Oι διαδρομές του Λεβιάθαν
16.10.2008 
Κατέβαινα με το αυτοκίνητο την Πειραιώς – είχα πολύ καιρό να την κάνω αυτή τη διαδρομή του τρόμου – και νόμιζα ότι βρισκόμουν σε άλλη χώρα. Ποιοι είναι όλοι αυτοί οι άγνωστοι με τα παράξενα ονόματα στις αφίσες; Αλέξης Νείρος, Αμαρυλλίς, Κυριάκος Κυανός, Γιώργος Γιασεμής, Χρήστος Δαναός, Φιάλη Ουίσκι... ΄Οχι, αυτό το τελευταίο δεν ήταν όνομα. Ή ήταν; Αν ήταν, επρόκειτο περί απροκάλυπτης κονσομασιόν και κάτι χειρότερο: «Φιάλη ουίσκι 160 ευρώ κομπλέ» διάβασα. «Πολύ ακριβή! Στην εποχή μου οι παστρικές τα έκαναν όλα με μερικές ψωροδραχμές» είπε η θεία Ιουλία. «Πού το ξέρεις εσύ;» τη ρώτησε η κόρη της και εξαδέλφη μου. «΄Οταν εσύ πήγαινες, εγώ ερχόμουν», την κοίταξε η σεβάσμια γερόντισσα έτοιμη να αρχίσει τον καβγά, όταν το μάτι της έπεσε σε μία άλλη αφίσα. «Καλέ, κοιτάξτε, ο Βοσκόπουλος τραγουδάει επιτέλους όπερα!». «Και ο Πανταζής» πρόσθεσε απορημένη η εξαδέλφη μου. Η γιγαντιαία καταχώριση στον τοίχο το έλεγε καθαρά «Τόλης Βοσκόπουλος - Λευτέρης Πανταζής, Οpera». Η μόνη που έλειπε για να συμπληρωθεί το (πιο φιλόδοξο μετά τη συνύπαρξη των Ντομίνγκο, Παβαρότι και Καρέρας) σχήμα ήταν η μεγάλη μας υψίφωνος Νάντια Βαρέλα – η ντίβα με τις εξίμισι οκτάβες, η οποία εσχάτως, με τη θηριώδη ερμηνεία της, έχει επαναπροσδιορίσει τον ρόλο της Μπρουνχίλντε στο «Δαχτυλίδι του Νίμπελουνγκ» του Βάγκνερ.

 
Η ζημιά είχε γίνει: Η θεία είχε δει την αφίσα και ήταν αμετάπειστη. «Εγώ τον Βοσκόπουλο σε όπερα δεν τον χάνω, άσε που μπορεί να πει και το “Caruso”!». Θεία μου, «Οpera» βάφτισαν το κέντρο όπου θα εμφανιστούν. Με κοίταξε με οργή: «Είναι το πιο εξωφρενικό πράγμα που μου έχουν πει. Ντροπή σου να κοροϊδεύεις τη θεία σου! Ντροπή!». Δύσκολα πιστεύεις ότι οι ερμηνευτές του «Αυτοκολλητάκι μου» και του «Το 'πε, το 'πε ο παπαγάλος» συνεργάζονται σε μια «Οpera». Ενώ της Αμαρυλλίδος (που χαμογελούσε πολλά υποσχόμενη σε διπλανή αφίσα) θα της πήγαινε πιο πολύ ένας τέτοιος χώρος. Σκεφτείτε: «Η Αμαρυλλίς στην "Opera"!». Πολύ ταιριαστό, ηχητικώς. Γιατί αν το εξετάσουμε και καλλιτεχνικώς το θέμα... ΄Ακουσα το σουξέ της (πάνω σε στίχους της μεγάλης μας στιχουργού Εύης Δρούτσα) «Μια από 'δώ και μια από 'κεί, πάνω-κάτω πήγαινε-έλα, αγαπάω και μισώ, φεύγω κι έρχομαι στην τρέλα. Τι τραβάω εγώ μ' εσένα ξέχασα το όνομά μου, γιατί είσαι εσύ για μένα το μεγάλο ελάττωμά μου». Πανωλεθρία. Για τα αφτιά μου. Διότι η Αμαρυλλίς μια χαρά σταδιοδρομεί, κατά την αφίσα της, στα «Αστέρια». Σταδιοδρομεί ως τι; Ως πεφταστέρι; Ως κομήτης; Ως μαύρη τρύπα; Θα δείξει.

 
Στο μεταξύ, όλα στην Πειραιώς (η οποία ξετυλιγόταν όλο και πιο αποκαρδιωτική έξω από τα παράθυρά μας) φανέρωναν την απόλυτη παρακμή. Σκοτάδι, θλιβερά ερείπια, ακόμη πιο θλιβερές διαφημίσεις των ανά την πρωτεύουσα θλιβερών ξενυχτάδικων. Τι να σου κάνουν ένα Μουσείο Μπενάκη και ένα ΄Ιδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, όταν το σκηνικό που τα περιβάλλει κλαίει από την ευτέλεια και την εγκατάλειψη; Σκηνικό που παραπέμπει σε ταινία καταστροφής, από εκείνες όπου έπειτα από έναν Αρμαγεδδώνα οι μοναδικοί επιζήσαντες περιπλανόμαστε ανάμεσα στα ερείπια, ζαλισμένοι ακόμη από το σοκ. Αν δεν είχαμε ανοιχτό το ραδιόφωνο να ακούμε μια ανθρώπινη φωνή, θα έλεγα ότι, πράγματι, όλα είχαν τελειώσει... «Πλήθος επωνύμων στη γαμήλια δεξίωση της Μιμής Ντενίση» είπε ξαφνικά ο εκφωνητής. ΄Ωστε, πράγματι, όλα είχαν τελειώσει! Ακολούθως έπεσε και τραγούδι με τον Γιώργο Τσαλίκη. Για να επιβεβαιώσουμε και μετά μουσικής το τέλος κάθε αισθητικής, τη στιγμή ακριβώς που διασχίζαμε μια απόσταση (πάντοτε επί της Πειραιώς), όπου είχαν χαλάσει τα φώτα και ο δρόμος ήταν ακόμη πιο σκοτεινός, ακόμη πιο αφιλόξενος, ακόμη πιο άσ' τα να πάνε. ΄Ημουν επηρεασμένος και από τον «Λεβιάθαν»...

 
Ο «Λεβιάθαν», από το ομώνυμο κόμικς του ΄Ιαν ΄Εντγκιντον, είναι ένα τεράστιο πλοίο – πιο μεγάλο και από τον «Τιτανικό» – το οποίο ξεκινάει για το παρθενικό ταξίδι του από τη Μεγάλη Βρετανία προς τη Νέα Υόρκη. Μυστηριωδώς όμως χάνει τη ρότα του, με αποτέλεσμα να περιπλανάται στους ωκεανούς για πολλές δεκαετίες χωρίς να μπορεί να βρει λιμάνι. Οι (χιλιάδες) επιβάτες του δημιουργούν έναν μικρόκοσμο, μια μίνι κοινωνία, με τα καλά και τα κακά (κυρίως) στοιχεία της, με τους αγίους και τους (υπερεκατονταπλάσιους) εγκληματίες της. Κάποιοι από εκείνους δεν αντέχουν τα χωρίς προορισμό ταξίδια και αυτοκτονούν. Κάποιοι προσπαθούν να επιβιώσουν ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή, ω του θαύματος, θα δέσουν επιτέλους κάπου. Αγχωτική, τρομακτική, δυσοίωνη η ιστορία τους. ΄Ετσι, σαν να βρισκόμουν επάνω στον «Λεβιάθαν», αισθάνθηκα ξαφνικά κι εγώ, επηρεασμένος από το σκοτάδι του καταθλιπτικού δρόμου – ίδιο με το σκοτάδι των ασπρόμαυρων σκίτσων του κόμικς. Και φαντάστηκα ολόκληρη την Ελλάδα ως έναν «Λεβιάθαν» (και όχι ως έναν «Μεγάλο Ανατολικό» όπως κάποιοι θα την ήθελαν), να ταξιδεύει μέσα στον χρόνο, μόνη, ολομόναχη, αποκομμένη από όλους και όλα. Με τις ντίβες που της αξίζουν (τις Μιμήδες και τις Αμαρυλλίδες), με την αισθητική που της αξίζει (όπου τα σκυλάδικα βαφτίζονται όπερες) και κυρίως με τους επικεφαλής που της αξίζουν: Με έναν καπετάνιο ο οποίος, όταν όλοι γύρω του, ανάμεσά τους και οι δικοί του άνθρωποι, εξυπηρετούν τα σκοτεινά συμφέροντά τους και επιβάλλουν τον δικό τους νόμο, δηλώνει ότι δεν θα ανεχθεί τη διαφθορά. ΄Οπου, όταν ο κρατικός μηχανισμός αγκομαχά  σκουριασμένος και αλάδωτος, επιμένει ότι θα συνεχίσει το μεταρρυθμιστικό έργο του. Μεταρρυθμιστικό; Μόνο για... καταχθόνιο έργο μπορείς να κάνεις λόγο παρατηρώντας τη σήψη που απλώνεται γύρω σου.

 
«Αυτή, καλέ, δεν είναι που την είχε ο Αναστασιάδης για να δείχνει τα... τέτοια της;», ακούστηκε ξαφνικά η θεία Ιουλία. ΄Οταν θέλει, δεν της ξεφεύγει τίποτε. ΄Ηταν, πράγματι, η Σάσα Μπάστα, στη γιγαντοαφίσα που διαφήμιζε το κέντρο διασκέδασης όπου συνεχίζει να κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα, να δείχνει τα... τέτοια της. «Τραγουδάει κιόλας;» ρωτάει η θεία. Δεν της χρειάζεται. «Χορεύει;». Ούτε αυτό της χρειάζεται. «Παίζει όργανο;» Για ποιο λόγο; «Πλένει πιάτα;» Δεν καταδέχεται. «Τότε τι κάνει στο ξενυχτάδικο;». Σταδιοδρομεί, θεία μου, όπως τόσες και τόσες (και άλλοι τόσοι) σε αυτή την αποκομμένη από τον πολιτισμένο κόσμο χώρα. Σταδιοδρομεί με όλα τα φώτα ριγμένα πάνω της – δες την πώς λάμπει μέσα στην υπερφωτισμένη αφίσα! – την ώρα που εμείς προσπαθούμε να βρούμε τον δρόμο μας μέσα στα σκοτάδια της Πειραιώς. Και, ως φαίνεται, οι Σάσες θα συνεχίσουν να... φωταγωγούνται άπλετα. ΄Οπως εμείς θα συνεχίσουμε να μην μπορούμε να δούμε την τύφλα μας μέσα στο σκοτάδι. Και η Ελλάδα θα συνεχίσει να ταξιδεύει μέσα σε μία από τις σκοτεινές περιόδους της σύγχρονης ιστορίας της. Απόλυτα ταυτισμένη με τον «Λεβιάθαν».
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Τα ταξίδια των ανθρώπων
› 
Από το «Ποσειδώνιο» στο Σαν Ρέμο
› 
Στο δικό μου Ισλαμαμπάντ
› 
Εκεί… ψηλά στον Παρνασσό
› 
Μπροστά στο ATM
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers