Περί πάτρης, υπέρ πάρτης
7.8.2012 
Μια που είμαστε σε ολυμπιακό mood (μουντ), επιτρέψτε μου να παραθέσω (από τα «Νέα») τις δηλώσεις του Σιδέρη Τασιάδη, αργυρού ολυμπιονίκη στο κανόε-καγιάκ με την ομάδα της Γερμανίας, όπου ζει από δέκα ετών. Με αυτές εξήγησε, «σε άπταιστα ελληνικά» όπως σημείωνε η εφημερίδα, γιατί επέλεξε να κρατήσει μόνο τη γερμανική –και όχι και την ελληνική– σημαία στο βάθρο:
 
«Δεν το έκανα πολύ απλά γιατί η Ελλάδα ποτέ δεν μου προσέφερε τίποτα. Ούτε ένα τηλεφώνημα δεν μου έκανε ποτέ ένας υπεύθυνος για τις κατά καιρούς επιτυχίες μου. Δεν με "διεκδίκησε" κανείς και φυσικά δεν βοήθησε την οικογένειά μου, η οποία μετανάστευσε για να μπορέσει να με μεγαλώσει σωστά. Αντίθετα, η Γερμανία με ανακάλυψε, με ανέδειξε, μου έδωσε όλα τα εφόδια για να αναπτυχθώ αθλητικά. Όχι μόνο με δέχθηκε αλλά και με αποδέχθηκε, αυτή με έκανε αυτό που είμαι. Εκεί μένω, εκεί μεγάλωσα και μεγαλώνω, εκεί έβγαλα σχολείο, εκεί προπονούμαι καθημερινά. Μου παρείχαν προπονητή και ασφάλεια, μου εξασφάλισαν και το επαγγελματικό μου μέλλον εξαιτίας των αθλητικών επιτυχιών μου. Τον Σεπτέμβριο θα διοριστώ και επισήμως στην Αστυνομία και όταν με το καλό σταματήσω τους αγώνες, ξέρω ότι θα έχω μια σταθερή δουλειά. Θα ήταν ασέβεια προς αυτή τη χώρα να ανέβω στο βάθρο με κάτι άλλο πέρα από τη γερμανική σημαία.»
 
Το πρώτο συμπέρασμα είναι, νομίζω, ότι η «αποκατάσταση» πρωταθλητών στα σώματα ασφαλείας και τις ένοπλες δυνάμεις δεν αποτελεί ελληνική ευρεσιτεχνία. Συμβαίνει και εν Εσπερία, οπότε μπορούμε να πάψουμε να γκρινιάζουμε με τα ελληνικά ανάλογα όχι απλώς αποδεχόμενοι τους σχετικούς διορισμούς, αλλά και επαιρόμενοι ότι ακολουθούμε τα ευρωπαϊκά πρότυπα.
 
Το δεύτερο συμπέρασμα είναι, θα μου επιτρέψετε, ότι η φιλοπατρία έχει τα όριά της, προσδιοριζόμενα από το συμφέρον – ήτοι το «περί πάτρης» διαπλέκεται με το υπέρ πάρτης. Σπεύδω να πω ότι δεν έχω καμία αντίρρηση για την επιλογή του κ. Τασιάδη, με τη Γερμανία αγωνιζόταν και εκεί ζει, θεμιτό ήταν να κρατήσει μόνο τη δική της σημαία (όσο και αν η συνύπαρξη με την ελληνική μπορεί να έδινε ένα μήνυμα ότι δεν είμαστε εχθροί ή και να θύμιζε τη μετανάστευση και την «αιμοδοσία» που αποτελεί για τις χώρες υποδοχής). Η αιτιολογία της απόφασης υπήρξε, όμως, διαφωτιστική, υπό την έννοια ότι, αν η «πατρίδα» είχε επιδαψιλεύσει μερικά χρηματικά βοηθήματα προς τον αθλητή ή την οικογένειά του, ενδέχεται η απόφασή του να ήταν διαφορετική.
 
Το ερώτημά μου εν προκειμένω είναι κοινότοπο, αλλά δεν κουράζομαι να το επαναλαμβάνω: Πώς αιτιολογεί, άραγε, ο αθλητής την …αιτιολογία του; Γιατί θεωρεί ότι η Ελλάδα όφειλε να ενισχύσει την οικογένειά του προκειμένου να τον «μεγαλώσει σωστά» στην πατρίδα και όχι τις οικογένειες αριστούχων μαθητών – μελλοντικών γιατρών ή μαθηματικών ή νομικών κ.ο.κ; Γιατί όλοι αυτοί έχουν αποδεχθεί ότι η Ελλάδα τους λέει «ξέχνα την Αθηνά και …χείρα κίνει»; Απαντήσεις μπορούν, φυσικά, να διατυπωθούν προς εκατέρα κατεύθυνση. Γιατί, όμως, οι αθλητές και οι καλλιτέχνες διατυπώνουν το παράπονο μόνο δι’ εαυτούς χωρίς ποτέ να το γενικεύουν;
 
Κι όλα αυτά χωρίς καν να φτάσουμε στον Τζων Κέννεντυ και την αποστροφή του «ask not what your country can do for you: Ask what you can do for your country». Μάλλον κείται εκτός του σύγχρονου ολυμπιακού πνεύματος.
 
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Ευγνώμονες με χρονοκαθυστέρηση
› 
Το τι πριν από το γιατί
› 
Όχι άλλοι ...νόμοι!
› 
Ένας σωρός σκ...
› 
Όλα κομπλέ
© ΙΣΤΟΣ 2024
Δημήτρης Καστριώτης
Κατά τον ληξίαρχο, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1961. Οι γονείς του, φιλότιμοι πλην κατ’ αποτέλεσμα άστοργοι, δεν τον προίκισαν αναλόγως, ώστε να αφοσιωθεί απερίσπαστος στο οινόπνευμα, την αξία του οποίου φρόντισαν πάντως να του διδάξουν. Ένεκα η ανάγκη, εργάζεται ως δημοσιογράφος εφημερίδων και δικηγόρος από εικοσιπενταετίας. Αναπόφευκτα, πίνει λιγότερο απ’ όσο θα ήθελε.
« Bloggers