Μουσολίνι με τσιγάρα
14.9.2010 
Επανέρχομαι σε αυτονόητα, θα πείτε - και δίκιο θα έχετε, αλλά εντάξ’. Πολύ πριν απαγορευθεί το κάπνισμα στα μπαρ, πριν καν απαγορευθεί η χρήση ναρκωτικών, έπρεπε επειγόντως να απαγορευθεί η δημόσια χρήση ορισμένων φράσεων και λέξεων. Εντελώς ενδεικτικά: αξιοποίηση δημοτικής περιουσίας, το καλό του τόπου, φασισμός, επανάσταση, θυμίζει άλλους καιρούς, χρειάζεται άλλη πολιτική, ιδεολόγημα, διακύβευμα, η Ελλάδα παράγει πολιτισμό (πέραν αυτού ούτε αναπτήρες), αναμόρφωση, για το καλό των εργαζομένων – και μερικές χιλιάδες άλλες - αν δεν περιοριστεί το «δημόσιο» λεξιλόγιό μας δεν πρόκειται να ξεκαθαρίσουμε τίποτε στο κεφάλι μας.
 
Το θυμήθηκα με αφορμή σχόλιο σε κάποιο μπλογκ από τα άπειρα της ανώνυμης προχειρολογίας ότι η αντίθεση στην απαγόρευση του τσιγάρου στα κέντρα διασκέδασης είναι «φασισμός» των καπνιστών, που θέλουν να επιβάλουν τον «καρκίνο» του καπνού τους «σε μας και τα παιδιά μας». Διερωτώμαι κατά πόσον, μετά από τόση κακοποίηση της λέξης, θα ξέρει κανένας νέος ότι ο φασισμός ήταν πολιτικό σύστημα. Ο Μουσολίνι, πάντως, αν ξαναζούσε, σίγουρα θα διάλεγε άλλο όνομα. Τον φασισμό θα τον άφηνε για τις συζητήσεις περί καπνού.
 
Το ίδιο και περισσότερο αναρωτιέμαι αν ο μπλόγκερ θέλει να προστατεύει τα παιδιά του πηγαίνοντάς τα στα καφενεία, τα ποτάδικα και τα μπουζούκια. Πολύ πιθανόν, αν κρίνω από τις ταβέρνες το καλοκαίρι, όπου γονείς σέρνουν παιδιά καταρρέοντα ή τσιρίζοντα μέχρι τη μία μετά τα μεσάνυχτα και στη συνέχεια τα μαλώνουν κιόλας επειδή ενοχλούν.
 
Προσωπικά πάλι, όπως και πολλοί γνωστοί μου που -σε αντίθεση με μένα- δεν καπνίζουν, δεν καταλαβαίνω πόθεν έχει προκύψει το δικαίωμα κάποιου να μπαίνει σε μπαρ ή στα μπουζούκια και να θέλει να τους επιβάλει το δικό του ύφος, για να μην φτάσω στην αξίωσή του να κουβαλάει εκεί και τους γόνους του. Το μπαρ έχει ποτά και καπνό, αν δεν σου αρέσουν δεν μπαίνεις. Τα μπουζούκια προσφέρουν ποτά, καπνό, εκκωφαντική μουσική και ξέκωλα, αν σε απωθούν πηγαίνεις σε τσαγερί. Γιατί να θέλεις σώνει και ντε να πηγαίνεις και να τα βρίσκεις άκαπνα, δεν το αντιλαμβάνομαι.
 
Ή μάλλον αντιλαμβάνομαι γιατί να το θέλει κανείς, προφανώς επειδή γουστάρει να γίνεται το δικό του. Δεν καταλαβαίνω, όμως, καθόλου το γιατί πρέπει να υποκύψουμε οι υπόλοιποι – που πάμε στα μαγαζιά του είδους για να πιούμε και να καπνίσουμε και τυγχάνει να αποτελούμε το 90% της πελατείας τους. Ας μαζευτούν πενήντα άκαπνοι να κάνουν δικό τους μπαρ, μυρωδάτο από αποσμητικό χώρου και φυσικούς χυμούς –αν θέλουν ας βλέπουν και ντιβιντί με μαθήματα αεροβικής, δεν θα τους πούμε τίποτε, το ορκίζομαι. Και έστω ότι είναι τόσο λίγοι που δεν μπορούν να κάνουν ούτε ένα δικό τους μαγαζί (αν και δεν ισχύει) και μεριμνά ο νόμος: πάλι δεν καταλαβαίνω γιατί οι υπόλοιποι, οι καπνιστές δεν δικαιούνται ούτε ένα μέρος δικό τους, αυτοί που μπορούν να το φτιάξουν και να το στηρίξουν.
 
