Είπαμε κυρίαρχος, όχι ν’ ανέβει στο κρεβάτι
15.11.2011 
Τώρα που κατάκατσε ο κουρνιαχτός για το δημοψήφισμα, μήπως θα έπρεπε να συζητήσουμε λίγο περισσότερο το ζήτημα – και μάλιστα το ζήτημα όχι τόσο της «αποκοτιάς» του Γ. Παπανδρέου όσο των εσωτερικών αντιδράσεων που πυροδότησε;
 
Δεν εννοώ, διευκρινίζω, τη συζήτηση κατά πόσον η αναγγελία δημοψηφίσματος ήταν εύστοχη τακτική κίνηση – αν και σ’ αυτό το θέμα είναι εφικτές περισσότερες αναγνώσεις: σ’ εκείνην που επισημαίνει ότι η πρωτοβουλία αυτή μας εξέθεσε στην Ευρώπη μπορεί να αντιταχθεί η αντίθετη που τη βλέπει σαν την αρχή μιας πολύπλοκης «καραμπόλας» (όπως εκείνες στο μπιλιάρδο όπου ο αμύητος, όταν βλέπει το χτύπημα, αδυνατεί να προβλέψει το αποτέλεσμα), μέσω της οποίας επιτεύχθηκε η κυβερνητική συνεργασία που αρνούνταν ο Σαμαράς – όπως και η κατάφαση του τελευταίου στη δανειακή σύμβαση και η εγκατάλειψη της ηρωικής αοριστολογίας στην οποία (ορθώς με κομματικά κριτήρια) αρκούνταν μέχρι τώρα.
 
Άλλο ερώτημα, όμως, εννοώ – και σ’ αυτό έχουν κατά τη γνώμη μου μεγαλύτερο ενδιαφέρον οι αντιδράσεις της αριστεράς (ή τέλος πάντων αυτού που λέμε αριστερά στο ελληνικό κομματικό πάνθεον). Τι είναι δημοψήφισμα; Η κλήση του λαού να αποφανθεί σε συγκεκριμένο ερώτημα – αν θέλει το ένα ή το άλλο. Ένας συντηρητικός πολίτης, που δυσπιστεί απέναντι στις δυνάμεις ευθυκρισίας του λαού ή που προτάσσει τις καλές σχέσεις με την Ε.Ε. σε σχέση με τη λαϊκή νομιμοποίηση της ακολουθούμενης πολιτικής, πολλώ δε μάλλον κάποιος έτι συντηρητικότερος που θεωρεί την ισότητα της ψήφου «βέλτιστον» μονάχα ως μη χείρον (επειδή δεν έχει επινοηθεί αριστοκρατικό πολίτευμα που να μη ρέπει στην αυθαιρεσία), δεν είναι παράξενο να αποστρέφεται τις απευθείας αποφάνσεις του πληθυσμού σε συγκεκριμένα θέματα. Και αυτός, φυσικά, αν είναι σοβαρός, οφείλει να προβληματίζεται για την επιφύλαξή του: τι σόι κυρίαρχος είναι ο λαός, αν δεν μπορούμε να του εμπιστευτούμε την απάντηση σε συγκεκριμένα κρίσιμα ερωτήματα, αλλά του ζητούμε μόνο λευκές εκλογικές επιταγές προς κομματικούς σχηματισμούς που π.χ. διαβεβαιώνουν (πριν) ότι υπάρχουν λεφτά, μόνο για να διαπιστώσουν (αμέσως μετά) ότι δεν υπάρχει σάλιο; [Σημειώστε, παρακαλώ, το σχόλιο φίλου ότι το «θα αναδιαπραγματευτώ το Μνημόνιο» του Σαμαρά είναι η μετεξέλιξη του «λεφτά υπάρχουν» του Γ.Α.Π.]
 
Αν όμως αυτό ισχύει για τον συντηρητικό, για τον αριστερό πώς δικαιολογείται; Τι σημαίνει άρνηση του δημοψηφίσματος, αλλά αξίωση εκλογών; Γιατί τα κόμματα της αριστεράς μου αρνούνται ως πολίτη τη δυνατότητα να μιλήσω στο συγκεκριμένο, ζητώντας αντ’ αυτού τη γενική ψήφο μου προς την πολιτικο-διαχειριστική αυθεντία τους; Θα καταλάβαινα απόλυτα να αξιώσει μία παράταξη να είναι το ερώτημα του δημοψηφίσματος συγκεκριμένο και όχι του τύπου «να ζει κανείς ή να μη ζει» (όπως εύστοχα σάρκασε ο Νεόκοπος των «Νέων» για το κατά Μέρκελ ερώτημα «ναι ή όχι στο ευρώ»). Θα καταλάβαινα, αναλόγως, να ζητήσει κανείς και εκλογές μετά το δημοψήφισμα – ή και μαζί με αυτό. Όχι, όμως, την άρνηση στη λαϊκή απόφανση από ανθρώπους που όχι απλώς μας έχουν ζαλίσει με τον κυρίαρχο λαό, αλλά –μερικοί- έχουν ενώσει τις φωνές τους με εκείνες όσων αξίωναν «άμεση δημοκρατία τώρα!».
 
Να αποτολμήσω μερικές ερμηνείες (εναλλακτικά ή σωρευτικά); Μία: Οι δυνάμεις της αντίστασης απέναντι στην Ε.Ε. φοβούνται εξίσου με τις υπόλοιπες μη γίνει καμία μ… και προκληθεί αναστάτωση, οπότε προτιμούν να μη μιλήσει επ’ αυτού ο λαός, αλλά μόνο αυτοί, ώστε και αντάρα να γίνεται και τα μέτρα να επιβάλλονται. Άλλη: Οι εν λόγω δυνάμεις δεν θέλουν να πάρουν θέση στο ζήτημα και αντιλαμβάνονται ότι σε ένα δημοψήφισμα θα τους είναι δύσκολο να μιλάνε για σύγχρονους Τσολάκογκου ή για την -εν μέρει μόνον- αποκατάσταση του Βελουχιώτη, αλλά να μη λένε τίποτε για την ταμπακιέρα – οπότε ας λείπει το δημοψήφισμα. Τρίτη: Οι δυνάμεις αυτές, όπως είχε παλαιότερα το θάρρος να δηλώσει η κ. Παπαρρήγα, πιστεύουν ότι το καλό του λαού δεν το ξέρει ο λαός, αλλά εκείνες (ο λαός π.χ. μπορεί να θέλει να έχει καλσόν ή ελευθερία του λόγου και όχι μόνο πυρηνικά υποβρύχια και σχολιασμένες εκδόσεις απάντων του Στάλιν), οπότε δεν αντιλαμβάνονται πώς αυτοί που δεν ξέρουν το καλό τους θα αποφανθούν ποιο είναι αυτό.
 
Θα μπορούσα να θυμίσω εν προκειμένω Μηλιώκα: «για το καλό μου/ για το καλό μου/ ως που δεν άντεξε στο τέλος/ το μυαλό μου».
 
Προτιμώ να διατυπώσω τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή των ανωτέρω θέσεων: είπαμε κυρίαρχος λαός, αλλά μην το παραγ….κιόλας.
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Ο γιατρός μισεί τα σφηνάκια
› 
Strictly verboten
› 
Ευγνώμονες με χρονοκαθυστέρηση
› 
Σύγχρονοι μύθοι
› 
Παγάκια Ανταρκτικής
© ΙΣΤΟΣ 2024
Δημήτρης Καστριώτης
Κατά τον ληξίαρχο, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1961. Οι γονείς του, φιλότιμοι πλην κατ’ αποτέλεσμα άστοργοι, δεν τον προίκισαν αναλόγως, ώστε να αφοσιωθεί απερίσπαστος στο οινόπνευμα, την αξία του οποίου φρόντισαν πάντως να του διδάξουν. Ένεκα η ανάγκη, εργάζεται ως δημοσιογράφος εφημερίδων και δικηγόρος από εικοσιπενταετίας. Αναπόφευκτα, πίνει λιγότερο απ’ όσο θα ήθελε.
« Bloggers