Τα παπάκια
9.5.2009 
Δεν λένε ότι ό,τι υποτιμάει κανείς το βρίσκει κάποια στιγμή μπροστά του (και τον παίρνει και τον σηκώνει); Το λένε. Αλλά όταν δεν υπάρχει λόγος να ακούσει, δεν ακούει. Ποτέ δεν ακούει κανείς όταν δεν υπάρχει λόγος να ακούσει. Ούτε βλέπει.


Η μυωπία δε και η κώφωση είναι γνωστές μας από πάντα. Κυρίως άμεσα συνδεδεμένες με εκείνη τη μαγική εποχή όπου η αναδυόμενη «άλλη» μας πλευρά αφήνει πίσω της τα παιδικά παιχνίδια και μπαίνει με φόρα σταυροφόρου στη νέα της ζωή. Τη ζωή των ενηλίκων. Εκείνων που ξέρουν τα πάντα γιατί βλέπουν (λέει) κι ακούν τέλεια. Γι’ αυτό κι έχουν αναπτύξει τόσο αριστοτεχνικά την τέχνη της αυτοάμυνας: Ένα σαφώς πιο χοντρό και πιο ανθεκτικό δεύτερο δέρμα που δεν αφήνει πολλά περιθώρια στο κρύο ή στη ζέστη να διαπεράσουν τα εσωτερικά, ευαίσθητα όργανα.


Το δεύτερο αυτό δέρμα οι μεγάλοι το ονομάζουν «ισορροπία» και γι’ αυτή την ισορροπία (λέει) παλεύουν μια ζωή. Και πάνε και πληρώνουν τους ψυχιάτρους, τα ακουμπάνε στις καφετζούδες και στους μάγους της αστρολογίας η –το καλύτερο– πάνε και περπατάνε πάνω στα κάρβουνα, για να αποδείξουν ότι ακόμη και ο φυσικός πόνος είναι θέμα μυαλού. Ή απλά φοράνε κοστουμάκι ριγωτό σαν υπάλληλοι που δουλεύουν στο City του Λονδίνου και σφίγγουν καλά τον κόμπο της γραβάτας –γιατί η ισορροπία απαιτεί και τις θυσίες της. Ο πολύ καθαρός αέρας τη χαλάει.


Η ισορροπία δεν είναι ακριβώς αυτό που χαρακτηρίζει την εποχή της εφηβείας.


Όλο το σύστημα μπατάρει επικίνδυνα προς περίεργες κατευθύνσεις, σε κάτι σκοτεινές γωνιές του εαυτού που αναδύονται από το πουθενά και απαιτούν τη θέση τους δίπλα στις άλλες, κοντά στο φως. Σε κάτι κλάματα φωναχτά που κοπανιούνται πάνω στον καθρέφτη (και μετατρέπονται αίφνης σε φιγούρες χορευτικές –αν είναι καλή η μουσική που ακούγεται εκείνη την ώρα), σε κάτι ξεσπάσματα μεγαλοϊδεατισμού και υψηλού φρονήματος (τύπου «εγώ δεν θα το έκανα ποτέ αυτό, θα πολεμούσα περισσότερο αν το ήθελα» κ.λπ.), σε κάτι ναρκισσιστικά χαμόγελα και σκέρτσα –που μόλις τα δει ο άλλος (με το χοντρό δέρμα) χαμογελά συγκαταβατικά γιατί τα θυμάται.


Δεν λένε ότι ό,τι φοβάται κανείς το βρίσκει κάποια στιγμή μπροστά του (και τον παίρνει και τον σηκώνει); Το λένε. Αλλά ποιος ακούει;


Χαμογελάμε λοιπόν συγκαταβατικά και με μια κάποια υπεροψία όταν αισθανθούμε ότι τα οιστρογόνα (ή η τεστοστερόνη, ανάλογα) αρχίζουν και επιδρούν καταλυτικά στα νευράκια της μικρής ή του μικρού μας, επιστρατεύουμε όλη την κατανόηση και την υπομονή που απαιτεί η περίσταση και κάνουμε το κουνέλι. Νηφαλιότητα, κυρίες και κύριοι, πρώτα απ’ όλα (κι εμείς δεν τα περάσαμε αυτά;), όχι εκρήξεις· εμείς είμαστε οι γονείς, οι καλοί γονείς, σαν κι αυτούς που βλέπαμε στα έργα, παλιά.


Μέχρι να έρθει εκείνη η δύσκολη ώρα που το «εξασκημένο» μάτι μας γυρίζει ανάποδα και ποιος είδε τη νηφαλιότητα και την υπομονή και δεν τις φοβήθηκε. «Τουλάχιστον, μάζεψε τα ρούχα σου! Τώρα».


Το «τώρα» είναι χαρακτηριστικό της εφηβείας. Μόνο που δεν έχει καμιά σχέση με το μάζεμα των πεταμένων ρούχων στο πάτωμα. Ή μάλλον, το «τώρα» σε εκείνη τη μακρινή εποχή έχει τον δικό του εσωτερικό ρυθμό, τους δικούς του κανόνες, που καμιά εξωτερική δύναμη δεν μπορεί να το επηρεάσει (σίγουρα όχι η γκαρνταρόμπα που κείτεται στο πάτωμα). Το «τώρα» της εφηβείας είναι τόσο γκαζωμένο που πλησιάζει πολύ το «μετά» –σαν να σπρώχνει διαρκώς τους δείκτες του ρολογιού να το φτάσει. Εμείς (με το χοντρό δέρμα) επιμένουμε να του δίνουμε κατεύθυνση και ρυθμό και προς στιγμήν μπορεί και να τα καταφέρουμε, αλλά μόνο προς στιγμήν.


Μαζεύω αργά αργά το βουναλάκι με τα μπλουζάκια, τις κάλτσες, την υγρή πετσέτα από το πάτωμα κι όλες οι φωνές και η ένταση που πέρασαν από το δωμάτιο φεύγουν μέσα από το ανοιχτό παράθυρο. Το άρωμα των τσαλακωμένων ρούχων έχει κάτι από αυτή την ένταση (τη χαρά, την ανασφάλεια, την περιπέτεια, τον πόνο, την ανυπομονησία) της εκκολαπτόμενης νέας ζωής που έρχεται με ορμή σταυροφόρου να πάρει τη θέση της δίπλα στα ζωγραφιστά παπάκια της ταπετσαρίας. Παπάκια και σταυροφορίες δεν ταιριάζουν με τίποτα, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα. Πρέπει να τη συνηθίσω. Τη μυωπία και την κώφωση, επίσης.


’λλωστε, και οι δυο είναι γνωστές μου από πάντα –κυρίως από τις φορές που το κάρβουνο κατάφερνε να διαπεράσει το δεύτερο δέρμα και να με αφήσει κουτσή για πολύ πολύ καιρό, κι ας ήμουν χιλιόμετρα μακριά από την εφηβεία. Κουτσή και άναυδη ταυτόχρονα. Κοίτα τι επιμονή και τι δύναμη έχει το τρυφερό ροζ δερματάκι μας να υπάρχει, έστω και σκεπασμένο. Όσες κουβέρτες ενηλικίωσης κι αν ρίξεις πάνω σου, κάτι θα σου ξεφύγει –ευτυχώς.


Αχ, τα παπάκια (με τι νοσταλγικό βλέμμα τα κοιτάζω).


(Το 'παθα τελικά, το 'παθα!!!)
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Δυόμισι χιλιάδες χρόνια μετά
› 
Happy Valentine
› 
∆ιακοπές στην Αίγινα
› 
Περισπω΅ένη, υπογεγρα΅΅ένη και... λέλυκα
› 
Για πάντα νέοι
© ΙΣΤΟΣ 2024
Χάρη Ποντίδα
Σιγά μην πω πότε γεννήθηκα. Και τι έκανα. Από το 1990 πάντως δουλεύω στα «Νέα» στο πολιτιστικό ρεπορτάζ. Η κόρη μου είναι 10 ετών.
« Bloggers