Σαν πολλοί δεν μαζευτήκαμε;
30.4.2009 
Δευτέρα του Πάσχα. Απόγευμα. Κατευθύνομαι από το Ωνάσειο προς το σπίτι μου. Μια διαδρομή που (εξ ανάγκης) έχω κάνει πάρα πολλές φορές τους δύο τελευταίους μήνες – δεν σας τη συνιστώ σε καμία περίπτωση. Αυτή τη φορά, όμως, η απόσταση καλύπτεται σε χρόνο ρεκόρ. Οι δρόμοι άδειοι. Η πόλη έρημη, με κάτι σκόρπιους τουρίστες να φωτογραφίζονται χαμογελαστοί μπροστά στην Πύλη του Αδριανού («Ιs this Acropolis?»). «Δεν έχουν επιστρέψει ακόμη από τα χωριά τους» λέω στον ταξιτζή, σε μια αμήχανη προσπάθεια να γεμίσω με κάτι κοινότοπο τον άδειο χρόνο, έτσι για να περνάει η ώρα. «΄Ερχονται!» απαντάει εκείνος με κάτι σαν απειλή να χρωματίζει τη φωνή του και με το δεξί μάτι του (αυτό μπορούσα να δω από εκεί που καθόμουν) να γυαλίζει περίεργα. Ξαφνικά, ένιωσα πρωταγωνιστής στη «Νύχτα των ζωντανών νεκρών» του Ρομέρο, όπου τα ζόμπι «έρχονται» και φέρνουν τα πάνω κάτω.

 
΄Ερχονται λοιπόν, απειλητικοί όσο ποτέ άλλοτε. Για να γεμίσουν την πόλη με τις φωνάρες, με την αγένεια, με τα κορναρίσματά τους. Για να διαταράξουν την ηρεμία των τεσσάρων τελευταίων ημερών που τόσο απολαύσαμε εμείς, οι...άλλοι που μείναμε πίσω. ΄Ερχονται τα βρωμόπαιδα που παίζουν στον ακάλυπτο καταστρέφοντας τον μεσημεριανό ύπνο μου, κάθε Σάββατο και Κυριακή. ΄Ερχεται ο ακατονόμαστος που ακούει στη διαπασών Βασίλη Καρρά από τα χαράματα ως τα μεσάνυχτα. ΄Ερχονται οι ηλικιωμένες αδελφές τού απέναντι διαμερίσματος που παραμονεύουν κάθε κίνησή μου για να δώσουν πλήρη αναφορά στην ψιλικατζού της γωνίας – «πάλι φώναζε σε αυτή την άμοιρη τη θεία του». Η οποία (έρχεται και αυτή) με τη σειρά της μεταφέρει τα κουτσομπολιά στη θεία Ιουλία – «και τους είπα, εσάς τι σας νοιάζει τι κάνει η Ιουλία με τον ανιψιό της;». Που με τη δική της σειρά (και αυτή έρχεται από το Διδυμότειχο, όπου ανάστησε με μια άσπονδη εξαδέλφη της) θα πάρει εντέχνως εκδίκηση για την αδιακρισία, αφήνοντας τον σκύλο στο μπαλκόνι να γαβγίζει όλο το βράδυ, επιδεινώνοντας το ήδη ευαίσθητο νευρικό τους σύστημα.


΄Ερχονται όλοι εκείνοι, που καλώς έφυγαν και μας άδειασαν τη γωνιά, για να ξαναμετατρέψουν τη ζωή μας σε αυτό που συνήθως είναι. ΄Ερχονται απελπισμένοι, υποθέτω, με τη σειρά τους, γιατί αν πριν από λίγο έβλεπαν από τα παράθυρά τους τις ανθισμένες πασχαλιές ή μια καταγάλανη θάλασσα, τώρα θα βλέπουν την μπουγάδα με τα βρακιά της θείας Ιουλίας, θα αναστατώνονται από τους καβγάδες της με την κόρη της, θα ενοχλούνται από το κοπρόσκυλο του ανιψιού της, που χαλάει τον κόσμο τις πιο ακατάλληλες ώρες.


