Γομαριστάν 2009
19.2.2009 
Ιστορία πρώτη: σε πολυκατάστημα, από εκείνα με τα συμπαθή ρούχα (αν καταφέρεις να χωρέσεις μέσα στις στενές γραμμές τους) και τις ακόμη πιο συμπαθείς τιμές. Για να αλλάξω κάτι δώρα και να αναζητήσω μπουφάν που να μη στοιχίζει σώνει και καλά 500 ευρώ και βάλε – ποιοι τα αγοράζουν αυτά; Το οποίο μπουφάν ευρέθη. Δεν ήταν των ονείρων μου, τα πλησίαζε όμως. Πλησίασα και εγώ στα ταμεία. Τρία στη σειρά. Στο πρώτο περίμεναν δύο κυρίες φορτωμένες με το μισό μαγαζί. Στο δεύτερο τρεις πελάτες. Στο τρίτο δύο, ο πρώτος εκ των οποίων είχε ήδη πληρώσει και ετοιμαζόταν να πάρει τις τσάντες με τα ψώνια του· ο δεύτερος κρατούσε μόνο δύο μακό. Αυτό ήταν το δικό μου ταμείο! Στάθηκα λοιπόν πίσω από τον κύριο με τα δύο μακό και περίμενα τα ξεμπερδεύει ώστε να ξεμπερδέψω τσάκα τσάκα και εγώ. Και ξαφνικά εμφανίζεται η ευτραφής ξανθιά με τη μαύρη ρίζα, τα κακοβαμμένα κόκκινα νύχια και τα γυαλιά ηλίου-πεταλούδα (πωλούνται ακόμη;). Η οποία πετάει με τουπέ πάνω στο ταμείο περί τις δέκα μπλούζες, άλλα τόσα παντελόνια, γκαμπαρντίνες, κάλτσες, εσώρουχα, και εγώ δεν ξέρω τι άλλο. «΄Εχουμε και αυτά» λέει στην ταμία, που είχε ήδη χτυπήσει τα δύο μακό του κυρίου. «Είστε μαζί;» τον ρωτά η ταμίας. «Ναι» απαντά εκείνος. «Αλλά θα πληρώσετε χώρια» παρεμβαίνω εγώ. ΄Επρεπε να τη δείτε την ξανθιά με τη μαύρη ρίζα. Αν μπορούσε, θα με έτρωγε! Επειδή όμως και εγώ ενίοτε – κατά τις (κακόβουλες;) μαρτυρίες εκείνων που με γνωρίζουν καλά – δεν τρώγομαι, δεν προσπέρασα το βλέμμα το κακό αλλά επιτέθηκα με όλη τη μαχητικότητα και την ορμή που μου έχουν κληροδοτήσει οι αρχαίοι πρόγονοί μου. «Βρίσκεστε σωστό να στέλνετε τον κύριο να πιάνει σειρά στο ταμείο, ενώ δεν έχετε ολοκληρώσει τα ψώνια σας;» ξεκίνησα ευγενικά. Και μπορεί να συνέχιζα ευγενικά αν η… μην την χαρακτηρίσω, δεν μου απαντούσε με ένα απύθμενου θράσους «και εσένα τι σε νοιάζει;». «Με νοιάζει γιατί με περνάς για κορόιδο» εγκατέλειψα και εγώ τον πληθυντικό. «Δουλειά σου!» η ξανθιά με μια εσάνς Tρούμπας – εκτός από την εμφάνιση, και στους τρόπους της; Δουλειά μου; ΄Επειτα από όσα άκουσε αμφιβάλλω αν θα τολμήσει να ξαναβγεί από το σπίτι της για ψώνια χωρίς σεκιούριτι. Εγώ, όμως, παρ' ότι και εκτονώθηκα και αποχώρησα θριαμβευτικά, με την ταμία να μου ψιθυρίζει «και λίγα της είπατε», ακόμη τρέμω από τα νεύρα μου. Το έχει αυτό η Αθήνα με τα γαϊδούρια που φιλοξενεί και ανατρέφει: σε κάνει στη στιγμή, με το που βγαίνεις από το σπίτι σου, κουρέλι. 

