Με το κονιάκ έκαψε και το πικάπ
14.10.2008 
Το Homefood (και δη αυτή η στήλη) αποκάλυψε πρώτο (http://www.homefood.gr/blogs/blog.asp?cat=1&id=3&txt=5) ότι ο Θωμάς όταν τον αναζητούσε η Άλκηστη ήταν όντως σπίτι και δεν μιλούσε: είχε κατεβάσει το τηλέφωνο, επειδή απολάμβανε Glenfarclas και δεν είχε διάθεση να ακούει ανοησίες περί Χαβάης.

       
Η αποκάλυψη, παρότι παραβίαζε τα προσωπικά δεδομένα του Θωμά, δεν τον έθιξε. Άνθρωποι με τέτοια γούστα (το Glenfarclas εννοώ) έχουν ανωτερότητα. Και ο Θωμάς όχι μόνο δεν ενοχλήθηκε, αλλά αποκατέστησε απευθείας επαφή με τη στήλη. Χάρη σε αυτή είμαι σε θέση να σας ενημερώσω ότι η σχέση με την Άλκηστη δεν πάει καλά.
 


«Δεν είναι αυτές οι ανόητες διαθέσεις φυγής που με πείραξαν, τα περιμένω δα αυτά», είπε ο Θωμάς. «Το τραγούδι μου την έδωσε. “Θωμά είσαι σπίιιτιι;” Τσιρίδα σκέτη. Και ατάκα “μόνο μη μείνουμε άλλο σπίτι”. Σπίτι – σπίτι. Πλούσια ομοιοκαταληξία. Όπως λέμε καρέτα καρέτα, μονάχους μονάχους. Γιατί το άλλο; “Πάμε κάπου που δεν έχουμε πάει”. Τι κάνουμε, ρε παιδιά, χρονική αντικατάσταση; Θα έχουμε πάει κάπου που δεν είχαμε πάει, πήγαμε κάπου που πηγαίναμε παλιά κ.ο.κ.;
 


» Μου την έδωσε, σου λέω. Έφταιγε και η σύμπτωση. Πάνω που το είχα ακούσει για δέκατη φορά μέσα σε μία μέρα από το ραδιόφωνο, να σου κι ο Γιαννάκης. “Το πουλάω το σπίτι”. Και δος του. Πούλα το, ρε άτιμε, το βρωμόσπιτο, με τα δικά μου νεύρα γιατί παίζεις; Και τι σημαίνει ότι ένα ποτήρι περιμένει το στόμα της, αλλά και το σώμα της; Τι παιχνιδιάρα γυναίκα ήταν αυτή με τα ποτήρια;
 


» Πάει στο καλό, είπα, θα το ξεπεράσω. Πήρα ένα λεξοτανίλ. Δεν έκλεισα, όμως, το ραδιόφωνο ο ανόητος. Και τι ακούω; Εγώ με την αγάπη μάλωσα. Ξανά. Και ξανά. Και πάλι. Πετάχτηκα πάνω. Λέω, αυτοί δεν τρώγονται. Καλά έκανες και μάλωσες, εμάς για τι μας έχεις, για μόγγολα, για εντελώς γκάγκα, που μας το λες τριάντα φορές; Εκτός εαυτού παίρνω ένα τσεκούρι και κόβω το ραδιόφωνο, ένα ξύλινο, απομίμηση παλιού, στα δύο. Μετά, ανάβω το τζάκι, φουλάρω και τον κλιματισμό γιατί ήταν Ιούλιος, είχε 35 βαθμούς, ψιλοκόβω το ραδιόφωνο και το ρίχνω μέσα. Φούντωσε η φωτιά, είχα το χρόνο να ψιλοκόψω και κάτι δίσκους και cd του Γιαννάκη, του Λιδάκη και ό,τι –άκη βρέθηκε μπροστά μου, τους ρίχνω να σωταριστούν κι αυτοί. Βάζω ένα ουίσκι και περιμένω να γίνει θράκα, μήπως πετάξω καμιά μπριζόλα να την ψήσω μουσικο-σενιάν. Άρχιζα να ηρεμώ.
 


» Τότε χτύπησε το κουδούνι. Η Άλκηστη, αιφνιδιαστικά. Αγάπη μου, μου λέει, πω πω ζέστη εδώ μέσα. Δεν πάμε στο Resort να αλλάξουμε τον αέρα μας;
 


» Άστραψε το μάτι μου. “Σας πηδάααω το σπίιτιιι” τραγούδησα ή μάλλον ούρλιαξα. Ίσα που πρόλαβα να τη δω να φεύγει. Ανέβαλα για λίγο την μπριζόλα, έκοψα και τους δικούς της δίσκους, αλλά σε κύβους, και έβαλα ένα ακόμα ουίσκι.
 


» Περιττό να σου πω ότι το κρέας έγινε ένα όνειρο. Μετά, με το κονιάκ, έκαψα και το πικάπ.

 
» Το άκουσες το τελευταίο; Είμαι γεννημένος στιχουργός».
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Ο γιατρός μισεί τα σφηνάκια
› 
Strictly verboten
› 
Ευγνώμονες με χρονοκαθυστέρηση
› 
Σύγχρονοι μύθοι
› 
Παγάκια Ανταρκτικής
© ΙΣΤΟΣ 2024
Δημήτρης Καστριώτης
Κατά τον ληξίαρχο, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1961. Οι γονείς του, φιλότιμοι πλην κατ’ αποτέλεσμα άστοργοι, δεν τον προίκισαν αναλόγως, ώστε να αφοσιωθεί απερίσπαστος στο οινόπνευμα, την αξία του οποίου φρόντισαν πάντως να του διδάξουν. Ένεκα η ανάγκη, εργάζεται ως δημοσιογράφος εφημερίδων και δικηγόρος από εικοσιπενταετίας. Αναπόφευκτα, πίνει λιγότερο απ’ όσο θα ήθελε.
« Bloggers