O Eπίκουρος και το «ριγιούνιον»
6.11.2008 
Η εξαδέλφη μου προετοιμαζόταν για το «ριγιούνιον», όπως λέμε σε άψογα ελληνικά τη γιορτή επανασύνδεσης των παλιών, αραχνιασμένων συμμαθητών, εδώ και δύο μήνες. Μόνο λίφτινγκ δεν έκανε, ώστε σαν έτοιμη από καιρό, σαν θαρραλέα να εντυπωσιάσει τα πλήθη την ημέρα της κρίσης. ΄Ολα τα άλλα τα έκανε: καθαρισμό προσώπου, ανταύγειες, δίαιτα, power plate, μανικιούρ - πεντικιούρ, λατινοαμερικάνικους χορούς – για να λεπτύνει η μέση... Tόση αγωνία; «Θα λάμπω! Θα είμαι άψογη! Δεν θα επιτρέψω σε καμία κάργια να σχολιάσει αρνητικά την εμφάνισή μου, τη φυσική κατάστασή μου» δήλωσε φορώντας το πιο μαχητικό ύφος της. «Εγώ λέω να συμβιβαστείς με την ηλικία σου, τις ρυτίδες σου και τη χαλάρωσή σου», έσπευσε να τη στηρίξει η γλυκομίλητη μητέρα της και θεία μου, και συνέχισε με την ίδια αγάπη, κατανόηση και ανθρωπιά, «έτσι κι αλλιώς, ό,τι και να κάνεις μεγαλοκοπέλα είσαι πια, σε πήραν από κάτω τα χρόνια, άμοιρη. Δεν πα΄ να μπογιαντιστείς από την κορυφή ως τα νύχια, μια μεσήλικη γεροντοκόρη θα παραμείνεις. Να, δες στον καθρέφτη! ΄Ετσι, ως θλιβερή γεροντοκόρη, θα σε αντιμετωπίσουν και στο πάρτι. Τις ξέρω εγώ όλες αυτές τις παλιές καλοπαντρεμένες συμμαθήτριες, τι φίδια που είναι. Σαν να τις ακούω κιόλας. Ψουψουψού και ψουψουψού.... Και θα γελάνε ύστερα πίσω από την πλάτη σου. Και θα λένε ότι ήσουν ανίκανη να βρεις έναν σύντροφο, να φτιάξεις και εσύ μια οικογένεια, να κάνεις μαζί του ένα παιδί που θα σε γηροκομήσει όταν σε λίγα χρόνια θα είσαι ανήμπορη. ΄Οταν δεν θα είσαι ικανή ούτε καν να φτιάξεις ένα φλιτζάνι τσάι και θα εξαρτάσαι, κουρέλι από τις αρθρίτιδες και τις αρτηριοσκληρώσεις, σχεδόν τυφλή και ολωσδιόλου κωφή, από την κάθε κακότροπη Γεωργιανή που θα σου τρώει όλη τη σύνταξη και θα σου κακομιλάει...». Είναι να μην πάρει φόρα η θεία Ιουλία. ΄Ετσι και επιταχύνει, δεν σταματάει αν δεν σε κάνει να βάλεις τα κλάματα, αν δεν σε ρίξει στα βαριά αντικαταθλιπτικά.

 
Μόνο που αυτή τη φορά η εξαδέλφη μου ούτε καν δάκρυσε. Διατηρώντας την αυτοκυριαρχία της, με μια ηρεμία που με τρόμαξε, και ενώ η θεία Ιουλία είχε φτάσει στην«αφόρητη μοναξιά σου, κακομοίρα, όταν πίσω από το παράθυρο θα βλέπεις τις συνομήλικες να βγαίνουν βόλτα στηριγμένες στα μπράτσα των ευγενικών εγγονών τους, ενώ εσύ το μόνο που θα έχεις να στηριχτείς θα είναι ένα ξερό μπαστούνι, ένα... κάπα...» (πι, θεία!), βγήκε από το δωμάτιο και επέστρεψε κρατώντας ένα βιβλίο. «Ξέρω ότι αυτά δεν τα λες για να με πληγώσεις, αλλά επειδή θέλεις ως μάνα το καλό μου», είπε, «γι' αυτό δεν σε παρεξηγώ. Αντιθέτως, σου έχω ένα δώρο, ένα βιβλίο που πρέπει οπωσδήποτε να το διαβάσεις, στην ηλικία που βρίσκεσαι, για να είσαι έτοιμη γι' αυτό που σε περιμένει». Και της ενεχείρισε το «Στον κήπο του Επίκουρου: Αφήνοντας πίσω τον τρόμο του θανάτου», το έσχατο μπεστ σέλερ του ΄Ιρβιν Γιάλομ, που με τρελή χαρά διάβασαν χιλιάδες αναγνώστες σε όλο τον κόσμο. «Α να χαθείς, παλιογρουσούζα!» της το πέταξε πίσω η στοργική μητέρα της, φτύνοντας τον κόρφο της. «Εσύ να χαθείς, που νομίζεις ότι είμαι η Σμάρω Στεφανίδου στο "Δεσποινίς ετών 39"» την αγριοκοίταξε η επίσης στοργική κόρη. «Εγώ; Μα εσύ δεν είσαι καν τριάντα εννέα σαν τη Στεφανίδου, είσαι πολύ πιο μεγάλη!» ανυποχώρητη η θεία. Αυτή τη φορά παιδεύτηκα πολύ να τις χωρίσω, καθώς είχαν αγριέψει και οι δύο πάρα πολύ. Η εξαδέλφη μου πάντως δεν πήγε στο «ριγιούνιον». Τελικά, την επηρεάζει η (γλυκύτατη) μητέρα της.

