Ντάλα μεσημέρι, με 35 βαθμούς και υγρασία ανεβαίνω με φούρια τις κυλιόμενες του μετρό για να προλάβω την ξενάγηση (που έχουν κανονίσει ΤΑ ΝΕΑ) στο νέο μουσείο της Ακρόπολης. Σχεδόν δεν προλαβαίνω να σκεφτώ ότι σκάω και βρίσκομαι στο τελευταίο πάτωμα, απέναντι από τον Ιερό Βράχο: η θέα του Παρθενώνα, σχεδόν στο ίδιο ύψος με την αίθουσα όπου βρίσκομαι, (που δεν έχει τοίχους γύρω γύρω αλλά τζάμια) κόβει την ανάσα. Δεν είναι ανάγκη σκέφτομαι να περιέχει κάτι αυτός ο χώρος. Ότι περιέχει είναι εκεί, απέναντι, ένα τεράστιο γλυπτό κάτω από τον ήλιο. Ποιο χαμηλά, οι ταράτσες και οι κεραίες συμπληρώνουν την εικόνα της πόλης, που -ω του θαύματος- από δω μοιάζει να έχει έναν ειρμό, ένα στιλ: η Αθήνα της άναρχης δόμησης, του τσιμέντου, των πολυκατοικιών, των λόφων (φαίνεται και ο Λυκαβηττός) του μπλε του ουρανού, των χαμηλών βουνών, της θάλασσας που χρυσίζει μακριά, της ξεραΐλας...
Απόσπασμα που βρήκα αργότερα στο βιβλίο "Αγαθόν το Εξομολογείσθαι" του Γιάννη Τσαρούχη (εκδ. Καστανιώτη, 1986 ). Το κεφάλαιο έχει τίτλο "Η υστερία του Πράσινου" και ο Τσαρούχης ξεσπαθώνει κατά των Ελλήνων που μιμούνται την αισθητική και τα πρότυπα των Δυτικών.
Όσο και αν είναι φυσικό ν’ αγαπά κανείς το σπάνιο και το αντίθετό του, πρέπει να ομολογήσουμε πως ο τρόπος με τον οποίον ο Έλληνας ονειρεύεται και θέλει να φτάσει τη Δύση, είναι ένα ειδικό εθνικό σύμπλεγμα μέσα στο οποίο μπορείς να συναντήσεις μεγαλοφυΐα, φόβο, δεισιδαιμονία, ευγενική φαντασία, αφόρητη προστυχιά κι έναν αποπνικτικό, απαράδεκτο ασιατισμό. Το μέγα σύμβολο αυτής της νευρώσεως είναι η πρασινάδα. Η πρασινάδα ή οι πρασινάδες που επιθυμεί ο διψασμένος Έλληνας μαζί με τους "πνεύμονες πρασίνου" για τους οποίους μιλούσαν οι ρομαντικοί Έλληνες άλλοτε (...)
Ονειρεύομαι την ημέρα που οι Έλληνες θα είναι τόσο ανεπτυγμένοι αισθητικώς, ώστε θα λένε στους καλλιεργημένους ξένους, "μας συγχωρείτε γι’αυτές τις ακατάστατες πρασινάδες, αλλά δεν έχει τελειώσει ακόμα η μελέτη αφαιρέσεώς τους, οπότε θα μεταφερθούν μακράν των ζωνών εμφανίσεως σε ειδικές κρυφές περιοχές που θα ονομάζονται "πνεύμονες", αλλά που θα είναι κρυφοί και αθέατοι, όπως είναι σε ένα αρχοντικό σπίτι το λεβητοστάσιο του καλοριφέρ, οι ηλεκτρικές κουζίνες, τα ψυγεία και όλα τα μηχανήματα του κομφόρ" (...)
"Ας πάρουμε διάσημα τοπία γύρω από την Ακρόπολη. Αλλά γιατί να μην πάρουμε την ίδια την σεβάσμια Ακρόπολη- ανάκτορο της αγνής θεάς που η σύγχρονη ελληνική προστυχάντζα χρόνια τώρα προσπαθεί να μετατρέψει σε βιλίτσα του Ψυχικού ή της Φιλοθέης. Το μάτι μου πήρε τον περιβολάρη της Ακροπόλεως με λάστιχο να ποτίζει τριανταφυλλιές του είδους που ονομάζονται Καρμεντσίτα, Σάρα Μπερνάρ, μπούζια μπόλικα και έτσι δεν μένει στιγμή το τοπίο απείραχτο. Υπάρχει και μια αμυγδαλιά, εκτός κλίματος φυσικά, και η μεγάλη πληγή των κλασσικών αρχαιολογικών χώρων: το κυπαρισσάκι. Φουντωτό ή συμπυκνωμένο, σαν όρθιο περίττωμα πασπαλισμένο με άφθονη σκόνη, σε γελοίο και ενοχλητικό ανταγωνισμό - όπως παρατήρησε ο μέγας Πικιώνης- με τις επίσης όρθιες κολώνες που επιμόνως ζητούν οριζόντιες ή καμπύλες συμπληρωματικές όχι όμως όρθια σουβλιά, άθλια και φυματικά, ενοχλητικά παράσιτα στο καθαρό τραγούδι" (...)
"Σεβαστή η νεύρωση βέβαια και η μανία για το πράσινο, αλλά όχι σε ζώνες εμφανίσεως όπου φυσικά βασιλεύει ο μέγας άρχων του ελληνικού τοπίου, ο βράχος. Ο ελληνικός δρυμός είναι τα ελληνικά βράχια (...) Το πράσινο πρέπει να μπαίνει αλλού. Δίπλα σε βράχια ή δίπλα σε αρχαία ερείπια δεν πρέπει να φυτεύονται πρασινάδες και ότι μπει πρέπει να μπαίνει αφού βασανιστεί πάρα πολύ. Εδώ όμως υπάρχει η κακογουστιά του πέμπτης κατηγορίας σταθμάρχη που διακοσμεί με γεράνια και άλλα φανταχτερά φυτά τον σταθμό του για να πάρει το πρώτο βραβείο".