Ένεκα τα παραπάνω, δεν αντιλαμβάνομαι ούτε την ξαφνική νομολογαγνεία, με την οποία τοποθετήθηκαν έναντι του μέτρου ορισμένες εφημερίδες και σχολιαστές, επωνύμως αυτοί και χωρίς τρίχες περί φασισμού. Τι σημαίνει είναι νόμος του κράτους και άρα πρέπει να εφαρμοσθεί, διότι η αποτυχία του θα είναι σήμα ανομίας, όπως η τάση μη πληρωμής φόρων; Ότι μπορεί να γίνεται νόμος ό,τι αρέσει στη Βουλή και την Ξενογιαννακοπούλου (φτάνει να μην είναι αντισυνταγματικό) και ότι εκεί τελειώνει η κουβέντα – και η αντίδραση;
 
Νόμος απαγόρευε τις αμβλώσεις, θυμίζω στους παλιούς, επί δεκαετίες, αλλά γίνονταν περί τις 300.000 το χρόνο. Ο νόμος ήτανε κουρέλι σκέτο, κάθε τόσο την πάταγε κανένας φουκαράς που τον πιάνανε, οι αμβλώσεις συνεχίζονταν στο φουλ – και τελικά άλλαξε ο νόμος και καλά έκανε, γιατί όσο υπήρχε ήταν φάρσα.
 
Δεν λέω ότι το ζήτημα είναι εύκολο, αλλά γι’ αυτό ακριβώς είναι πολύ «εύκολη» η στάση ότι, αφού έγινε νόμος, πρέπει οπωσδήποτε να εφαρμοστεί για λόγους διδακτικούς, για να μάθουμε να «σεβόμαστε». Η φιλοσοφία του δικαίου σημειώνει πως δεν μπορεί να εφαρμοστεί νόμος, αν δεν τον τηρεί οικειοθελώς η μεγάλη πλειοψηφία. Όσο για την εμπειρία, διδάσκει ότι βασικό αποτέλεσμα της αμερικανικής ποτοαπαγόρευσης ήταν να παραχθεί άφθονο νοθευμένο και πανάκριβο αλκοόλ και να πλουτίσουν οι μαφιόζοι και μερικές καλές οικογένειας των ΗΠΑ, δεν λέμε ονόματα τύπου Κένεντι, διότι θα αντέτεινε (η οικογένεια) - ως άλλη Πόλυ Πάνου «δεν έχεις το δικαίωμα ένα παλιό μου σφάλμα να μου το φέρνεις μεσ’ στο νου πάλι κάθε φορά».
 
Δεν ξέρω αν μετά ταύτα τον πιάσατε τον υπαινιγμό, αλλά εύχομαι ο νόμος-κληρονομιά της Μαριλίζας να γίνει κουρελόχαρτο.
 
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Εγγυημένο ηρεμιστικό
› 
Μακροπρόθεσμα τη βάψαμε
› 
(Γεν)ετήσια ορμή
› 
Οι τσικουδιές της αντοχής
› 
Σιγά μην τρέχει στη Χαβάη
© ΙΣΤΟΣ 2024
Δημήτρης Καστριώτης
Κατά τον ληξίαρχο, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1961. Οι γονείς του, φιλότιμοι πλην κατ’ αποτέλεσμα άστοργοι, δεν τον προίκισαν αναλόγως, ώστε να αφοσιωθεί απερίσπαστος στο οινόπνευμα, την αξία του οποίου φρόντισαν πάντως να του διδάξουν. Ένεκα η ανάγκη, εργάζεται ως δημοσιογράφος εφημερίδων και δικηγόρος από εικοσιπενταετίας. Αναπόφευκτα, πίνει λιγότερο απ’ όσο θα ήθελε.
« Bloggers