Δεν ξέρω αν η ατμόσφαιρα καθαρίσει ποτέ απ’ ό,τι συνέβη την περασμένη εβδομάδα. Τα αποκαΐδια αυτής της «εκρηκτικής βόλτας» του πλήθους θα σημαδέψουν τα Χριστούγεννα του 2008 στη μνήμη μου. Γι’ αυτό θα μου επιτρέψετε να μην ασχοληθώ με το glamour που σε άλλες συνθήκες θα είχα βάλει ως προτεραιότητα για να μοιραστώ τις νέες ιδέες για τις εμφανίσεις των ημερών.
Όσο κι αν επιθυμώ να κατέβω στα μαγαζιά για να πάρω εικόνες από το στυλ «ντύσιμο γιορτής», όσο κι αν σπρώχνω το party girl να ξυπνήσει μέσα μου και να πάρει τον έλεγχο της γκαρνταρόμπας μου, οι εικόνες των λεηλατημένων καταστημάτων θα μεγαλώνουν την ενοχή μου.
Η πόλη –ή μάλλον η χώρα– χωρίστηκε σε δύο στρατόπεδα. Σε εκείνους που έχουν χρήματα και τα δείχνουν και σε όσους έχουν θυμό και ξεσπάνε. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει λόγος να μπει ούτε μια παγέτα πάνω στα κατάμαυρα ρούχα μου. Ούτε ένας κόκκος χρυσόσκονης στο μακιγιάζ μου για να γιορτάσω με έναν σύγχρονο, έστω μπανάλ, τρόπο τη γέννηση του Θεανθρώπου.
Και το βλέμμα που πέφτει πάνω στις σελίδες των περιοδικών του μήνα με τα εξόχως αστραφτερά αφιερωματικά τεύχη βαραίνει από τις τύψεις ότι πολλή αδικία υπάρχει εκεί έξω, πέρα από τις βιτρίνες με τα βελούδα και τα σατέν δωδεκάποντα στιλέτο. Ακόμα και η νέα φωτογράφιση της Μαντόνα από τον Στίβεν Μαϊζέλ για την ανοιξιάτικη καμπάνια του Louis Vuitton μοιάζει παράταιρη, ξένη, αλλόκοτη. Εμείς καιγόμαστε κι εκείνη κάνει γιόγκα για να ξεπεράσει το διαζύγιο...
Εποχή ύφεσης και συνετές επιλογές ταιριάζουν μεταξύ τους. Κι από την άλλη πλευρά, κάποιοι μηχανισμοί –θετικής σκέψης θα έλεγα– συγκεντρώνουν τη δύναμή τους για να μου θυμίσουν ότι οι αγορές κάνουν τον κόσμο να γυρνάει. Δίνουν δουλειά και κίνητρα για εξέλιξη. Και ικανοποιούν τη ματαιόδοξη φύση σου που βρίσκει απόλαυση ακόμα και στο πιο μικρό αντικείμενο που αγόρασες ένα απόγευμα όταν βγήκες για μια σύντομη βόλτα.
Να γίνω Σκρουτζ και να μαζεύω λεφτά μέχρι τη στιγμή που το πνεύμα των Χριστουγέννων θα με κάνει να αλλάξω και να το ρίξω στη φιλανθρωπία αποκλείεται. Μου φαίνεται ότι η ιστορία του Ντίκενς δούλεψε πολύ εσωτερικά όταν την είχα διαβάσει κι έτσι δεν με απασχολούν τέτοια στενάχωρα θέματα. Όταν έχω, δίνω. Το πρόβλημα είναι να έχω πραγματικό χρήμα και όχι μια άυλη ή πλαστική υπόσταση χρήματος. Το ζήτημα είναι να ξοδεύω όσο μπορώ και όχι για άχρηστα πράγματα.
Το θέμα είναι ο συνετός Μίστερ Χάιντ χαρακτήρας μου να μπορεί να συγκρατεί τον άπληστο καταναλωτικό Ντόκτορ Τζέκιλ. Η λύση είναι να καταφύγω στη λογοτεχνία, στους μεγάλους κλασικούς, στον καυστικό Μπαλζάκ, στον παρατηρητικό Ζολά, στον ψυχολόγο Φλομπέρ. Καθένας τους βρέθηκε αντιμέτωπος με τη γυναικεία φιλαρέσκεια, την πλήξη, τη χειραφέτηση. Όλοι τους έβγαλαν το ίδιο περίπου συμπέρασμα: πως μια βόλτα στα μαγαζιά σού αλλάζει τη διάθεση. Και σου δίνει ένα μάθημα κοινωνικής ανθρωπολογίας. «Το πιο σημαντικό σήμερα είναι το shopping», έγραφε ο Άρθουρ Μίλλερ το 1968 (άλλη χρονιά ορόσημο για τα νιάτα εκείνης της εποχής) στο ThePrice. «Χρόνια πριν, αν κάποιος ήταν δυστυχής και δεν ήξερε τι να κάνει με το άτομό του, θα πήγαινε στην εκκλησία, θα ξεκινούσε μια επανάσταση, έστω κάτι. Σήμερα, είσαι δυστυχής και δεν το καταλαβαίνεις. Ποια είναι η σωτηρία; Μα το να πας για ψώνια». Φυσικά…