 
Ιστορία δεύτερη: πρωί Σαββάτου στο σουπερμάρκετ. Ουρές ατελείωτες στα ταμεία. Σε μία από εκείνες και εγώ με τα στοιχειώδη στο καλαθάκι μου και με την απορία για το πώς την πάτησα πάλι στο μυαλουδάκι μου. Διότι, ενώ γνωρίζω ότι το Σάββατο είναι η χειρότερη ημέρα για σουπερμάρκετ (τουλάχιστον στη γειτονιά μου), ποτέ δεν προνοώ ώστε να κάνω τα ψώνια μου την Πέμπτη. Περιμένω λοιπόν και εγώ υπομονετικά, σιγοτραγουδώντας το «Send in the Clowns», που μου έχει κολλήσει τις τελευταίες ημέρες, και ρίχνοντας αδιάκριτες ματιές στα καλάθια και στα καρότσια των άλλων. Μετράω τις δέκα μπίρες, τα δύο ουίσκι και τα – ούτε ξέρω πόσα – κρασιά που αγόρασε η (επώνυμη αλκοολική;) γιαγιά στο ταμείο με το νούμερο πέντε. Παρατηρώ το ζευγάρι με τη φέτα, το μπέικον, το βούτυρο και τον παστουρμά και αναρωτιέμαι πόση χοληστερίνη να έχει. Απορώ με το πόσο γρήγορα φεύγει η Coca-Cola από τα ράφια. Με το ένα και με το άλλο, έχει φτάσει σχεδόν η σειρά μου να πληρώσω. Προηγείται ένας κύριος με ψωμί για τοστ, χυμούς μπανάνας (μπλιαχ!), αμύγδαλα και δύο κονσέρβες τόνο. ΄Οταν εμφανίζεται και η συμβία του με ένα καρότσι τούρλα στα ψώνια, ποσότητες που δεν δικαιολογούνται ακόμη και αν είσαι η αμερικανίς μητέρα των έξι παιδιών που γέννησε εσχάτως άλλα οκτώ. «Συγγνώμη», μου λέει σπρώχνοντάς με η (επίσης ξανθιά, επίσης με μαύρη ρίζα) γομάρα, «προηγούμαι, είμαι με τον σύζυγό μου». Προηγείσαι; Τότε να ήσουν εδώ! Και τσακώθηκα για δεύτερη φορά.


Ιστορία τρίτη: στο ταξί, προς Γκύζη, προσπαθώντας να επιβιώσω ακούγοντας στη διαπασών Κουρκούλη από το ραδιόφωνο – σε συνδυασμό με τα «516, με λαμβάνεις; ΄Ετερος; Πελάτης για Αιγάλεω. Με λαμβάνει ουδείς;» – και από το πουράκι του (άπλυτου) οδηγού που κάνει ακόμη πιο πνιγηρή την ήδη αφόρητη ατμόσφαιρα. «Να το πάρουμε, λεβέντη, το μαναράκι που σηκώνει το χεράκι του; ΄Ετσι κι αλλιώς εσύ σε λίγο κατεβαίνεις». Να το πάρουμε. Και μπαίνει το μαναράκι (ξανθό με μαύρη ρίζα!) και χωρίς «καλησπέρα» ή «ευχαριστώ», ρωτάει «ο κύριος που πηγαίνει;». «Εδώ λίγο πιο κάτω, Γκύζη, και μετά θα σε πάω όπου θες». «Εγώ πάω στο Πολύγωνο, οπότε καλύτερα να στρίψετε από 'δώ και να πάτε πρώτα εμένα και μετά πηγαίνετε τον κύριο». Εδώ δεν χρειάστηκε να τσακωθώ, παρ' ότι ήμουν έτοιμος, διότι ο ταξιτζής, απορημένος – για να μην πω σοκαρισμένος – όσο και εγώ με το σκεπτικό του μαναρακίου, φρόντισε να της διευκρινίσει «ο κύριος προηγείται, οπότε δεν μπορώ να πάω εσάς πρώτα. Αφήστε που αν δεν το επέτρεπε εκείνος, δεν θα σας είχα πάρει καν»…


Απορία: Είναι η ξανθιά βαφή που κάνει τις κυρίες – κάποιες κυρίες, γιατί, ευτυχώς, υπάρχει και η comme il faut πλειονότητα – τόσο γαϊδούρες; ΄Η μήπως φταίει η αφρόντιστη μαύρη ρίζα; Ας το ψάξουν γιατροί και κομμωτές. Πάντως, όπως παρατηρώ τον τελευταίο καιρό, οι γυναίκες είναι συχνά πιο αγενείς και πιο επιθετικές από τους άντρες. Μπας και είχε δίκιο η γιαγιά μιας παιδικής μου φίλης που έλεγε «εμείς, παιδάκι μου, τα θηλυκά, είμαστε πολύ πιο γομάρες από τα αρσενικά» κάνοντάς μας να γελάμε μέχρι λιποθυμίας και να ξαναβαφτίζουμε τις φίλες της μεγάλης παρέας μας «Γομάρα Νο1», «Γομάρα Νο2», «Γομάρα Νο3» και πάει λέγοντας, ξεχνώντας τα πραγματικά ονόματά τους; Είχε δεν είχε δίκιο, επιμένω ότι σήμερα, σε μια χώρα όπου η αγένεια θεωρείται προσόν και μαγκιά, δίπλα στα γομάρια οι γομάρες βασιλεύουν και τον κόσμο κυριεύουν. Ανατρέφοντας – το χειρότερο! – γομαρόπαιδα...
 
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Στο δικό μου Ισλαμαμπάντ
› 
Εκεί… ψηλά στον Παρνασσό
› 
Τα ταξίδια των ανθρώπων
› 
Μπροστά στο ATM
› 
Τα φυτά που μιλάνε
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers