Έρωτας α λα Χόλιγουντ
16.7.2009 
Παρακολουθούσα μία από εκείνες τις ρομαντικές κομεντί που παράγει σωρηδόν το Χόλιγουντ. Mε την ίδια ερωτική ιστορία – δύο αταίριαστοι άνθρωποι που στην αρχή αντιπαθούν ο ένας τον άλλον και στο τέλος ερωτεύονται και παντρεύονται – την οποία κάθε φορά ερμηνεύουν ελαφρώς παραλλαγμένη (ή και εντελώς ίδια) διαφορετικοί ηθοποιοί. Άλλη μια ταινία που δεν καταλαβαίνεις ούτε για ποιον λόγο τη γύρισαν ούτε για ποιον λόγο κάθεσαι και τη βλέπεις. Στην πραγματικότητα, εγώ τέτοιου είδους φιλμ δεν τα επιλέγω τόσο για τους ανθρώπους όσο για τα αντικείμενα: Ενώ οι πρωταγωνιστές ζουν με (εκνευριστική) ένταση τον (κοινότοπο) έρωτά τους, εγώ επικεντρώνω στα υπέροχα σπίτια τους, στην υπέροχη διακόσμηση των υπέροχων σπιτιών τους, στους εξίσου υπέροχους κήπους τους και στα υπέροχα έπιπλα κήπου επάνω στα οποία αναπαύονται φορώντας υπέροχα ρούχα. Αυτός είναι ο κυριότερος λόγος για τον οποίο θεωρώ ότι αξίζει να αφιερώνω σε τέτοιου είδους σάχλες δύο ώρες από τη ζωή μου: όχι το ευτυχές (ως πότε;) ζεύγος και το άνευ προηγουμένου πάθος του (φούμαρα), όσο η βιλίτσα επάνω στην ακτή του Μαλιμπού με την τεράστια τζαμαρία που βλέπει στον ωκεανό· το ψηλοτάβανο διαμέρισμα με θέα στο Μανχάταν· το αντίστοιχο διαμέρισμα στο Λονδίνο, από όπου απολαμβάνεις Τάμεση και Μπιγκ Μπεν. Ακούγομαι αφόρητα υλιστής; Όπως και αν έχει, με το τέλος της ταινίας, ενώ άλλοι θεατές ονειρεύονται έναν έρωτα σαν εκείνον που μόλις παρακολούθησαν, εγώ ονειρεύομαι τη σπιταρόνα του πρωταγωνιστή και τον εξοχικό πύργο της μαμάς του – χωρίς τη μαμά του.
 
 
Παρεμπιπτόντως, εσείς βρίσκετε λογικό να ζεις σε ένα Παρισινό ρετιρέ με πισίνα στη βεράντα (από εκείνα που βλέπουν φάτσα κάρτα τον Πύργο του Άιφελ) και γειτόνισσα την Κατρίν Ντενέβ και να είσαι δυστυχής επειδή μια ανόητη πλαστική ξανθιά (κάτι σαν τη Ρενέ Ζελβέγκερ) δεν σε θέλει; Αυτά μόνο στον κινηματογράφο συμβαίνουν. Στην πραγματική ζωή η πλαστική ξανθιά με το που βλέπει το ρετιρέ σε ερωτεύεται ακόμη πιο πολύ. Και αν εξακολουθήσει να σε αγνοεί, καθώς ως ξανθιά δεν μπορεί να διακρίνει το συμφέρον της, βάζεις σε λειτουργία το τζακούζι, μπαίνεις μέσα, αργά το βράδυ, με ένα ποτήρι κρασί και μερικά μακαρόν (η απόρριψη ενίοτε προκαλεί υπογλυκαιμικά σοκ), απολαμβάνοντας το κατάφωτο Παρίσι από ψηλά, και την έχεις ξεχάσει. Για πάντα.
 
