Μουσακάς με άρωμα ψαριού
9.7.2009 
Οι Φιλιππινέζες του ισογείου μαγειρεύουν χρησιμοποιώντας τόνους fish sause, οι αναθυμιάσεις της οποίας ανεβαίνουν στον όροφό μας, περνούν ύπουλα κάτω από την πόρτα και με ξυπνάνε από τη μεσημεριανή σιέστα φέρνοντάς μου εμετό. Δεν υπάρχει πιο δύσοσμο πράγμα από τη fish sause, το εκχύλισμα από ψάρι και γαρίδες που χρησιμοποιούν αντί αλατιού αρκετοί Ασιάτες. Ειδικά όταν δεν τρως ψάρι. Τις προάλλες (πάλι μαγείρευαν οι Φιλιππινέζες) βρήκαμε τη θεία Ιουλία ημιλιπόθυμη μπροστά στην τηλεόραση. «Η ζέστη ή ο Αυτιάς;» τη ρώτησα. «Αυτό το πράγμα που ρίχνουν στα φαγιά τους οι μην τις πω!» απάντησε εκνευρισμένη. Που τι να τους πεις; Μη μαγειρεύετε τα φαγητά σας; «Δεν μπορώ, παιδί μου. Όταν με τον μακαρίτη τον θείο σου ζούσαμε στη Βερζενμπρύνγκεν της Βαυαρίας, όποτε έφτιαχνα μελιτζάνες σκορδοστούμπι – πολύ του άρεσε – η σπιτονοικοκυρά μάς έβριζε γιατί της μύριζε, και εμείς τη λέγαμε ναζίστρια. Δεν θέλω τώρα να λένε το ίδιο οι κοπέλες για μένα». «Τι δουλειά είχες εσύ στη Βερζενμπρύνγκεν;». «Πού να στα λέω...».
 
 
Δεν μου τα είπε. Εξάλλου, το ζητούμενο ήταν πώς θα αντιμετωπίζαμε τη φιλιππινέζικη εισβολή, η οποία κάθε μεσημέρι μετέτρεπε τα σπίτια μας στην κεντρική ψαραγορά της Μανίλα. «Ένα μπουκάλι Madame Rochas έριξα το πρωί πάνω μου και μυρίζω πάλι ψαρίλα!» παραπονέθηκε η κυρία Κουλουμπή-Κόκοτα του τετάρτου. «Τι μου λέτε; Κυκλοφορεί ακόμη η Madame Rochas;» απόρησε η θεία Ιουλία. «Αυτό είναι το θέμα μας ή ότι δεν μπορούμε να βγούμε από τις πόρτες μας με αυτά τα πιράνχας που εγκαταστάθηκαν στο ισόγειο;». «Ε, όχι και πιράνχας τα καημένα», αντέδρασε η θεία, την οποία πιάνει ενίοτε το αντιρατσιστικό της, «εργαζόμενα κορίτσια είναι, που ήρθαν εδώ αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο». «Και στο μεταξύ το μόνο που έχουν καταφέρει είναι να μετατρέψουν τη ζωή μας σε κόλαση. Πιράνχας σας λέω, κυρία Ιουλία μου, έτοιμα να μας κατασπαράξουν έτσι και δουν ότι αντιδρούμε στα φαρμάκια με τα οποία ποτίζουν τον αέρα που αναπνέουμε! Καλά τα λέει ο Καρατζαφέρης που τις θέλει όλες αυτές έξω από τα σύνορα...».
 
