Εκείνο που περισσότερο με ενοχλεί όποτε αναγκάζομαι να συνδιαλλαγώ με το Δημόσιο είναι ότι για να γίνει η δουλειά μου πρέπει να κάνω τον χαζό. Πρόκειται για τεχνική την οποία εφαρμόζω εδώ και χρόνια. Που αποδίδει μεν, αλλά και που με αφήνει με μια αίσθηση αηδίας για το κράτος που με υποχρεώνει να κάνω τον Καραγκιόζη. Και για τον ίδιο μου τον εαυτό, που δεν έχει τα κότσια να διεκδικήσει ό,τι δικαιούται, παρά καταφεύγει σε φτηνά τεχνάσματα. Άτολμος, «εκπαιδευμένος» να κάνω την κότα για να επιβεβαιώσω, ή απλώς αποφασισμένος να ξεμπερδεύω με τον ψυχοβγάλτη και να συνεχίσω την υπέροχη ζωή μου; Διαλέγετε και παίρνετε. Εμένα με συμφέρει το νούμερο τρία. Να ξεμπερδεύω με τον ψυχοβγάλτη επιθυμούσα και τις προάλλες, οπότε βρέθηκα ενώπιον του Δημοσίου για να τακτοποιήσω κάτι κληρονομικές εκκρεμότητες.
Όσο πλησίαζε η ημέρα της φρίκης τόσο ο ύπνος μου γινόταν πιο ανήσυχος. Ήταν εμφανές: δεν ήθελα να πάω. Πλήρωνα όσο όσο για να μην πάω. Θα πήγαινα όμως. Όπως και πήγα. Πρωί, γύρω στις εννέα, διάβαινα την πόρτα τη μεγάλη, ελπίζοντας ότι ξαφνικά θα προβάλει από το πλήθος ο ήρωάς μου και θα μου πει: «Γύρνα σπίτι, καθαρίζω εγώ!». Για άλλη μία φορά δεν ήρθε. Βρέθηκα μπροστά σε ένα άδειο γραφείο, να περιμένω τον κύριο τάδε που «κάπου έχει πεταχτεί, δεν θα αργήσει», όπως με ενημέρωσαν βαριεστημένα οι συνάδελφοί του. Άργησε. Το κορόιδο περίμενε όρθιο, λες και το είχε βάλει τιμωρία ο δάσκαλος – πάλι καλά που δεν το υποχρέωσαν να στέκεται στο ένα πόδι. Και φαντασιωνόταν αυτή τη φορά όχι ότι θα εμφανιζόταν ο ήρωάς του για να τιμωρήσει την αδιαφορία, αλλά ότι θα έπαυε να είναι κορόιδο, θα γινόταν ένας από εκείνους που περνούν από τις δημόσιες υπηρεσίες και αφήνουν πίσω τους συντρίμμια, υπαλλήλους στα πρόθυρα νευρικής κρίσης. Δεν είμαι τέτοιος, οπότε τη νευρική κρίση την παθαίνω εγώ κάθε φορά.
Αυτή τη φορά με λυπήθηκαν. Ένας συνάδελφος του απολεσθέντος κυρίου τάδε πλησίασε και ρώτησε τι ήθελα. Του είπα. Πήρε στα χέρια του τα χαρτιά που είχε ετοιμάσει ο συμβολαιογράφος μου και άρχισε να τα μελετάει. Για να τα περάσει στη συνέχεια σε άλλο υπάλληλο. Βαριεστημένα άρχισε και εκείνος να τα εξετάζει ρωτώντας για όλα αυτά τα πράγματα που αν υπήρχε οργάνωση θα μπορούσε να βρει στο Ιnternet, αλλά και κοιτώντας με, κάθε φορά που του απαντούσα, με ύφος ανακριτή – του ειδικού που ξέρει ότι ο ενοχλητικός που βρίσκεται απέναντί του έχει έρθει για να τον κοροϊδέψει: «Το οικόπεδο είναι πάνω στη θάλασσα;». «Όχι, είναι λίγο πιο πίσω. Μεσολαβούν δρόμος και άλλο ένα σπίτι, όπως γράφει η δήλωση που σας έδωσα». «Δηλαδή δεν είναι πάνω στη θάλασσα». «Οχι, σας το είπα!». (Το «σας το είπα» το καταπίνω, για να μην τον εκνευρίσω, και λέω μόνο το «όχι», χαμογελώντας γλυκά). «Γιατί αν είναι, αλλάζουν τα πράγματα...». «Μάλιστα» (πάντα χαμογελαστά και υποτακτικά). «Μάλιστα...» και εκείνος, με ύφος αστυνόμου Μπέκα, ενώ συνεχίζει: «Εδώ όμως οι τιμές που γράφεις δεν μου βγαίνουν». «Να σου βγουν, δουλειά σου είναι!». Ούτε αυτό το εκστομίζω, βεβαίως. Πάντα με χαμόγελο α λα Μαρία Αλιφέρη («Σας αγαπώ!») συνεχίζω χαμηλόφωνα και ταπεινά: «Ο συμβολαιογράφος μου μου είπε ότι επικοινώνησε με τους τοπικούς παράγοντες οι οποίοι επιβεβαίωσαν ότι είναι σωστές». «Έτσι σου είπε;». «Μάλιστα». «Εμένα όμως δεν μου βγαίνουν και δεν έχω και χάρτη γαμώτο, να δω την περιοχή». «Μάλιστα». «Τι να κάνουμε τώρα;».
Σκέφτομαι «να κόψετε τον λαιμό σας» και προτείνω ευγενικά: «Θέλετε να μιλήσετε με τον συμβολαιογράφο μου;». «Πάρ' τον». Τον παίρνω. Από το κινητό μου. Μιλάνε, μιλάνε, μιλάνε... Εγώ χρεώνομαι. Κάποια στιγμή το κλείνουν. Ο δικός μου με κοιτάζει με βλέμμα απλανές. «Ο συμβολαιογράφος λέει ότι τα έχει σωστά». «Μάλιστα». «Εγώ όμως πού να το δω;». «Στα ταρό;» Εννοείται ότι και αυτό το καταπίνω. «Θέλετε να καλέσω στην Τήνο, να μιλήσετε με τους εκεί συναδέλφους σας;». «Για πάρε». Παίρνω. Πάλι από το κινητό μου. Τους είχαν κόψει το τηλέφωνο στο γραφείο; Τους απαγόρευαν να καλούν κινητά; Ο εν λόγω δεν ήθελε να επιβαρύνει την υπηρεσία του; Ποτέ δεν θα μάθω. Δεν τόλμησα να ρωτήσω. Ούτε θέλω να θυμάμαι πόση ώρα μιλούσε από τη συσκευή μου, προσπαθώντας να καταλάβει. Και πόση ώρα στεκόμουν όρθιος προσπαθώντας να ελέγξω τα νεύρα μου και επαναλαμβάνοντας στον εαυτό μου: «Διατήρησε την ψυχραιμία σου, για να γίνει η δουλειά σου!». Τη διατήρησα. Η δουλειά μου, με τα πολλά, έγινε. Βγαίνοντας παρατήρησα έναν νεαρό που κάπνιζε. Παρ' ότι το έχω κόψει εδώ και επτά χρόνια μού ήρθε να αρπάξω το τσιγάρο του και να το ρουφήξω μέχρι φίλτρου. ΄Η, ακόμη καλύτερα, να ανάψω ολόκληρο το πακέτο του και να το καπνίζω μασίφ. Για την Ελλάδα, ρε γαμώτο!