 
Μια και αναφέρθηκα στα μακαρόν... Υπάρχει άλλος ένας λόγος για τον οποίο φθονώ όλους εκείνους τους δυστυχείς στην αρχή και ευτυχείς στο φινάλε τύπους εκτός από το ότι ζουν στα σπίτια των ονείρων μου: η ευκολία με την οποία τρώνε και πίνουν ασταμάτητα χωρίς να παχαίνουν. Το έχετε προσέξει; Κάθονται σαν τους βούδες, παρακολουθούν τηλεόραση (Plasma, υπερμεγέθη, από τις πανάκριβες) τρώγοντας παγωτό από την οικογενειακή συσκευασία με το κουτάλι της σούπας και την επομένη οι κοιλιακοί τους εξακολουθούν να είναι σαν τις φέτες του καλοριφέρ. Οι καλές τους, πάλι, συζητούν με τις φίλες τους για άνδρες (πρωτότυποοοο!) κατεβάζοντας γαβάθες ποπ-κορν ή τεράστια κομμάτια τσίζκεϊκ και την επομένη πηγαίνουν για ψώνια στο παιδικό τμήμα της Burberry, καθώς λόγω αδυναμίας δεν βρίσκουν αλλού ρούχα στο νούμερό τους. Σπιταρόνες, φαγητό μέχρι σκασμού, ζωή με όλες τις ανέσεις και να σε κυνηγάνε κιόλας, απόλυτα ερωτευμένοι μαζί σου, έτοιμοι να σου προσφέρουν τον κόσμο ολόκληρο: πώς μπορώ να μπω σε μια τέτοια ταινία – και ας κάνω τον σνομπ – και να μην ξαναβγώ ποτέ; (Κατά προτίμηση, χωρίς τον έρωτα, τον οποίο καλείσαι να πληρώσεις ακριβά στη συνέχεια).
 
 
Πώς μου ήρθαν όλα αυτά; Απλώς το καλοκαίρι είναι μια εποχή κατά την οποία παρακολουθώ τις κομεντί που έχασα (ή, μάλλον, που δεν ήθελα να δω) τον χειμώνα. Κάτι λοιπόν τα θερινά σινεμά, κάτι το τηλεοπτικό πρόγραμμα που επενδύει στο light, να το πάλι το Χόλιγουντ, που μετά βδελυγμίας απέφευγα, να πρωταγωνιστεί στη διασκέδασή μου. Παλαιότερα παρασυρόμουν, το ζούσα το δράμα. Μεγαλώνοντας διαπίστωσα (ελαφρώς σοκαρισμένος, ομολογώ) ότι τέτοιου είδους ταινίες τις βλέπω πλέον σαν ντοκιμαντέρ. Πώς παρακολούθησα τις προάλλες το «Home» που αφορούσε τις κλιματικές αλλαγές και τις τρομακτικές επιπτώσεις τους στον πλανήτη, κάπως έτσι ξαναείδα το «Pretty Woman». Όπως ξαναείδα και το «Στη χρυσή λίμνη», όπου η Τζέιν Φόντα έπαιζε για πρώτη (και τελευταία) φορά με τον αντιπαθέστατο πατέρα της, Χένρι Φόντα. Όταν είχε πρωτοκυκλοφορήσει η ταινία, πρέπει να πήγαινα στο γυμνάσιο, είχα πλαντάξει στο κλάμα μπροστά στη δύσκολη, πικρή σχέση της κόρης και του γονιού που πέθαινε. Τώρα, όχι μόνο δεν έχυσα δάκρυ (ο αναίσθητος) αλλά και απόρησα: πώς είναι δυνατόν να έχεις ένα τόσο όμορφο σπίτι δίπλα σε μια τόσο όμορφη λίμνη (όπως το σπίτι όπου ζούσε ο Φόντα) και αντί να είσαι ο πιο ευτυχής και καλόψυχος άνθρωπος στον κόσμο να είσαι στραβόξυλο; Για πείτε μου...
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Στο δικό μου Ισλαμαμπάντ
› 
Στης Ακρόπολης τα μέρη…
› 
Έρωτας στα 500
› 
Οι Έλληνες του δρόμου
› 
Μια αισιόδοξη πόλη
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers