Παλαιώνουν οι αδαείς…
4.11.2008 
Έγραφε πρόσφατα στο μπλογκ του ο Γιάννης Βαρβάκης (www.homefood.gr/blogs/blog.asp?cat=2&id=8&txt=161) για το ούζο, την τσικουδιά και το τσίπουρο, με αφορμή δημοσιεύματα στις εφημερίδες ότι κατοχυρώθηκε η «ελληνικότητά» τους. Στα ίδια ρεπορτάζ είχα διαβάσει και ότι αντιπροσωπεία γάλλων ποτοποιών επισκέφθηκε ελληνικά αποστακτήρια τσίπουρου σε μία πρώτη γνωριμία, μήπως και εξαχθεί το εξαιρετικό μας ποτό στη γαλλική αγορά. Είχαν δημοσιευθεί εκεί και δηλώσεις τσιπουροποιών μας ότι το τσίπουρο παράγεται με απόσταξη όπως το κονιάκ, ότι σε αντίθεση με το τελευταίο δεν χρειάζεται παλαίωση και ότι από άποψη τιμής είναι ασυναγώνιστα φθηνό. Οι γάλλοι, σαν να λέμε, μπορούν άνετα να το γυρίσουν από το Μαρτέλ στο Τσιλιλή. (Θυμίζω επ’ αφορμή το στίχο του Μπουγά περί Κλίντον: «Γι’ αυτό λοιπόν ο Μπίλυ από σαξοφωνέ / το γύρισε στα πούρα και στο κλαρινέ».)

 
Όπερ έδει δείξαι. Κατά διαφορετική διατύπωση, το μυαλό μας και μια λίρα. Το καλό τσίπουρο είναι εκπληκτικό ποτό, ενδέχεται να το προτιμά κανείς κατά την περίσταση ακόμη και από μία καλή σαμπάνια και οι Γάλλοι ασφαλώς μπορεί να το εκτιμήσουν. Δεν είναι όμως ανταγωνιστικό προς το κονιάκ και θα ήταν τουλάχιστον άστοχο για τις εμπορικές του προοπτικές να παρουσιαστεί έτσι.

 
Η αστάθεια της σύγκρισης φαίνεται, άλλωστε, ήδη από το βασικό επιχείρημα. Παράγονται, λέει, και τα δύο με απόσταξη. Ε και; Με απόσταξη παράγονται χιλιάδες ποτά –και ουδείς ποτέ σκέφθηκε ότι είναι γι’ αυτό το λόγο συγκρίσιμο το Caol Ila με το Remy Martin ή με το Bon Pere William. Ο τόπος και το είδος της αμπέλου, τα βαρέλια και οι παλαιώσεις, που χαρακτηρίζουν το κονιάκ, προσφέρουν εκλέπτυνση, βάθος και αποχρώσεις, που το καθιστούν εντελώς διάφορο από το τσίπουρο –όπως και από τα πολλά γαλλικά αποστάγματα. Αν πάμε να προωθήσουμε το τσίπουρό μας ως ανταγωνιστικό αυτού του ποτού, θα φάμε τα μούτρα μας. Μόνο το Μεταξά θα είχε θεωρητικά τέτοια ελπίδα κι αυτήν πολύ μικρή στη Γαλλία, αφού προσκρούει και στην εθνική προτίμηση και στην έλλειψη της κατοχυρωμένης ονομασίας κονιάκ –άσε που ανήκει και αυτό στον όμιλο Remy Cointreau. Ας σκεφθούμε ότι κι εμείς, έχοντας το ούζο, δεν θα πιούμε εύκολα Περνό ή Ρικάρ. {Παρένθεση: Επίκειται, αν δεν έχει ήδη αρχίσει, η διάθεση 1.888 κρυστάλλινων φιαλών Μεταξά με μπράντι από το Βαρέλι υπ’ αρ.1 του έτους 1888 για τα 120 χρόνια της εταιρείας!}

 
Δηλώσεις, ήταν, θα πείτε, δεν έχουν σημασία, όταν είναι να γίνει η εμπορική προώθηση θα γίνει σωστά. Όμως στις φωτογραφίες που δημοσιεύθηκαν φαίνονταν οι έλληνες και γάλλοι ποτοποιοί να δοκιμάζουν τσίπουρο και κονιάκ –όχι σναπς, ούτε παστίς. Και, αν κρίνει κανείς από την αμετροέπειά μας περί πολιτισμού, ποιότητας και τα τοιαύτα, δεν αποκλείεται να εμμείνουμε σε μια άστοχη εκστρατεία, αντί να «χτυπήσουμε» εκεί που μπορεί πράγματι να βρούμε στόχο.

 
Η Έφη Φαλίδα έγραψε (www.homefood.gr/blogs/blog.asp?cat=1&id=16&txt=178) για το «ατύχημα της γέννησης» και το τι θα είχαν ενδεχομένως πετύχει έλληνες σχεδιαστές μόδας αν είχαν γεννηθεί σε άλλον τόπο. Προφανώς. Αν το ούζο ήταν γαλλικό, θα πουλούσε εξαπλάσια. Όταν όμως είσαι στο περιθώριο και προσπαθείς να βρεις δίοδο προς τις μεγάλες αγορές, πρέπει, αν μη τι άλλο, να ξέρεις πού πατάς. Δεν πας να χτυπήσεις το Σατό Μαργκό με τον Κυρ-Γιάννη.
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Εγγυημένο ηρεμιστικό
› 
Ο γιατρός μισεί τα σφηνάκια
› 
Strictly verboten
› 
Σε ποιους (νομίζουν ότι) μιλάνε
› 
Στην κάβα και στο κόμμα
© ΙΣΤΟΣ 2024
Δημήτρης Καστριώτης
Κατά τον ληξίαρχο, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1961. Οι γονείς του, φιλότιμοι πλην κατ’ αποτέλεσμα άστοργοι, δεν τον προίκισαν αναλόγως, ώστε να αφοσιωθεί απερίσπαστος στο οινόπνευμα, την αξία του οποίου φρόντισαν πάντως να του διδάξουν. Ένεκα η ανάγκη, εργάζεται ως δημοσιογράφος εφημερίδων και δικηγόρος από εικοσιπενταετίας. Αναπόφευκτα, πίνει λιγότερο απ’ όσο θα ήθελε.
« Bloggers