Για τις περιστάσεις και τα αίτια της μακράς απεργίας στη Χαλυβουργία δεν θα μπορούσα –ως τρίτος– να έχω γνώμη, όσο μόνη πηγή πληροφόρησης είναι οι εκατέρωθεν ανακοινώσεις. Το ότι εκείνες της εργοδοσίας φαίνονται πειστικότερες δεν είναι ασφαλές κριτήριο: είναι αναμενόμενο οι επιχειρήσεις να επιδιώκουν τη συμπίεση του μισθολογικού κόστους και να εκμεταλλεύονται για τον σκοπό αυτό τις περιόδους γενικής κρίσης, ακόμη και αν οι ίδιες δεν πιέζονται ιδιαίτερα. Το εργατικό δίκαιο, οι περιορισμοί στις ομαδικές απολύσεις και το δικαίωμα της απεργίας αποβλέπουν να περιορίσουν αυτήν ακριβώς την πίεση, που εκδηλώνεται συνηθέστατα με εκφοβιστικές απολύσεις ή ανάλογες απειλές.
Σε περιόδους κρίσης, όπως η τωρινή, είναι όμως εξίσου σύνηθες οι επιχειρήσεις να πιέζονται πραγματικά και μάλιστα στα όρια βιωσιμότητας. Η ζήτηση πέφτει κάθετα, ο τραπεζικός δανεισμός είναι μηδενικός, η υπέρογκη φορολογία αφαιρεί εισόδημα τόσο από τις ίδιες, όσο και από τους πελάτες τους, με αποτέλεσμα ένα σπιράλ καταστροφής.
Σε σχέση με αυτό το ζήτημα, ανεξάρτητα από το τι όντως συνέτρεξε στο εργοστάσιο του Ασπροπύργου, οι δηλώσεις στελεχών του ΠΑΜΕ και του ΣΥΡΙΖΑ αναδεικνύουν μια νοοτροπία που παραβιάζει τη λογική – όχι μόνο την καπιταλιστική, την ...ανθρώπινη. Σε όσες τουλάχιστον διάβασα στις εφημερίδες, δεν υπήρχε αμφισβήτηση των προβλημάτων της βιομηχανίας ούτε του ισχυρισμού της εργοδοσίας ότι οι παραγγελίες ήταν αναιμικές για τη στήριξη της παραγωγής, αλλά ένα αίτημα ή μάλλον μία αξίωση να αποδέχεται η επιχείρηση να λειτουργεί ζημιογόνα και να καλύπτουν τις ζημιές οι μέτοχοι επειδή στο παρελθόν είχαν αποκομίσει κέρδη. Για να καταλάβουμε το παράδοξο, στο ακραίο όριό της η λογική αυτή θα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι, ελλείψει παραγγελιών, οι επιχειρηματίες θα έπρεπε να κλείσουν το εργοστάσιο, αλλά να πληρώνουν τους μισθούς.
Μοιάζει λίγο με την υπόρρητη αξίωσή μας –σε ιδιωτικό και δημόσιο επίπεδο– να συνεχίζουν να μας δανείζουν, ενώ έχουμε αποδειχθεί αφερέγγυοι στην αποπληρωμή των προηγούμενων δανεικών. Και στις δύο περιπτώσεις ζητάμε να ρίχνει κάποιος τρίτος τα λεφτά του (που απλώς υποθέτουμε ότι έχει) στον πάτο του πηγαδιού, κάτι που εμείς δεν θα κάναμε ποτέ με τα δικά μας – ούτε (πλην σπανιότατων εξαιρέσεων) θα δεχόμασταν να εργασθούμε δωρεάν για κάποιο διάστημα προκειμένου να στηρίξουμε την επιχείρηση που μας μισθοδοτεί.
Λόγω και της ανεργίας στη δημοσιογραφία, συμμερίζομαι απόλυτα την οδύνη των ανέργων, ο παραπάνω συλλογισμός όμως αποτελεί ...μεταμαρξιστική ευρεσιτεχνία: εδώ δεν μιλάμε πια για κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, αλλά για αξίωση να εξακολουθήσουν να λειτουργούν επ’ ωφελεία του προσωπικού δαπάναις του εργοδότη! Και τούτο όχι σε μία προσωρινή κάμψη (γιατί τότε αρκετά συχνά συμβαίνει αυτό), αλλά σε μία περίοδο επιτεινόμενης ύφεσης που συμπληρώνει τέσσερα, αν όχι πέντε χρόνια. Απ’ ό,τι θυμάμαι, το ΚΚΕ στην Τυποεκδοτική δεν έπραξε το ανάλογο...
Πολύ φοβούμαι ότι αυτές οι ανορθολογικές, συνθηματολογικές τοποθετήσεις δεν κλείνουν και διώχνουν απλώς τις επιχειρήσεις από τη χώρα: διαβρώνουν ταυτόχρονα την εμπιστοσύνη των εργαζομένων στα συνδικάτα, τους κάνουν να τα βλέπουν σαν πολιτικάντικους σχηματισμούς με μικροκομματικούς στόχους και τους απομακρύνουν απ’ αυτά, με τελικό αποτέλεσμα να μένουν οι εργαζόμενοι συλλογικά ανυπεράσπιστοι σε μία εποχή που χρειάζονται και τη συλλογική ισχύ και τη λογική διαπραγμάτευση που αυτή θα μπορούσε να προσφέρει..