 
Όσο οι δύο (άσπονδες) φίλες προσπαθούσαν να αποφασίσουν αν ο Καρατζαφέρης είναι ακροδεξιός ή ένα επαναστατικό μοντέλο καπιταλοκομμουνιστή με εξελιγμένες κοινωνικές ευαισθησίες και αναισθησίες, αλλά και αν η κυρία Τοπάλογλου που νοίκιασε στις Φιλιππινέζες την γκαρσονιέρα έβαλε μέσα στην πολυκατοικία δύο αγγέλους (έστω με μερικές δυσάρεστες συνήθειες) ή δύο διαβόλους, επεξεργαζόμουν παρόμοια φαινόμενα: Τους Αλβανούς που κάθονται στην παρακάτω γωνία, πάνω σε κασόνια και πίνουν μπίρες όλο το βράδυ, αφήνοντας τα άδεια μπουκάλια στο πεζοδρόμιο. Τον Ρουμάνο του απέναντι ημιυπόγειου που ακούει στη διαπασών παραδοσιακά τραγούδια της πατρίδας του – αφόρητους αμανέδες – υποχρεώνοντάς μας να συμμετέχουμε στον νόστο του. Τη μαύρη του διπλανού ισογείου (αυτή δεν έχει πατρίδα, είναι απλώς «η μαύρη») που επιμένει να πετάει τα νερά από τη λάτρα της στον δρόμο «γιατί, αγαπητή μου, αυτή, εκεί στις παράγκες που μεγάλωσε, μέσα στις σκόνες και στις ανομβρίες δεν έμαθε τι πάει να πει αποχετευτικό σύστημα!», όπως εξηγούσε η κυρία Κουλουμπή-Κόκοτα στη θεία Ιουλία, ενώ η θεία προσπαθούσε να την πείσει ότι όλο αυτό «αποτελεί τελετουργικό της φυλής της μαύρης. Το έχω δει στο Internet. Κάνουν περιτομές στα αγόρια τους και μετά ρίχνουν γύρω γύρω νερά για να φύγουν τα κακά πνεύματα». «Εννοείτε ότι και τώρα εδώ δίπλα κάνουν περιτομές;» εξανέστη (δεν θέλει και πολύ) η κυρία Κουλουμπή-Κόκοτα. «Φυσικά», η θεία.«Τα εννοούσες αυτά που της έλεγες;»τη ρώτησα όταν η επισκέπτριά της αποχώρησε σοκαρισμένη. «Φυσικά» μου απάντησε, χωρίς να με πείσει καθόλου.
 
 
Το σίγουρο είναι ότι η πολυπολιτισμικότητα που απέκτησε τα τελευταία χρόνια η γειτονιά μας όπως έχει τα καλά της (π.χ. τα έθνικ μπακάλικα) έχει και τα κακά της. Πόση όμως καλή διάθεση δείχνουν οι δύο πλευρές, εμείς και οι «ξένοι», ώστε να αμβλύνουμε τις μεταξύ μας διαφορές και να συναντηθούμε στις ομοιότητες; Ελάχιστη, φοβάμαι. Πάντως η θεία Ιουλία κάνει ό,τι μπορεί. Προχθές, την ώρα που έμπαινα στο σπίτι έβγαιναν οι δύο Φιλιππινέζες βαστώντας ταψιά και κατσαρόλες. «Τις μαθαίνω να μαγειρεύουν ωραία ελληνικά φαγητά μπας και γλιτώσουμε από την ψαρόσαλτσα. Σήμερα είχαμε το πρώτο μάθημα: μουσακά». Μερικές ημέρες μετά συνάντησα μία από εκείνες στον δρόμο. «Τι κάνεις;». «Πήγε σουπερμάρκετ, αγολάσει, κάνει μούζαγκα». Το απόγευμα η μυρωδιά της fish sause ταλαιπωρούσε εκ νέου τις ευρωπαϊκές μυτούλες μας. «Τελικά δεν την προτίμησαν τη συνταγή σου»σχολίασα, όταν χτύπησε το κουδούνι. Της είχαν φέρει να δοκιμάσει ένα κομμάτι μουσακά για να τους πει αν τον πέτυχαν! «Τι βάλατε μέσα;» τις αγριοκοίταξε η θεία έτοιμη να τις δαγκώσει. «’Ο,τι είπα εσύ» την κοίταξαν απορημένες. «Μόνο;». «Μόνο». «Και fish sause» πετάχτηκα. «Fish sause όλα φαΐ, πολύ καλό υγεία» μας γλυκοκοίταξαν. Η θεία Ιουλία είχε πανιάσει. «Βάλανε ψάρι στον μουσακά;». Λίγο. Όσο επιτάσσει ο πολιτισμός που έφεραν μαζί τους, ο οποίος αρνείται να υποταχτεί αμαχητί στο ελαιόλαδο Καλαμάτας και στις μελιτζάνες φλάσκες...
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Στο δικό μου Ισλαμαμπάντ
› 
Εκεί… ψηλά στον Παρνασσό
› 
Τα ταξίδια των ανθρώπων
› 
Μπροστά στο ATM
› 
Τα φυτά που μιλάνε
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers