Κατεβαίνοντας...
Δεν ξέρεις πότε θα βρεθείς στην καλύτερη φάση της ζωής σου. Πότε θα φτάσεις στην κορυφή του βουνού απ’ όπου θα φαίνονται όλα πιθανά. Τέτοιες στιγμές τις συνειδητοποιείς συνήθως κατόπιν εορτής, μπορεί και χρόνια μετά, όταν βρεθείς (πάλι) πολύ κοντά στη βάση του βουνού, κουρασμένος ήδη από τα χιλιόμετρα που έχεις αφήσει πίσω σου, και σε εκείνη τη δύσκολη στιγμή που αρχίζει και αχνοφαίνεται εντός σου ότι οι κορυφές που είχες στο νου σου, που επί δεκαετίες σου έδιναν ένα –έστω θολό– περίγραμμα για το πού θες να πας, είναι γελοίες κατασκευές του νου, εφηβικές αυταπάτες που επιμένουν να σου θολώνουν το τοπίο, κι όσο πιο γρήγορα περάσεις στο επόμενο βήμα, τόσο καλύτερα για σένα. Δεν εννοώ μόνο την καριέρα και τέτοια πεζά. Εννοώ όλο το πακέτο της ζωής. Εκείνο το πολύπλοκο παζλ που –όπως όλα δείχνουν τελικά– είναι μια εσωτερική μετάφραση της πραγματικότητας, μια πολύ δική μας μετάφραση...
Όλο το βαθυστόχαστο ετούτου του προλόγου φτάνει στην ταινία «Ο δρόμος της επανάστασης» του Σαμ Μέντες με τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο και την Κέιτ Γουίνσλετ. Η ταινία (που είναι βασισμένη στο μυθιστόρημα του Ρίτσαρντ Γέιτς) με ακολουθεί μέρες τώρα κι αυτό δεν είναι τυχαίο (βεβαίως, βεβαίως). Ο Φρανκ (Λεονάρντο Ντι Κάπριο) και η Έιπριλ (Κέιτ Γουίνσλετ) με πήραν από το χεράκι και μου έδειξαν καρέ καρέ το δικό μου σενάριο –και το σενάριο πολλών φίλων μου–, σχεδόν 50 χρόνια από τότε που ο 36χρονος Γέιτς έγραφε το πρώτο του μυθιστόρημα (το ‘61 κυκλοφόρησε το βιβλίο).
Δεν θα σταθώ στην Αμερική του ‘50 και στο αμερικάνικο όνειρο, που στην ταινία γίνεται σκόνη και θρύψαλα με το που εστιάζει ο φακός λίγο πιο μέσα από το ωραίο αυτοκίνητο, το γκαζόν και τα μπάρμπεκιου στον κήπο. Να ανέβεις κοινωνικά, να πάρεις πλυντήριο πιάτων και κλαρωτό καναπέ… ΟΚ, καλά είναι αυτά, αλλά μετά; Η ζωή χρειάζεται προσωπικά υλικά. Τη δική σου «γλώσσα». Τη δική σου διαδρομή. Σίγουρα και το δικό σου όνειρο. Χρειάζεται όμως και κάτι άλλο (εδώ σε θέλω, μάστορα). Τη συμφιλίωση με τον εαυτό σου και την αποδοχή των ορίων σου. Αυτό το τελευταίο είναι που τρώει το ζευγαράκι της ταινίας εκ των έσω. Τους διαλύει. Η αυταπάτη που έχει ο καθένας για τον εαυτό του, την οποία, μάλιστα, προβάλλει στον άλλον.
Κάπου διάβασα ότι ο Σαμ Μέντες είπε ότι «αυτό που θεώρησα μεγάλη πρόκληση ήταν η δυνατότητα να μελετήσεις λεπτομερώς ένα γάμο…». ’λλη μια μελέτη για το γάμο, λοιπόν, (όσες και να γίνουν ποτέ δεν θα είναι αρκετές), άλλη μια μαγική «στιγμή» που από τη σχέση δυο ερωτευμένων ανθρώπων προκύπτει κάτι νέο και μοναδικό. Που όμως διαλύεται μέρα τη μέρα. Ο ένας κατασπαράζει τον άλλον. Και οι δυο θύτες και οι δυο θύματα, ταυτόχρονα.
Τα σινιάλα για την έλευση της ανώμαλης προσγείωσης τα βλέπουμε σχετικά νωρίς στην ταινία, αλλά, για να πω την αλήθεια, δεν το περίμενα τόσο τραγικό το φινάλε. Τώρα που το σκέφτομαι, ξέρω γιατί. Γιατί μάλλον είμαι στο στάδιο της... κατάβασης κι αρχίζει και αχνοφαίνεται εντός μου ότι οι κορυφές που επί δεκαετίες είχα στο νου μου… ουουουου, άσε καλύτερα. Και δεν ξέρω αν αυτό είναι το πιο τραγικό απ’ όλα.