Kρίση; Υπάρχει κρίση;
25.6.2009 
Σάββατο μεσημέρι σε ξενοδοχείο κάπου κοντά στην Αθήνα. Από εκείνα όπου το χειρότερο δωμάτιο κοστίζει 400 ευρώ τη βραδιά. Και τους κάνεις υποκλίσεις για τη φιλική τιμή. Ποια τρελή παρόρμηση μας είχε οδηγήσει εκεί; Η (άπελπις) ελπίς ότι δεδομένης της ζημιάς που έχει υποστεί ο ελληνικός τουρισμός από την οικονομική ύφεση (για άδεια, στοιχειωμένα από τα πνεύματα των παλιών πελατών τους ξενοδοχεία διαβάζουμε) θα βρίσκαμε κάποιο πακέτο προσφορών κατάλληλο και για εμάς· ένα δωμάτιο σε (σχετικά) λογική τιμή όπου θα «παρκάραμε» τη θεία Ιουλία για μία-δύο εβδομάδες μέσα στον Ιούλιο. ΄Ωστε και να κάνει τα μπάνια της και να βρίσκεται κοντά στην Αθήνα σε περίπτωση ανάγκης. Το είχε θέσει εξάλλου η ίδια ως όρο, με τη γνωστή γλυκύτητά της, όταν της προτείναμε μερικές ημέρες χωριστών διακοπών: «Επειδή το ξέρω ότι αυτό δεν γίνεται για να με ξεφορτωθείτε αλλά επειδή θέλετε το καλύτερο για εμένα, σας θυμίζω ότι αν το ξενοδοχείο είναι κάτω από πέντε αστέρων δεν πατάω». Πήγαμε λοιπόν οι αφελείς στο πεντάστερο, περιμένοντας ότι ένεκα οικονομικού κραχ θα μας έκαναν τα πέντε τρία – θα χρέωναν, κοντολογίς, τιμές τριάστερου. Για να βρεθούμε μπροστά σε μια υπερπαραγωγή!


Ακριβά αυτοκίνητα στα πάρκινγκ, συνωστισμός στην πλαζ με τις ξαπλώστρες, το αδιαχώρητο σε καφετέριες και εστιατόρια. «Πού είναι η οικονομική κρίση;» ρώτησε η θεία. Μάλλον την έχουμε αφήσει σπίτι, της απάντησα, σοκαρισμένος από την ευκολία με την οποία ανταποκρίνονταν στις ακριβές τιμές οι εκατοντάδες που μας περιτριγύριζαν. Η μία μετά την άλλη έβγαιναν από τις τσέπες τους οι χρυσές πιστωτικές κάρτες. Το πλαστικό χρήμα διακινούνταν με ταχύτητες που σε τρέλαιναν. ΄Ολοι πλήρωναν και ξαναπλήρωναν με το χαμόγελο της απόλυτης ευτυχίας και υπεροχής καρφωμένο στα χείλη τους. Επωφελούμενοι από κάποια άνευ προηγουμένου προσφορά, η οποία περίμενε και εμάς; ΄Οχι. Ούτε προσφορές γίνονταν ούτε εκπτώσεις. Το ξενοδοχείο απευθυνόταν, ως φαίνεται, σε μια κατηγορία ανθρώπων με την οποία εμείς δεν είχαμε καμία σχέση. Εκείνων που ζουν για να ξοδεύουν όταν εμείς δουλεύουμε για να ζήσουμε.


Θα περίμενες, βεβαίως, αυτοί οι τόσο ξεχωριστοί άνθρωποι να ήταν διαφορετικοί από τους πληβείους και σε θέματα εμφάνισης και συμπεριφοράς. ΄Ομως δεν ήταν. Η κυρία που ζήτησε από τον σερβιτόρο να της χαλάσει ένα χαρτονόμισμα των 500 ευρώ φορούσε στραβοπατημένες πλαστικές παντόφλες, εκείνες με το υπερμέγεθες πλαστικό λουλούδι που πωλούν στις λαϊκές. (Για τον super large Εσταυρωμένο, που υπέφερε καρτερικά το μαρτύριό του στο δασύτριχο, λαδωμένο στήθος του συζύγου της δεν έχω λόγια). Η διπλανή παρέα μπορεί να είχε παραγγείλει κοκτέιλ με εξωτικά ονόματα αλλά έτρωγε γαριδάκια μέσα από μια σακούλα σουπερμάρκετ, κοιτώντας ένοχα προς τη μεριά του μπάρμαν και χαζογελώντας που είχαν ξεγελάσει τη διεύθυνση του ξενοδοχείου εισάγοντας κρυφά τα δικά τους σνακ. Εις εξ αυτών, ο Τόλης, έτσι έγραφε η υπερμεγέθης επίχρυση ταυτότητα στο χέρι του, κοιτούσε τις περαστικές από τη μέση και κάτω, σκαλίζοντας τη μύτη του και ψελλίζοντας, όλο τακτ, την ίδια... ακατάληπτη λέξη, κάτι ανάμεσα σε «μανάρα μου» και «μου... α μου»! Η σεξοβόμβα (της παρακμής και της κυτταρίτιδας) που λιαζόταν απέναντι είχε ψωνίσει το παρεό της από τα καλάθια της οδού Αθηνάς, ήταν εμφανές. Τι κακό έχει ένα ύφασμα αγορασμένο από το (λαϊκό) κέντρο της Αθήνας; Κανένα. ΄Οταν όμως μπορείς να πληρώσεις ένα τόσο ακριβό μπάνιο στη θάλασσα δεν ντύνεσαι στα πέριξ της Βαρβακείου Αγοράς. Εκτός αν το παρεό της ένδειας είναι άλλη μία από τις δεκάδες θυσίες που κάνεις για να εξασφαλίσεις το ποσό που θα σου επιτρέψει να υποδυθείς για λίγο την Ιβάνα Τραμπ στην πλαζ – όπου «κανείς δεν γνωρίζει ότι ψωμολυσάτε», για να παραφράσω το διαφημιστικό σλόγκαν αεροπορικής εταιρείας.


Με εντυπωσίασε η άνεση με την οποία ξόδευαν. Τη στιγμή που για το δικό μου πορτοφόλι οι τιμές ήταν απαγορευτικές. Δεν ανήκω σε μια οικογένεια που δεν θα πλήρωνε 400 ευρώ τη βραδιά για να περάσει μερικές ήσυχες ημέρες. Αν τα είχαμε, θα τα δίναμε. Δεν τα έχουμε. Οι άλλοι πού τα βρήκαν; Μήπως η οικονομική κρίση έχει πράγματι πλήξει μόνο εμένα και τη σεβάσμια θεία; Πάντως η ρεσεψιονίστ μάς πληροφόρησε ότι η πληρότητα του ξενοδοχείου αγγίζει το 100%. «΄Αμα έχει τόσο κόσμο δεν έρχομαι, εγώ θέλω ησυχία!» παρενέβη η θεία Ιουλία. «Εξάλλου, είπαμε να πάμε κάπου που να είμαι ινκόγκνιτο, ώστε να γλιτώσω όλα αυτά τα δυσάρεστα με θαυμαστές που με αναγνωρίζουν και με κυνηγάνε για αυτόγραφα» έσκυψε και είπε συνωμοτικά στη ρεσεψιονίστ, η οποία (φάνηκε στο βλέμμα της) άρχισε ξαφνικά να αναρωτιέται πού (δεν) γνώριζε αυτή την περίεργη κυρία. «Θεία, μην το παρακάνεις» της ψιθύρισα και την παρέσυρα προς την έξοδο. Παρατηρώντας ότι ο νεαρός δίπλα μας φορούσε ημιδιάφανη, δικτυωτή μπλούζα που έγραφε Trussardi και από μέσα ξεχειλωμένο φανελάκι τύπου «Ατθίς». Τι να πεις...
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Τα ταξίδια των ανθρώπων
› 
Εκεί… ψηλά στον Παρνασσό
› 
Ψωνίζω, άρα υπάρχω;
› 
Από το «Ποσειδώνιο» στο Σαν Ρέμο
› 
Τα φυτά που μιλάνε
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers