Στης λεωφόρου Αλεξάνδρας την ολόμαυρη ράχη (πάντως υποσχέθηκαν ότι στο ύψος του Παναθηναϊκού θα την πρασινίσουν, μέχρι λιποθυμιάς από την υπεροξυγόνωση) πορεύομαι. Από το σπίτι προς το γραφείο και τούμπαλιν. Βαριανασαίνοντας. Σαν να μη φτάνει ο ύπουλος, ο ανεπαίσθητος ανήφορος που όσο περνούν τα χρόνια πιο πολύ με λαχανιάζει, έχω και την απειλή της αλλαγής του κλίματος (που κάνει τη ζέστη πιο ζεστή και την ψύχρα πιο ψυχρή) να κρέμεται πάνω από το κεφάλι μου. Έχω και τις τύψεις μου επί του θέματος: δεν ανακυκλώνω επαρκώς. Δεν δεντροφυτεύω. Εξακολουθώ – κυρίως αυτό – να μην κλείνω από αμέλεια το θερμοσίφωνο στο κρίσιμο τέταρτο (χρόνος που απαιτείται, κατά τον υδραυλικό, για να ζεσταθεί επαρκώς το νερό για το ντους μου), παρά το αφήνω να καίει με τις ώρες, σπαταλώντας ενέργεια.
«Να δω πότε θα εκραγεί και θα πάρει και εμάς μαζί του ή μάλλον εμένα που είμαι όλη μέρα στο σπίτι, γιατί εσύ θα έχεις βάλει τις κολόνιες σου και θα έχεις φύγει» προσπαθεί να με τρομοκρατήσει η θεία Ιουλία, για να συνεχίσει με δραματικό ύφος: «Όλο φεύγεις. Πού γυρίζεις, παιδί μου; Πού έχεις μπλέξει; Ανησυχώ. Ο κόσμος δεν είναι πια αυτός που ήταν». Πράγματι, ο κόσμος δεν είναι πια αυτός που ήταν. Αλλάζουν όλα, αλλάζει και το κλίμα, επανέρχομαι εγώ στον προβληματισμό των καιρών... «Δεν σου μιλάω για το κλίμα, για τις παρέες τις κακές σού μιλάω». Από τη στιγμή που έχει πάρει απόφαση να με βλέπει με τα προ τριακονταετίας μάτια της, έχω σταματήσει να της θυμίζω ότι στην ηλικία που έφτασα (με μερικές στραβοτιμονιές, οι οποίες ευτυχώς δεν με έβγαλαν από τον δρόμο) ο κόσμος ο κακός δεν ασχολείται με εμένα, ψάχνει για πιο φρέσκα θύματα. Για τη θεία είμαι πάντα ένα παιδί που πρέπει να τρώει μέχρι σκασμού («αλλιώς θα πέσεις κάτω»), που πρέπει να κοιμάται νωρίς («αλλιώς δεν θα μπορείς να αποδώσεις»), που πρέπει... Πολλά τα πρέπει. Μέσα σε όλα, θεία μου, πρέπει να προστατεύσουμε και τη Γη. Κυρίως αυτό. Το φωνάζουν άπαντες!
Μήπως όμως τελικά η αλλαγή του κλίματος δεν είναι έργο των κακών ανθρώπων αλλά φυσική εξέλιξη; Όπως αλλάζουμε εμείς, αλλάζει και το κλίμα. Ας δούμε την αισιόδοξη πλευρά: τέρμα τα έξοδα για ρούχα χειμωνιάτικα, καλοκαιρινά, ανοιξιάτικα. Αιώνιο καλοκαίρι προβλέπουν για την Ελλάδα οι ειδικοί; Με ένα τσίτι θα το βγάζουμε – άλλοι με τσίτι της Βίβιαν Γουέστγουντ, άλλοι με τσίτι από τους Κινέζους... Παρομοίως, στον Βορρά με μια (συνθετική, τώρα πια) γούνα θα ξεχειμωνιάζουν και θα ξεκαλοκαιριάζουν. Ακούγεται εφιαλτικό; Ποια από τις προβλέψεις των διπλωματούχων μελλοντολόγων δεν ακούγεται εφιαλτική; Αλλά και πόσες φορές δεν έχουν πέσει έξω;
Μπορεί να μην επαληθευτούν ούτε τώρα τα σενάρια που θέλουν τον πλανήτη να καταστρέφεται (από την έκρηξη του θερμοσίφωνά μου;), αλλά να επαληθευτούν ποιητές, στιχουργοί και λοιποί καλλιτέχνες που βάζουν το κλίμα να μας δίνει μαθήματα σουρεαλισμού. Πιθανώς μια ημέρα να αρχίσει να βρέχει άνδρες, όπως έχουν προβλέψει οι Weather Girls στο τραγούδι τους «It's Raining Men»! Με τη λειψανδρία που έχει πέσει, όπως καταγγέλλουν στα lifestyle περιοδικά διάφορες επώνυμες που βρίσκονται σε ωορρηξία, κάτι τέτοιο θα τις βόλευε με το παραπάνω. Μπορεί πάλι στο μέλλον ο μικρός βοριάς «να ’ναι καλό παιδάκι», όπως τον ήθελε ο Ελύτης, και να μη μας «χτυπάει πορτόφυλλα / και στο παραθυράκι». Ίσως, πάλι, να πλησιάζει η εποχή όπου θα επαληθευτεί το «ήρθε ο καιρός / πάνω στου κόσμου την πληγή / ήρθε ο καιρός / να ξαναχτίσετε τη γη», του Γκάτσου. Ως τότε «φύσα, αεράκι, φύσα με / μη χαμηλώνεις ίσαμε», να συντελεστούν όλες οι αλλαγές συμπεριλαμβανομένης εκείνης του κλίματος και να βρεθούμε (όχι εμείς, οι απόγονοί μας) στον καινούργιο κόσμο.
Έτσι αποφάσισα να το σκέφτομαι το αύριο, για να μην (από)τρελαθώ: ως έναν θαυμαστό, ολοκαίνουργιο κόσμο, στον οποίο μας οδηγούν οι θυσίες, οι πόνοι, τα όνειρα αλλά και τα (συγχωρεμένα από τη μάνα φύση) λάθη μας. Έναν κόσμο όπου το κλίμα δεν θα είναι πια στραβό ούτε θα το έχει φάει ο γάιδαρος. Όπου τίποτε δεν θα είναι στραβό. Και όπου τα spreads και οι Dow Jones (απεταξάμην) θα έχουν μεταλλαχθεί σε προφιτερολιές: πρόκειται για ένα δένδρο που δημιούργησα (με τη φαντασία μου) όταν ήμουν παιδί, το οποίο αντί για καρπούς παράγει προφιτερόλ, έτοιμα προς κατανάλωση. Τρώγοντας προφιτερόλ, θα περνάμε από εποχή σε εποχή. Αν θα υπάρχουν ακόμη εποχές. Διότι μπορεί να έχουν συμπτυχθεί όλες σε μία μεγάλη, ευτυχισμένη εποχή, την – ας την πούμε – Εποχάρα! Την απόλυτη Εποχάρα της ανθρωπότητας, όπου δεν θα κρυώνουμε και δεν θα ζεσταινόμαστε, θα τρώμε και δεν θα παχαίνουμε, ο ήλιος θα χαμογελάει σαν τον ήλιο στην «Τενεκεδούπολη» της Φακίνου (θυμάστε οι παλαιότεροι;) και το φεγγάρι θα είναι φεγγαράκι ανεξερεύνητο και ονειρικό. Κάτι τέτοια λέω (συνήθως μετά το τρίτο ποτήρι κρασί) και οι φίλοι μου με ρωτάνε ανήσυχοι γιατί δεν σκέφτομαι την πιθανότητα να αρχίσω ψυχοθεραπεία ή αποτοξίνωση. Μάλλον επειδή δεν ήρθε ακόμη η κατάλληλη εποχή...