Κοντολογίς, είτε φύγαμε και αφήσαμε τους άλλους να ανασάνουν είτε μείναμε και απολαύσαμε για λίγο μια ήσυχη πόλη, είμαστε πάλι όλοι εδώ. Πιασμένοι εκ νέου στη φάκα που λέγεται Αθήνα. Ασφυκτιώντας στριμωγμένοι στους δρόμους μιας πόλης που δεν μας χωράει. Μήπως να παρατείναμε τις διακοπές του Πάσχα κατά τρεις-τέσσερις μήνες, και τις διακοπές των Χριστουγέννων άλλο τόσο; Θα την περάσουμε που θα την περάσουμε την οικονομική κρισάρα, ας την απολαύσουμε παραθερίζοντας – έτσι κι αλλιώς, για…παραθερισμό στέλνουν τους περισσότερους από εμάς κάτι περίεργες δημοσκοπήσεις της ΕΕ που μας βλέπουν ως μελλοντικούς απολυμένους. Χριστούγεννα, λοιπόν, και Πάσχα διαρκείας (με τους μισθούς να τρέχουν, εννοείται), για να αποσυμφορήσουμε αυτή την πόλη που τόσο πολύ μας αλλοτριώνει. Κάνοντάς μας ευερέθιστους, έτοιμους να αρπαχτούμε με το παραμικρό, γαϊδούρια ξεκαπίστρωτα και ό,τι άλλο χειρότερο μπορείτε να φανταστείτε.

 
Πάσχα διαρκείας! Ωραίο θα ήταν αλλά…«΄Ερχονται!» επανέλαβε ο αγριεμένος ταξιτζής με σαδισμό, αποφασισμένος να πατάξει την ονειροπόλησή μου. «Το ραδιόφωνο είπε για ουρά 17 χιλιομέτρων στην Εθνική!». Μα τότε να χαρώ, αργούν να έρθουν. «΄Οχι, άνοιξαν τα διόδια και έρχονται πιο γρήγορά». Οπότε, από λεπτό σε λεπτό θα είναι εδώ. «Και ξέρεις, φίλε, τι κόλαση είναι αυτό το πράγμα της επιστροφής, ε;» με κοιτάζει με αιμοβόρικο ύφος. «Ξέρεις τι σημαίνει να έχεις σκάσει στο φαΐ, να έχεις κολλήσει στον δρόμο και να κάθεται δίπλα σου μια γυναίκα που σε ψέλνει και πίσω δύο σκασμένα που ουρλιάζουν και κλαίνε; Και να σου ξηγάνε και από το ραδιόφωνο ότι θέλεις δύο ώρες για μια απόσταση που κανονικά την κάνεις σε δέκα λεπτά. Σκέφτεσαι τίποτα χειρότερο;». ΄Οχι. «Τι κάνεις εκείνη τη στιγμή για να μη σου βγει το αρνί από το μύτη, ε;». Σταματάς στην άκρη του δρόμου και περιμένεις να κόψει η κίνηση παίζοντας Scrabble με τη λαλίστατη κυρία σου και τα κατ’ εικόναν και καθ’ ομοίωσίν της τέκνα σου; «Σφάζεις την κυρά στο γόνατο αργά και απολαυστικά, πετάς και τα άλλα όξω από το παράθυρο και ησυχάζεις!». Συμφώνησα μαζί του – τι άλλο να έκανα; – και τραβήχτηκα διακριτικά όσο μπορούσα πιο μακριά του. (Εσείς στη θέση μου θα διαφωνούσατε;) Παρεμπιπτόντως, επιμένετε ακόμη ότι η (τόσο φιλική και ανθρώπινη) Αθήνα δεν σε μεταλλάσσει σε Τζακ τον Αντεροβγάλτη;
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Τα ταξίδια των ανθρώπων
› 
Εκεί… ψηλά στον Παρνασσό
› 
Ψωνίζω, άρα υπάρχω;
› 
Από το «Ποσειδώνιο» στο Σαν Ρέμο
› 
Τα φυτά που μιλάνε
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers