Ο Πίτερ Παν μέσα στην μπόρα
21.3.2009 
Έβρεχε καρεκλοπόδαρα κι εγώ κοιτούσα τις μποτούλες μου σε γυαλιστερό κι έλεγα πλάκα θα είχαν και σε λουστρινάκι. Εντός ολίγου, σκουφί, καμπαρντίνα και βρακί θα είχαν την ίδια (υγρή) τύχη, ενώ η ομπρέλα στο χέρι μου, «ξεμαλλιασμένη» και γυρισμένη τα μέσα έξω, έμοιαζε με εικαστική παρέμβαση σε μοντελάκι κινούμενο στην έκθεση «Βασιλίσσης Σοφίας με μπόρα».


Τα αυτοκίνητα γλιστράνε στο... ποτάμι έξω από το Μέγαρο Μουσικής, οι άνθρωποι πηδάνε τα ρυάκια να φτάσουν το πεζοδρόμιο, τα φώτα κάνουν σχέδια πάνω στα νερά κι εγώ φεύγω προς εκείνη τη μακρινή εποχή, όπου οι καλοκαιρινές μπόρες μάς έβρισκαν πάνω στα ποδήλατα να τσαλαβουτάμε στις λακκούβες των δρόμων της Αίγινας.


Δεν χρειάζεται πολύ ο άνθρωπος να κάνει τις υπερβάσεις του και από μούσκεμα να βρεθεί με το πιο ωραίο αδιάβροχο του κόσμου –το παιδικό του αδιάβροχο–, όπου η απειλή μετατρέπεται αυτόματα σε περιπέτεια και όλη η σιχαμάρα του βρώμικου νερόλακκου σε γαργαλιστική ευκαιρία για παιχνίδι. Μουσκίδι; Μουσκίδι. Και; 


Tώρα που ίπταμαι πάνω από το φωτεινό φίδι της Βασιλίσσης Σοφίας και οι μποτούλες μου έχουν τις μαγικές ιδιότητες των παπουτσιών του Πίτερ Παν, δεν με νοιάζει κι αν βραχούν –άλλωστε θα μου πάρουν άλλες (μη στεναχωριέσαι, καλέ, ο μπαμπάς είναι εδώ).


Όμορφος κόσμος, βροχερός, η ομπρέλα μέσα στην τσάντα (πλέον) και στα πόδια μου το ανεβαστικό συναίσθημα ενός ανάλαφρου βήματος που ίσα ίσα αγγίζει το έδαφος. 


Ό,τι και να πω στην «Ψ» δεν με πιστεύει με τίποτα. Κάτι θα θυμάσαι, μου λέει. Ε, κάτι θα θυμάμαι (της λέω), αλλά η γενικότερη γεύση είναι πολύ γλυκιά, πολύ παραμυθένια. Η Υψηλάντου είχε σπίτια με αυλές, στο δρόμο παίζαμε ποδόσφαιρο, στο δασάκι του Ευαγγελισμού κρυφτό μέχρι τις 11 το βράδυ. Και μετά, σερί διακοπές, μέχρι να ανοίξουν τα σχολεία στα τέλη του Σεπτέμβρη. Από το αλάτι και την ελευθερία το δέρμα μας αποκτούσε δεύτερη εξωτερική στιβάδα, τα πιο γερά αντισώματα στους χειμώνες που θα ακολουθούσαν.


Δεν είναι αναμνήσεις αυτές. Είναι ένα σκληρός δίσκος εμπειριών πάνω στον οποίο γράφτηκε η μετέπειτα ιστορία μας. Και η αλήθεια είναι ότι αν γυρίσεις το μέσα (μας) προς τα έξω και το τινάξεις καλά, πρώτα πρώτα (καθότι βαρύτερα) θα πέσουν εκείνα τα χρόνια.


«Η παιδική ηλικία είναι μια μεταφυσική» γράφει ο Ερίκ Εμανουέλ Σμιτ στο βιβλίο του Η ζωή μου με τον Μότσαρτ (εκδ. opera). «H πεποίθηση ότι υπάρχει μια τάξη, ένα νόημα, μια πρόνοια πάνω από το κεφάλι μας: αυτοί οι μεγάλοι που τόσο τους θαυμάζουμε και τόσο τους φοβόμαστε, που έχουν τόσα μυστικά. Το σύμπαν δεν δείχνει τόσο παράλογο όσο μυστηριώδες. Μπορεί να είναι απέραντο, βαθύ, άγνωστο, κάποτε ζοφερό, αλλά ποτέ δεν είναι άδειο ή ασταθές. Αν μου διαφεύγει εν μέρει, δεν είναι επειδή είναι απεριόριστο, αλλά επειδή εγώ, το παιδί, είμαι περιορισμένος. Κάποτε θα έχω την ευκαιρία να το εξερευνήσω ή να συμβουλευτώ έναν πατέρα, έναν καθηγητή, ένα δάσκαλο, κάποιον σοφό που σίγουρα θα ξέρει... Θα δούμε...»


Έτσι ωραία είναι η παιδική ηλικία. Βρίσκεται διαρκώς μπροστά στην έκπληξη της πρώτης φοράς, στη μαγική χώρα όπου όλα μπορούν να συμβούν, όπου το «τώρα» έχει τη δύναμη αιωνιότητας, όπου το παραμύθι γεννιέται με την ανατολή του ήλιου και πάει να κοιμηθεί όταν κλείνουν τα φώτα. Όπου το σύμπαν έχει ένα νόημα, κρυμμένο νόημα –που μόνο οι μεγάλοι κατέχουν.


Ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται, πόσο μάλλον οι μπότες του (που τώρα έχουν γίνει σκατά). Παρ’ όλα αυτά, έχουν το προνόμιο να πατούν το πεζοδρόμιο της οδού Υψηλάντου, να περνούν έξω από το σπίτι που έμενα, δίπλα από τα δέντρα που σκαρφάλωσα, κάτω από το μπαλκόνι όπου ερωτεύτηκα και αυτόματα να τρέχουν αλλού...


Σήμερα (σκέφτομαι) είμαι εγώ η «σοφή» που πρέπει να κρατήσω τακτοποιημένο και ασφαλή τον κόσμο του παιδιού μου, εκείνη που φτιάχνει τη «γιορτή» της μέρας του, που διατηρεί (όσο γίνεται) ζωντανό το παραμύθι του, που διαμορφώνει με στέρεα δεδομένα τον «σκληρό» του.


Πώς γίνεται αυτό πράξη;
Το μόνο που ξέρω είναι ότι αν την είχα τώρα μαζί μου στη βροχή μπορεί και να τραγουδάγαμε το «singing in the rain». Και μετά –σίγουρα– θα μου έλεγε πως είμαι «χασάου» και τουλάχιστον παλαβή που αποφασίζω και βγαίνω έξω με τέτοια μπόρα (η αρχή της εφηβείας έχει και τις... απώλειές της, για μένα).
 
 
Στο βάθος όμως, είμαι σίγουρη, θα της άρεσε πάρα πολύ αυτή η ιστορία με τις μπότες, τον Πίτερ Πάν και το φωτεινό φίδι της Βασιλίσσης Σοφίας. Θα της άρεσε γιατί θα την έλεγα ωραία, πιστευτά, με ζωντάνια, με ό,τι τέλος πάντων μου έχει αφήσει εκείνη η μακρινή εποχή όπου ο Πίτερ Παν ήταν κάτι λιγότερο από αληθινός, αλλά ούτε και ψεύτικος (γιατί τίποτα δεν απέκλειε το ενδεχόμενο να γίνει πραγματικά αληθινός). 


Να μην παρεξηγηθώ αλλά το ‘χω αυτό (λιγάκι) ακόμα. Το 'χω και το παινεύομαι. Αυτό είναι το πρόβλημα, μου λέει η «Ψ».
Που το παινεύεσαι κιόλας...
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Τι Μαρόκο, τι Πεκίνο
› 
Δυόμισι χιλιάδες χρόνια μετά
› 
Happy Valentine
› 
∆ιακοπές στην Αίγινα
› 
Περισπω΅ένη, υπογεγρα΅΅ένη και... λέλυκα
© ΙΣΤΟΣ 2024
Χάρη Ποντίδα
Σιγά μην πω πότε γεννήθηκα. Και τι έκανα. Από το 1990 πάντως δουλεύω στα «Νέα» στο πολιτιστικό ρεπορτάζ. Η κόρη μου είναι 10 ετών.
« Bloggers