Κλέφτες και αστυνόμοι
10.9.2009 
Τρεις ημέρες διακοπών ήταν αρκετές για να γίνει το κακό. Για να επιστρέψουμε σε ένα σπίτι που έμοιαζε βομβαρδισμένο. Το ένα βρακί της θείας Ιουλίας στον πάγκο της κουζίνας, το άλλο στο πάτωμα του σαλονιού. «Δεν ήξερα ότι φοράς έγχρωμα εσώρουχα» σχολίασε η κόρη της και εξαδέλφη μου. «Δεν είναι αυτό το θέμα μας» παρενέβην για να σώσω την κατάσταση. Αν και για πρώτη φορά η θεία δεν ήταν σε θέση να αντιδράσει. Καθισμένη στη μοναδική καρέκλα που είχε μείνει όρθια στο καθιστικό, κοιτούσε γύρω της εμβρόντητη μονολογώντας: «Ανάθεμα τους Ρουμάνους!». «Ποιος σου είπε ότι είναι Ρουμάνοι;». «Ο Ευαγγελάτος. Έλεγε ότι αν κάθε φυλή από μετανάστες έχει τις επιδεξιότητές της, οι Ρουμάνοι είναι άσοι στο ξάφρισμα». «Πάψε με αυτές τις ρατσιστικές γενικεύσεις» αντέδρασε η («δεν θα περάσει ο ρατσισμός») κόρη της. «Εγώ να πάψω; Ο Ευαγγελάτος». «Όπως κι αν έχει, πρέπει να οργανωθούμε», προσπάθησα να βάλω τάξη, «να καλέσουμε τη Σήμανση».
 
 
«Όχι τη Σήμανση!» εξανέστη η θεία. «Την είχε καλέσει η Χαρατσίδου τότε που της είχαν ανοίξει το σπίτι και της είχαν πάρει το τίμιο ξύλο που είχε φέρει από τα Ιεροσόλυμα...». «Το τίμιο ξύλο; Σκέτο;». «Όχι, μαζί με κάτι σταυρούς του Λαλαούνη, τα έκρυβε όλα στην ψωμιέρα... Τι σημασία έχει όμως; Κατέφθασε η Σήμανση με μια σκόνη (για αποτυπώματα είπαν) που την πασπάλισαν σε όλο το σπίτι και έκανε μήνες μετά να το καθαρίσει». «Τουλάχιστον βρήκαν τους ενόχους;». «Παραλίγο να συλλάβουν τον Χαρατσίδη. Τα δικά του αποτυπώματα είχε η ψωμιέρα. Άσε που μετά κόντεψαν να χωρίσουν. Γιατί η Χαρατσίδου είχε απαγορεύσει στον Χαρατσίδη να βάζει χέρι στην ψωμιέρα, τον είχε σε δίαιτα, αποδείχτηκε όμως ότι αυτός έκανε κρυφά τη δουλειά του και έγινε...». «Της Χαρατσίδου!», βάλαμε τα γέλια με την εξαδέλφη μου. Είμαστε από τις λίγες οικογένειες που γελάμε στα δύσκολα και αυτό μας σώζει...
 
