Ήταν μια ημέρα σαν τις άλλες: Ξύπνησε στις 6.00 το πρωί για να μαγειρέψει. Στις 6.30 σήκωσε τα παιδιά. Γύρω στις 7.00 άρχισε να ξυπνάει τον άνδρα της, διαδικασία που συνήθως κρατούσε πάνω από μισή ώρα – του ήταν δύσκολο να αποχωριστεί το κρεβάτι του. Στις 7.20, και αφού είχε κατεβάσει τα παιδιά στο σχολικό, άρχισε να τσακώνεται μαζί του: «Μάθε επιτέλους να χρησιμοποιείς το ξυπνητήρι, δεν μπορώ να έχω την έννοια σου», «Συγγνώμη που σε κουράσαμε επειδή σου ζητήσαμε να μας ξυπνήσεις», «Να ξυπνάς μόνος σου!», «Αν κάθε φορά που ξυπνάω ακούω τον εξάψαλμο, μη σώσω και ξαναξυπνήσω!». Στις 8.00 ξεκίνησε για το γραφείο. Στις 8.20 επέστρεψε στο σπίτι για να επιβεβαιώσει ότι είχε σβήσει το φαγητό – δεν το είχε... Στις 9.30 έφτασε στο γραφείο, καθυστερημένη. Στις 10.30 ανέλαβε να παρηγορήσει από τηλεφώνου την κολλητή της, την οποία είχε παρατήσει για νιοστή φορά ο άνδρας της: «Τον ξέρεις, σε εσένα θα γυρίσει», «Δεν τον θέλω», «Διώξ' τον», «Να του κάνω τη χάρη; Δεν σφάξανε», «Τότε κράτα τον», «Να τον κάνω τι;». Κάν' τον... Δεν την ένοιαζε τι, και τα χαρτιά που έπρεπε να ταξινομήσει, προωθήσει κτλ. σχημάτιζαν βουνό μπροστά της.
Ξαπόστειλε τη φίλη και συνέχισε να εργάζεται διακόπτοντας κατά διαστήματα για να: κλείσει ραντεβού στη μαμά της με τον οστεοπαθητικό, θυμίσει στη Φαράχ να ανοίξει την μπαλκονόπορτα για να πάει η γάτα στην άμμο της, καλέσει τον υδραυλικό για τη βρύση που τρέχει... Γύρω στη μία το μεσημέρι, τη στιγμή που καλούνταν να αντιμετωπίσει τη θεία Αννα – «Αυτή η μπήξε η νύφη μου τον έχει κάνει υποχέριό της», «Υποχείριο, θεία», «Ναι, αυτό!» – χτύπησε η υπενθύμιση στο κινητό της. Κοίταξε την οθόνη, για να διαβάσει έκπληκτη: «Μην ξεχάσω να σκοτωθώ!». Μήνυμα από το υπερπέραν; Κάποιο πλάσμα από άλλη διάσταση παρακολουθούσε την επαναλαμβανόμενη τραγωδία της καθημερινότητάς της και της υποδείκνυε τη λύση; «Θα μπερδεύτηκαν οι γραμμές» σκέφτηκε – θεωρία που δεν της φαινόταν πειστική. Μία ώρα μετά νέα υπενθύμιση: «Να σκοτωθώ». «Να σκοτωθώ» και μέσα στο σουπερμάρκετ ενώ έψαχνε «τη σοκολάτα με το αμύγδαλο, μαμά, την πολύ μαύρη, όχι αυτή που είναι λίγο μαύρη, την πολύ πολύ μαύρη που έχει στο χαρτί κάτι σχέδια μαύρα». «Να σκοτωθώ» ενώ παρακαλούσε τα ταξί να την προτιμήσουν, ουρλιάζοντας στη μέση του δρόμου «Πατήσιααααα! Πατήσιααααα!». «Να σκοτωθώ» την ώρα που έμπαινε στο σπίτι για να πληροφορηθεί ότι η μικρή είχε πάθει διάστρεμμα στο μπαλέτο: «Κλαίει και σας ζητάει». «Να σκοτωθώ!» και τη στιγμή που παρατηρούσε απελπισμένη τη στοίβα με τα ασιδέρωτα πουκάμισα που άφησε η Φαράχ και τις ακαθαρσίες του γάτου μπροστά στην κλειστή πόρτα της βεράντας. Η ίδια υπενθύμιση ξανά και ξανά, ανά τακτά χρονικά διαστήματα.
Λίγο αργότερα τα πράγματα ήταν υπό έλεγχο. Τα παιδιά στο σπίτι, με την τραυματία να παρακολουθεί «Τα μυστικά της Εδέμ» («μόνο για σήμερα, μη νομίζεις ότι θα γίνεται κάθε μέρα αυτό!»), με τα ρούχα σιδερωμένα («αν δεν τα κάνω εγώ...»), με το καρβουνιασμένο φαγητό να βρίσκεται στα σκουπίδια και τα προτηγανισμένα μπιφτέκια να ζεσταίνονται στον φούρνο, με τον γάτο να ακονίζει τα νύχια του στο καινούργιο ριχτάρι. Τότε μπήκε ο άνδρας της. «Τρελάθηκες;» τη ρώτησε με το καλησπέρα. «Έτοιμη είμαι, αλλά τι ακριβώς εννοείς;». «Για αυτά που μου έστειλες λέω». «Ποια;». «Τα μηνύματα». «Σου έστειλα εγώ μηνύματα;». «Τρία. Πριν από λίγο, την ώρα της σύσκεψης με τους βουλευτές της επαρχίας». «Τι σου έγραφα;». «Αυτό!»: «Είσαι μαλάκας πολιτικός» διάβασε στην οθόνη του κινητού του. «Έχει σταλεί από το κινητό μου;». «Ναι». «Κάτι έπαθαν οι γραμμές. Γιατί και εμένα...». Του έδειξε το «Να σκοτωθώ!».
Κοιτάχτηκαν, κατάλαβαν και κατευθύνθηκαν προς το δωμάτιο του επτάχρονου γιου τους. «Παύλο, εσύ έγραψες τις κακές λέξεις στα τηλέφωνα της μαμάς και του μπαμπά;». «Και σου είχα πει να μην τον μάθεις να χειρίζεται το κινητό!». «Τον έμαθα για μια ώρα ανάγκης, το “μαλάκας” όμως δεν του το έμαθα εγώ». «Ποιος του το έμαθε;». «Από τα παιδιά στο σχολείο θα το άκουσε!». «Για τέτοιο σχολείο πληρώνουμε του κόσμου τα λεφτά;». «Αυτά τα πράγματα δεν μπορείς να τα ελέγξεις». «Εγώ γι' αυτό πληρώνω, για να τα ελέγχουν!». «Είσαι παράλογος!». «Εγώ είμαι παράλογος ή εσύ τα έχεις παραχαϊδεμένα;». «Εγώ; Εσύ τα έμαθες να παίζουν με τα κινητά!». Ο καβγάς είχε φουντώσει, «Τα μυστικά της Εδέμ» είχαν τελειώσει και η (εννιάχρονη) τραυματίας κάνοντας ζάπινγκ είχε πέσει στη διαφήμιση «αγόρι μου, σε περιμένω μόνη, για να σου κάνω κόλπα, πάρε με στο...», ο μικρός κυνηγούσε τον γάτο με ένα ποτήρι γεμάτο κόκα-κόλα, όταν ξαναχτύπησε η υπενθύμιση στο κινητό της: «Να σκοτωθώ»! «Ε, θα το κάνω!» σκέφτηκε, όταν έφτασε στα ρουθούνια της η μυρωδιά από τα καμένα μπιφτέκια. Αποφάσισε να το αναβάλει. Έπρεπε πρώτα να φροντίσει για το βραδινό των παιδιών.