 
Πάντως, ούτε εγώ είχα πάει σε κάτι αντίστοιχες συναντήσεις που είχαν οργανώσει παλιοί συμμαθητές. Διότι δεν βρήκα τον λόγο. Δεν ήξερα τι να συζητήσω πλέον με αυτούς τους (ξένους) ανθρώπους. Δεν είχα περιέργεια για τη ζωή τους, δεν νομίζω ότι είχαν κανένα ενδιαφέρον για τη δική μου ζωή. Μιλάω σαν γάιδαρος με περικεφαλαία; ΄Ισως να μην είμαι επαρκώς συναισθηματικός. Επίσης, δεν έχω καμία διάθεση να «επιστρέψω» – για τις λίγες έστω ώρες της γιορτής (;) – στα αναίτια καταπιεστικά, για εμένα, χρόνια του σχολείου. Ή απλώς φοβάμαι να παραδεχτώ πόσα χρόνια πέρασαν από τότε και πόσο γρήγορα πέρασαν αυτά τα χρόνια; Διότι πέρασαν ανατριχιαστικά γρήγορα. Κάτι τέτοια γράφω, και μετά αισθάνομαι ότι έχω αρχίσει να μιλάω σαν τη γιαγιά μου (τα ίδια έλεγε και αυτή λίγο προτού αναχωρήσει για να διαπιστώσει με τα ίδια της τα μάτια το αληθές της επικούρειας φιλοσοφίας περί θανάτου) και με πιάνει τρόμος. Επειδή αναλογίζομαι με δέος ότι από τα χρόνια που πέρασαν ακόμη πιο γρήγορα θα περάσουν τα χρόνια που μου απομένουν. Αλήθεια, τι τον ήθελα τον εντυπωσιακά ευπώλητο «Επίκουρο», αφού δεν τις αντέχω τέτοιες (άγριες) συναντήσεις; Γιατί εγώ τον αγόρασα (μη και δεν διαβάσω ένα μπεστ σέλερ, μείνω πίσω και δεν είμαι ο πιο ενημερωμένος από τους ενημερωμένους), εγώ τον έβαλα στο σπίτι πρώτος, εγώ τον έδωσα στην εξαδέλφη μου να τον διαβάσει και να έχει μερίδιο στη μαυρίλα. Που τι να διαβάσεις; Πώς να συμφιλιωθείς με τον φόβο του θανάτου; Το αποδέχεσαι ποτέ αυτό το πράγμα; Και τον Επίκουρο ολόκληρο να καταπιείς, εν είδει θεραπείας; ΄Οχι.

 
Κατέβαλα, ομολογουμένως, φιλότιμες προσπάθειες, σκύβοντας (με ανατριχίλα) πάνω στα κατατοπιστικά και εμπεριστατωμένα κεφάλαια «Το πένθος ως αφυπνιστική εμπειρία», «΄Εκδηλο άγχος θανάτου», «Συγκαλυμμένο άγχος θανάτου», «Θάνατοι που συνάντησα», «Ο προσωπικός μου τρόπος διαχείρισης του θανάτου». «Βρε παιδάκι μου, δεν μπορούσες να διαβάσεις κάτι πιο ψυχαγωγικό; Γιατί δεν ξαναπιάνεις το "Ενα παιδί μετράει τα άστρα;" του Μενέλαου Λουντέμη» με συμβούλευε η θεία κάθε φορά που με έβλεπε με το βιβλίο στο χέρι και τον πανικό στο μάτι. Μα, αυτό θα ήταν κάτι σαν το «ριγιούνιον», η επιστροφή σε ένα δυσάρεστο παρελθόν – ποτέ δεν το χώνεψα ούτε το εν λόγω παιδί, ούτε τα άστρα, ούτε τα μετρήματα, ανέκαθεν σκράπας στα μαθηματικά. Ενώ ο «Κήπος του Επίκουρου» είναι... «Τι είναι;» η αμείλικτη θεία Ιουλία. Μπεστ σέλερ. Που προσπαθεί να δώσει ένα αισιόδοξο μήνυμα... Πόσο αισιόδοξο;

 
Το παραδέχομαι. Δεν τα πήγα καλά μαζί του. ΄Ημουν ανάξιός του; Δεν είχα τα κότσια να τον αντέξω; Πείτε το ασυμφωνία χαρακτήρων. Τελικά, τον άφησα τον «Επίκουρο» στον κήπο του χωρίς την ανεκτίμητη συντροφιά μου – όχι ότι με έχει ανάγκη, χιλιάδες οι αναγνώστες που τον προτιμούν και σίγουρα έχουν βρει μεγάλο ενδιαφέρον (και παρηγοριά;) στα όσα λέει – και το έριξα στη «Μεγάλη ελληνική κουζίνα» της Σοφίας Σκούρα που είναι και επιμορφωτική και... ανέφελη. «Δίνει και συνταγές για κόλλυβα;» με ρώτησε η εξαδέλφη μου επηρεασμένη από όσα έγραψε ο Γιάλομ. Το ζει πολύ κάθε βιβλίο που διαβάζει αυτό το κορίτσι, και δεν είναι καλό.
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Τα ταξίδια των ανθρώπων
› 
Από το «Ποσειδώνιο» στο Σαν Ρέμο
› 
Τα φυτά που μιλάνε
› 
Όλα της πόλης δύσκολα
› 
Ψωνίζω, άρα υπάρχω;
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers