Οι επιχειρήσεις έχουν ρίσκο. Και είναι απολύτως ανθρώπινο, αδιάφορο τι έλεγε ο Άνταμ Σμιθ, να θέλει ο επιχειρηματίας να περιορίσει τον κίνδυνο χωρίς να πολυσκοτίζεται για το τι λέει ο νόμος. Η ευγενής αυτή πρόθεση βρίσκεται πίσω από διάφορα φαινομενικώς παράδοξα, όπως π.χ. να είναι διαχειρίστρια εταιρείας προγραμματιστών μια ογδοηκοντούτις αγράμματη γιαγιά, ώστε, αν τα πράγματα δεν πάνε καλά, το ΙΚΑ και η εφορία να πάρουν τ’ ….. τους.
Μια που το σύστημα αποδίδει όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά, οι πιο ζωηροί το εφαρμόζουν και όταν πάνε. Δουλεύει η επιχείρηση, παντελονιάζουν μαζί με τα κέρδη τις ασφαλιστικές κρατήσεις και τον ΦΠΑ –κι όταν φτάσει η ιστορία στο μη παρέκει διώκεται ο υπέργηρος, που τι να του κάνουν, και οι επιχειρηματίες ανοίγουν άλλη εταιρεία. Γνωστός μου, ανήρ εμπνευσμένος και φύσει απατεών, παρότι δεν έχει ούτε προγναθισμό ούτε στραβό κεφάλι (σκέτη απογοήτευση για τον Λομπρόζο), είχε αναβαθμίσει το σύστημα. «Δεν βάζω γέρους πλέον», μου έλεγε «βάζω σύννεφο». Σύννεφο, εξήγησε, ήταν άνθρωπος ανύπαρκτος, με πλαστή ταυτότητα, που εμφανιζόταν διαχειριστής, εντεταλμένος κ.ο.κ. Πήγαινε η εφορία; Τώρα έφυγε, τους έλεγαν, να ο καφές του εδώ είναι (από εκεί προήλθε το άσμα «ο καφές σου έχει κρυώσει»). Τον καλούσαν στο ΙΚΑ; Πήγαινε πληρεξούσιος, το σύννεφο έλειπε για λόγους υγείας στο εξωτερικό.
Προ ετών στην Αθήνα το σύννεφο είχε αποκτήσει μορφή αλιγάτορα. Είχε ανοίξει κοσμικό εστιατόριο, έξω από το οποίο παρατάσσονταν πολλές σκούρες BMW (μετά την ελιά και το αμπέλι σημαδεύουν το ελληνικό τοπίο), όπως στα μπουζούκια. Άλλωστε, ιδιοκτήτης μπουζουκιών το είχε. Και το κοινό, απ’ έξω, κοινό μπουζουκιών έμοιαζε. Εκεί, λοιπόν, το μενού είχε και αλιγάτορα. Φίλος (μπουζουκόβιος) πήγαινε κάθε τόσο. Πουθενά ο αλιγάτορας. Τη μια είχε τελειώσει, την άλλη είχε ματαιωθεί η πτήση cargo, την τρίτη είχαν κρυφτεί οι αλιγάτορες στο Μισισιπή και δεν βρίσκανε ούτε ρουθούνι. Σύννεφο ο άτιμος ο αλιγάτορας. Και αυτοί στο εστιατόριο δεν βαφτίζανε αλιγάτορα κανένα βοδινό πέτσινο, να το σερβίρουν. Σωστά, βέβαια. Η απουσία συντηρεί το μύθο, η αναζήτηση. Όχι η εύρεση.
Προσωπικά τον αλιγάτορα τον συνάντησα στην Ηρακλειά. Είχε μεταμορφωθεί σε τυρί. Έχουμε και τυρί ντόπιο, σκληρό, μου έλεγαν. Θα ήθελα, απαντούσα. Τρία λεπτά μετά, η ανακοίνωση: δυστυχώς τέλειωσε. Παραδίπλα. Κανένα τυρί ντόπιο; Βέβαια. Το σκληρό; Αυτό τέλειωσε χτες, έχουμε μόνο ξινομυζήθρα. Στο ουζερί. Τυρί δικό σας; Ναι, τρομερό, σκληρό, για μπίρα πρώτο, αλλά φέτος έχει έλλειψη. Τέσσερις μέρες το ίδιο βιολί. Παντού. Μέχρι και στο μπακάλικο. Να τώρα δα εδώ ήταν το τυρί, αλλά το ’βαλε στα πόδια.
Ήμουν πια βέβαιος ότι τυρί δεν υπήρχε. Απλώς η Ηρακλειά είχε κατασκευάσει έναν γαστριμαργικό μύθο που τον ενίσχυαν όλοι. Δεν είχε καν νόημα να ρωτάς, αλλά επέμενα, μήπως «έσπαγε» κανείς και μου έλεγε την αλήθεια. Τίποτε. Όλοι στο παραμύθι. Παραμονή αναχώρησης, σε ταβέρνα που είχα πάει φορές πολλές, στο τέλος της παραγγελίας σάρκασα. Μήπως τυρί ντόπιο, το σκληρό; «Α, ναι, βέβαια», μου είπε ο σερβιτόρος. Έπεσα από την καρέκλα. Όταν το έφεραν κοιτούσα μην ήταν φέτα, μην πω ντολμάδες μεταμφιεσμένοι. Όχι. Σαν σκληρό λαδοτύρι Φολεγάνδρου, αλμυρότερο. Την μπίρα την τράβηξε μια χαρά.
Το βράδυ στο δωμάτιο κοίταζα σκιαγμένος μήπως κυκλοφορεί τριγύρω κανένας αλιγάτορας. Και το πρωί στο πλοίο ήμουνα σίγουρος ότι θα συναντήσω το διαχειριστή της εταιρείας του γνωστού μου απατεώνα.
Στον ουρανό της Ηρακλειάς ούτε ένα συννεφάκι.