 
Στο μεταξύ, αφού αποφασίσαμε ότι η Αστυνομία δεν θα μας έσωζε, αλλά γνωρίζοντας και ότι οι κλέφτες δεν βρήκαν τίποτε να πάρουν - επειδή δεν είχαμε τίποτε - αρχίσαμε να μαζεύουμε. Αυτό και αν ήταν επίπονο, καθώς οι... Ρουμάνοι της θείας Ιουλίας είχαν σκίσει ακόμη και τα σακουλάκια με το τσάι και είχαν αδειάσει το περιεχόμενό τους στο τραπέζι της κουζίνας. «Τα ελληνικά τσάγια δεν τα θέλω, πέτα τα», διέταξε η θεία την κόρη της, «έχω όμως ένα πράσινο, εγγλέζικο, καλής ποιότητας, που θα μου το μαζέψεις και θα το βάλεις πίσω». «Πώς να το ξεχωρίσω, βρε μαμά, σε αυτόν τον κακό χαμό;». «Σου είπα, είναι πράσινο, φαίνεται!». «Αν φαίνεται, έλα εσύ να το μαζέψεις!». «Πες της ναι να γλιτώσουμε την γκρίνια και της το αντικαθιστούμε με ένα άλλο» προσπάθησα (εκ νέου) να αποφορτίσω την κατάσταση. «Να της πω ψέματα;». Εδώ έχει μεγάλη ευθύνη η θεία, που έμαθε στην κόρη της ότι «δεν λέμε ποτέ, μα ποτέ ψέματα!», με αποτέλεσμα η εξαδέλφη μου να μην τα πηγαίνει καλά ούτε με τα κατά συνθήκη ψεύδη που σε βγάζουν από τη δύσκολη θέση. Ευτυχώς εγώ είμαι μανούλα σε αυτά. Αφού λοιπόν διαβεβαίωσα τη θεία ότι δεν είχε χαθεί ούτε φυλλαράκι από το πολύτιμο τσάι, άρχισα να τακτοποιώ το σαλόνι. Με εκείνη καθισμένη στην καρέκλα της να δίνει διαταγές: «Το σεμεδάκι βάλ' το πάνω στο στρογγυλό τραπεζάκι. Όχι έτσι! Ανάποδα το βάζεις. Ναι έτσι. Το τριαντάφυλλο να βγαίνει μπροστά. Πιο μπροστά. Ισιωσέ το. Το τέταρτο φύλλο του να έρχεται σε ευθεία με το "νερό" που κάνει το ξύλο». «Θεία!». «Καλά, βάλ' το όπως θέλεις και το φτιάχνω εγώ μετά. Όσα ξέρει η νοικοκυρά...».
 
 
Μας πήρε δύο ημέρες για να φέρουμε σε τάξη ένα σπίτι 90 τετραγωνικών. Να μην αναφερθώ και στα έξοδα για την αλλαγή της σπασμένης πόρτας και για την τοποθέτηση σιδεριάς στο παράθυρο του δωματίου της θείας, «αλλιώς θα πάω σε ξενοδοχείο!». Δύο ημέρες μετά άνοιξαν εκ νέου το σπίτι της Χαρατσίδου. «Καλά να πάθει, που πάει στη λαϊκή στολισμένη σαν λατέρνα και προκαλεί» σχολίασε η (πάντα με τον καλό λόγο στο στόμα) θεία Ιουλία. «Ενώ εσύ που είσαι πάντα με τη ρόμπα, σαν κλοσάρ, τους ξεγέλασες και σε προσπέρασαν» βρήκε ευκαιρία για την καθιερωμένη επίθεση ειρωνείας η εξαδέλφη μου. «Εγώ είμαι σαν... κλοσάρα, πώς το λένε, γιατί δεν έχω κόρη μεγαλογιατρό όπως η Χαρατσίδου, που της αγόρασε ακόμη και τη φριτέζα που κάνει πατάτες σε μια κουταλιά λάδι, αλλά ανάθρεψα μια άχρηστη, που ακόμη τη χαρτζιλικώνω...» όρμησε η θεία. Και ο καβγάς άναψε, ενώ εγώ σκεφτόμουν ότι, αν μπορούσα να υποδείξω στους επόμενους... Ρουμάνους που θα μας προτιμούσαν τι να πάρουν, αυτό θα ήταν σίγουρα το ντουέτο μάνας-κόρης. Έτσι, και θα έβρισκα την ησυχία μου και θα τιμωρούσα τους κλέφτες όπως κανένα σωφρονιστικό σύστημα δεν θα μπορούσε. Αν και αμφιβάλλω αν θα άντεχαν μερικές, έστω, ώρες μαζί τους. Μάλλον θα μου τις επέστρεφαν.
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Τα ταξίδια των ανθρώπων
› 
Εκεί… ψηλά στον Παρνασσό
› 
Ψωνίζω, άρα υπάρχω;
› 
Από το «Ποσειδώνιο» στο Σαν Ρέμο
› 
Τα φυτά που μιλάνε
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers