προβληματισμοί ενός ανθρώπου που, αν και γέρασε, παραμένει κολλημένος στα γιατί και στους φόβους του νεανικού παρελθόντος.
 
Όλα αυτά με έκαναν και θλίψη να νιώσω για τον Άλεν και απορία για όσους επιμένουν να γράφουν διθυράμβους για τις μέτριες έως κακές ταινίες του, ακόμη και να τις βραβεύουν με Όσκαρ σεναρίου, όπως έκαναν με το «Παρίσι». Όσο, όμως, προχωρούσε η «Ρώμη» και μαζί της η πλήξη μου, η θλίψη μετατράπηκε σε εκνευρισμό. Κάτι σαν να μη με χωρούσε η θέση, σαν να με έπιανε φαγούρα σε διαφορετικά σημεία του σώματός μου. Σκέφτηκα να σκορπίσω αλάτι ανάμεσα στα καθίσματα και να βάλω τη σκούπα ανάποδα, για να... ξορκίσω τον «καλεσμένο» που πλέον ενοχλούσε. Τελικά, λόγω ελλείψεως αλατιού και σκούπας, αποφάσισα ότι φιλμ του Άλεν δεν ξαναβλέπω. Όχι τόσο επειδή ο δημιουργός γέρασε –αυτό και αναμενόμενο ήταν και ανθρώπινο– αλλά επειδή με δουλεύει πλέον ψιλό γαζί: γιατί τα τελευταία χρόνια δεν κάνει ταινίες, κάνει διακοπές στις πιο όμορφες πόλεις του κόσμου γυρίζοντας βιντεοταινίες, έτσι, για ξεκάρφωμα.
 
Ο εβραίος έμπορος έχει ενεργοποιηθεί για τα καλά μέσα του και τον σπρώχνει να κερδίσει ακόμη περισσότερα χρήματα, στις πλάτες ενός κοινού που από κεκτημένη ταχύτητα εξακολουθεί να αποθεώνει και τις «πατάτες» του. Ο σκηνοθέτης βρίσκει χρηματοδότες σε διάφορες πόλεις, βρίσκει, υποθέτω, και βασιλική φιλοξενία για όσο διαρκούν τα γυρίσματα, και παραθερίζει, προσφέροντας ως αντάλλαγμα στους αρωγούς του μερικά καθόλου πρωτότυπα, αλλά ιδανικά για διαφήμιση πλάνα από τα κυριότερα αξιοθέατα της γειτονιάς τους. Προβάλλοντας τη Βαρκελώνη, το Παρίσι, τη Ρώμη, οσονούπω και το Σαν Φρανσίσκο. Την ίδια στιγμή, προσθέτοντας στα λογικής ΕΟΤ σποτάκια προχειρογραμμένες ιστορίες, βαφτίζει το... ντοκιμαντέρ κομεντί και το σπρώχνει μέχρι τα Όσκαρ. Αυτό δεν είναι κινηματογράφος, είναι επικερδές εμπόριο.
 
Γνωρίζω ότι ορισμένοι δεν θα συμφωνήσουν μαζί μου, ήδη κάποιοι φίλοι στους οποίους εξέθεσα τις αντιρρήσεις μου μού τράβηξαν το αφτί (οι περισσότεροι χωρίς στην πραγματικότητα να διαφωνούν, απλώς παρασυρόμενοι από τη νοσταλγία της εποχής που παρακολουθούσαμε για νιοστή φορά, σκασμένοι στα γέλια, τις «Μπανάνες») και με προειδοποίησαν: «Κάτω τα χέρια από τον Γούντι». Επειδή, όμως, εγώ δεν πιστεύω στα τοτέμ που μια ζωή τα προσκυνάμε και επειδή αν στο «Παρίσι» συγκρατήθηκα στο όνομα των παλιών καλών ημερών, ενώ ήθελα να ξηλώσω το πανί την ώρα της προβολής, αυτή τη φορά αποφάσισα να ακολουθήσω τη συμβουλή του γιατρού μου: μην τα κρατάς μέσα σου. Τα μοιράζομαι, λοιπόν, ανοιχτός στον διάλογο. Με την ευχή η επόμενη ταινία του Άλεν να με διαψεύσει και να αποδείξει ότι ο κατήφορος δεν είναι οριστικός, αν και φοβάμαι πως όταν ο καλλιτέχνης κάνει την τέχνη του εμπόριο, έχει ελάχιστες πιθανότητες να ανακάμψει.
 
Την ίδια στιγμή θυμάμαι την υψίφωνο Λεοντίν Πράις (σπουδαία τραγουδίστρια, στον αντίποδα του μετριότατου τενόρου Φάμπιο Αρμιλιάτο που επέλεξε ο Άλεν ως πρωταγωνιστή του στη «Ρώμη»), η οποία αποσύρθηκε ενώ η φωνή της ήταν ακόμη σε άριστη κατάσταση, δηλώνοντας: «Προτιμώ να με θυμούνται ως μια καλεσμένη σε ένα πάρτι η οποία έφυγε την κατάλληλη στιγμή, με το κεφάλι ψηλά». Επειδή τις μεγάλες καριέρες τις κάνει ενίοτε και η μεγάλη, αξιοπρεπής, έξοδος...
 
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Στο δικό μου Ισλαμαμπάντ
› 
Εκεί… ψηλά στον Παρνασσό
› 
Τα ταξίδια των ανθρώπων
› 
Μπροστά στο ATM
› 
Τα φυτά που μιλάνε
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers