Λέγαμε την προηγούμενη εβδομάδα για την κρίση, την οικονομική κρίση και για τις άλλες τις υπόλοιπες κρίσεις. Τις κουβαλάμε σαν λαός, αλλά και ως κράτος τουλάχιστον τα τελευταία 180 χρόνια. Την κρίση λοιπόν, όπου όμως οι Έλληνες σεναριογράφοι ταινιών ή σίριαλ δεν έχουν καταλάβει καν ότι υπάρχει, εξ ου και δεν τη βλέπουν να υπάρχει στη ζωή των ηρώων κανενός σίριαλ ή καμιάς ταινίας.
Όμως, πέρυσι το καλοκαίρι, διαπίστωσα και μου είπαν κιόλας φίλοι που τα έζησαν κι αυτοί, πως και η πλειοψηφία των ανθρώπων που ζουν από τον τουρισμό και δρουν «τουριστικά», επίσης δεν εννοούν να την καταλάβουν. Και εννοώ φυσικά τις τιμές στα ξενοδοχεία, εστιατόρια, καφέ, μπαρ, κλαμπ, κλπ, κλπ, όπου θαρρείς πως ο χρόνος έχει σταματήσει στο γλυκό, δροσερό, χαριτωμένο και κυρίως ελπιδοφόρο 1999!!!
Μου έτυχε και μπαρ σε τουριστικό νησί, όπου πέρυσι το ποτό είχε 7 ευρώ και φέτος έχει πάει στα 11 ευρώ, γιατί προφανώς ο συγκεκριμένος ιδιοκτήτης δεν είχε ακούσει τίποτα ούτε περί τρόικας, ούτε περί μέτρων, ούτε περί μεσοπρόθεσμου, ούτε τίποτα. Ήταν η κανονική έως υπερβολική αύξηση από το ένα καλοκαίρι στο άλλο, σε μια χώρα όπου όλα κινούνται λογικά και που βέβαια οι τιμές ανεβαίνουν ανάλογα με τον πληθωρισμό. Φυσικά, ανέφερα τη συγκεκριμένη περίπτωση που είναι απολύτως αληθινή και που είναι υπερβολική, αλλά εν πάση περιπτώσει μιλάμε για ένα μπαρ. Δεν είναι κάτι απαραίτητο το μπαρ, ή πας ή δεν πας. Θα μπορούσα όμως να πω και άλλες περιπτώσεις για ξενοδοχεία, εστιατόρια κλπ, κλπ ή ακόμα καλύτερα, πως οι ίδιοι άνθρωποι που έχουν αυτά τα μαγαζιά, αν τους μιλήσεις σου λένε πως δυστυχώς η κίνηση έχει πέσει πολύ φέτος. Και σου τονίζουν πως πια οι περισσότεροι από τους τουρίστες παίρνουν σουβλάκια και τα τρώνε στα δωμάτιά τους. Φυσικά, όλη αυτή η παράνοια δεν υπάρχει μόνο στα επαγγέλματα που έχουν σχέση με τον τουρισμό. Και εν πάση περιπτώσει, μην ξεχνάμε ότι δυστυχώς στην Ελλάδα αντιμετωπίζεται περίπου ως αρπαχτή και πώς θα τα φάμε απ΄ τους κουτόφραγκους. Αλλά και σε άλλες δουλειές, σε άλλα μαγαζιά, σε ενοίκια σπιτιών, σε εστιατόρια, σε ζαχαροπλαστεία, σε καταστήματα ρούχων ή παπουτσιών –όσα έμειναν– μανάβικα, μπακάλικα κλπ.
Δεν χρειάζεται βέβαια να σας πω, πως το συγκεκριμένο μπαρ με τα 11 ευρώ το ποτό ήταν γεμάτο ασφυκτικά κάθε βράδυ. Θα σας πω όμως μια φράση που άκουσα από πολλούς, διαφόρων οικονομικών τάξεων, «Καλά, άστους να λένε και θα σου πω εγώ του χρόνου όσοι απ΄ αυτούς είναι ανοιχτοί, πόσο θα έχουν ρίξει και τις τιμές και τα φτερά τους…».