Κάποιος είναι εκεί μετά παύει να είναι… Με κάποιον μιλούσες και μετά σταματάς να μιλάς…
Λες να τον πάρω τηλέφωνο αλλά μετά σκέφτεσαι… Αφού δεν είναι εκεί και δεν θα ξανά ‘ναι κι εκεί… Με κάποιον έβγαινες να πάτε να φάτε και να πιείτε ένα ποτό να συζητήσετε ή να μαλώσετε δηλαδή διαπιστώνεις ότι αν είναι να βγεις θα βγεις μόνος σου… Κάποιος ζούσε και μετά έφυγε…
Ο Γιάννης Δαλιανίδης έφυγε «πλήρης ημερών και πλήρης έργου» όπως λέει αυτή η ηλίθια φράση λες και υπάρχει κάποιος που κανονίζει πότε κάποιος είναι πλήρης ημερών και πλήρης έργου αλλά εμένα μου λείπει σαν φίλος πάνω απ όλα γιατί ήξερε να είναι φίλος. Ήξερε να σου πει τη σωστή κουβέντα τη σωστή στιγμή και να κάνει το σωστό πράγμα επίσης τη σωστή στιγμή…
Ο Γιάννης Δαλιανίδης λατρεύτηκε και χλευάστηκε όσο κανείς άλλος συνάδελφός του αλλά και κανείς άλλος συνάδελφός του δεν έκοψε τόσα πολλά εισιτήρια και δεν χώρισε το ελληνικό σινεμά σε πριν και μετά απ αυτόν, δεν γνώρισε τόσους μιμητές αλλά και τόσους επικριτές-εκτός ίσως αν εξαιρέσεις τον τομέα των πολλών εισιτηρίων του Θόδωρα Αγγελόπουλου.
Και σαν καλός συγγραφέας βέβαια σαν καλός σεναριογράφος και σκηνοθέτης κράτησε την μεγαλύτερη ανατροπή και το φινάλε στο σενάριο της ζωής του. Μία πολιτική κηδεία και ένας τρόπος αποχαιρετισμού που κάνει πολλούς από τους «προοδευτικούς» επικριτές του να μοιάζουν με τη θεία Λένα…
«Εγώ σκηνοθετώ τον εαυτό μου…» Έλεγε όπως έλεγε και «Όταν η ώρα πάει έξι το απόγευμα και δεν έχω κανονίσει που θα πάω το βράδυ τρελαίνομαι… Όχι και να κάτσω σπίτι βραδιάτικα…». Κι έτσι κάθε βράδυ ήταν έξω και μέχρι τέλος ήταν όρθιος, κεφάτος, ζωντανός και ζωηρός και ήθελε νέο κόσμο γύρω του με τον οποίο καυγάδιζε κιόλας σαν να ήταν συνομήλικός τους. Κι έφυγε ξαφνικά εκεί που δεν το περίμενε κανείς από μια ενδονοσοκομειακή λοίμωξη κάτι που θα μπορούσε να είχε συμβεί και σε κάποιον οποιασδήποτε ηλικίας. Από τον βαθύ ύπνο της καταστολής πέρασε στην αιωνιότητα…
Γιατί… «Φεύγουν τα χρόνια, όλα αλλάζουν όλα, μόνο η αγάπη μένει μες την καρδιά…»…